(Μετωνυμία): Εκ του κλαρίνο = (μτφ.) τσιμπούκι / πίπα / πεολειχία.

Ως γνωστόν, οι Ηπειρώτες αρέσκονται στα κλαρίνα κυριολεκτικώς, όθεν η ταύτιση του τοπωνυμίου και του συμπαθούς (για λίγη ώρα όμως) μουσικού οργάνου, μεταφορικώς.

Συντάσσεται με το ρήμα παίζω (+ ηπειρώτικο-α) = επιδίδομαι εις το τσιμπούκιον.

Ρε συ, δε λες σ' εκείνη τη φίλη σου τη Ντίνα, να' ρθει από δω να μας παίξει κανά ηπειρώτικο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση, που χρησιμοποιείται προκειμένου για ιδιαιτέρως άσχημη γυναίκα, για την οποίαν ο λέγων τρέφει τόσον ισχυρή απέχθεια, ώστε δεν προτίθεται να τη δεχθεί ούτε άρρωστος να του κόψει βεντούζες, πολλώ μάλλον να τη γαμήσει.

Θυμίζει το Σταυρίδη στο «Κορόιδο γαμπρέ», ο οποίος, ερωτηθείς από τον άσπονδο εχθρό του Αυλωνίτη, περί κοινής αγοράς λαχείου, απήντησε : «Μαζί σου, δε θέλω να ‘χω ούτε πυρετό» !

Να μη συγχέεται με τη βεντούζα = πίπα / κλαρίνο κ.τ.λ.

Αγγλιστί: I wouldn't touch her with a barge pole / broomstick (= δεν θα την ακουμπούσα ούτε με το κουπί της βάρκας / σκουπόξυλο).

-Πώς σου φαίνεται να κανονίσω να βγείτε το Σάββατο με τη Μαίρη;
-Ποιά ρε, αυτή τη μπατάλα; Ούτε να μου κόψει βεντούζες φίλε! Ξέχνα το! Καλύτερα μαλακίτσα, να δώ και τον κόπο μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα στα Πατρινά.

Πιθανότατα ηχοποίητο εκ του βούπ! (ήχος πτώσης), ουδεμία σχέση φέρει με το βου-που.

Συνώνυμα: ζάμπα (Ιόνιο), πατζούρι, κάγκουρας (Σαλονίκη), μπράσκα (Β. Ελλάδα), σαύρα, κουβάς, σαλόζα, γαλότσα, μπάζο (πανελληνίως) κ.α.

Παράγωγο: Καρα-βουπίδιο.

- Βγήκαμε τις προάλλες με κάτι βούπες, που μας πουλήσανε και μούρη από πάνω.

- Γαμήσατε ;

- Ρε, σου λέω ούτε για βεντούζες δεν ήτανε. Χώρια που μας τα σπάσανε.

- Κατάλαβα, τη χήρα την πεντάρφανη κανονίσατε πάλι ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαξιλαράκι-τρυκ που αναπαράγει τον ήχο της πορδής, μόλις εφαρμοσθεί πίεση σ' αυτό.

Η μέθοδος ρομπο-ποίησης των υποψηφίων θυμάτων είναι απλή: Αρκεί δηλαδή να καθίσει πάνω σ' αυτό, κάποιος σοβαρός και εύθικτος κατά τα λοιπά τύπος, στον οποίον αποσκοπείται να προκληθεί αίσθημα αμηχανίας και σειρά (κενών) εξηγήσεων και δικαιολογιών, υπό τα χάχανα των παρισταμένων. Το μαξιλαράκι στενάζει κάτω απ' τα καπούλια του θύματος, που στριφογυρίζει με αγωνία και αιδώ, ενώ τα ακαριαία σφυρίγματα, πλήττουν θανάσιμα το κύρος του θύματος .

Δεν είναι αποτελεσματικό με τους κατά πεποίθηση κλανιάρηδες, οι οποίοι ουδέποτε ερυθριούν, παρά θριαμβολογούν όταν πέρδονται. Άλλωστε το λέει η φράση: «Τον κλανιάρη κι αν μαλώνεις, μες στα γέλια τον λιγώνεις»

Βέβαια, μόνον με την δικιά του πορδή ο καθείς αισθάνεται οικεία. Φυσικά, οι ξένες του βρωμάνε, κατά το: «Καθένας την κλανιά του την έχει μοσχοσάπουνο».

Προχτές, βάλανε κάτι τσογλάνια κλανομαξίλαρο στη θέση του καθηγητή ! Όταν έκατσε και ξεκίνησε παράδοση για την κλασσική εποχή έγινε το έλα να δεις !

Αγγλιστί: whoopee cushion

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασσική αργκό): ο κώλος.

Σχετικές εκφράσεις: θα σου φάω/δαγκώσω τον κεφτέ, ενώ εξυπονοείται και το Θα σου καρφώσω τον κεφτέ (με την ψωλή δίκην πιρουνιού) - παράλληλα: θα σε κάνω να χεστείς!, κώλο βλέπω-κώλο θέλω (εκ του ισπανικού: culo veo-culo quiero) κτλ.

Σώζεται από τον Ηλία Πετρόπουλο το προ αιώνος (!) μουρμούρικο (φυλακόβιο και συνήθως α-καπέλα ή μονόχορδο) ρεμπέτικο:

[i]Κούνα μπέμπη τον κεφτέ σου,
να φχαριστηθεί ο τζες σου.
Κούνα μπέμπη τον κλανιά σου,
να φχαριστηθεί η καρδιά σου.[/i]

Όπου μπέμπης = νεαρός πούστης, τζες = γαμιάς/κωλόμπα και κλανιάς = κώλος.

- Πώπω ρε φίλε, κοίτα μια πατάκλα η κυρία !
- Εεεεεε, μαντάμ! Θέλω κεφτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα . Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου: Χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω + αντικείμενο + κωλοφεράτζα.

Εκ του κώλος + φεράτζα (αγνώστου ετύμου).

Έχει σεξουαλικές παρά φύσιν προεκτάσεις και εις την παθητικήν φωνήν απεικονίζει κάποιον που τρέχει ενώ τον γαμούν καθ' οδόν (!)

Σημαίνει νικώ κατά κράτος και μτφ. γαμώ.

Συνώνυμα: παίρνω σβάρνα, πάω κάποιον γαμιώντας, πάω κάποιον πίπα κώλο (εμπλοκή) κ.τ.λ.

Έπαιξε χτές ο γαύρος με το βάζελο και τον πήρε κωλοφεράτζα. 3-0 παρθένα! Δε σταυρώσανε σέντρα, τα τσουρέκια. Τζίγγερ πούλο!

Βλ. και παραμάζωμα (παίρνω κάτι/κάποιον)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει βάλ'τα στον κώλο σου. Εκ του πάτος = κώλος.

Συνώνυμα: πατάκλα, τάχας, γλόμπος, κλανιάς, κλάνα, κωλάθρα, κεφτές, κτλ.

Κλασική φράση, που απηχεί αντίληψη, οτι ο απηυθυσμένος είναι το ύστατον δοχείον!

Η δε χωρητικότης του κώλου φέρεται ότι ποικίλει αναλόγως στο άτομον, όπως γνωρίζουν ακόμη και τα σχολιαρόπαιδα. Ιδού (ενδεικτικός) κατάλογος παλαιών σχολικών λεκτικών αντιδικιών, σε σχέση με το βάθος και την χωρητικότητα του κώλου, τινός συμμαθητού:

  • Στο δικό μου δε χωράει - στο δικό σου κολυμπάει!
  • Στο δικό μου κάνει κρος - στο δικό σου μοτοκρός!
  • Στο δικό μου κάνει τούμπες - στο δικό σου κωλοτούμπες!
  • Στο δικό μου κάνει κράκ - στο δικό σου πατατράκ!
  • Στο δικό μου έχει φρένα - στο δικό σου μπαίνουν τραίνα!
  • Στο δικό μου έχει σχόλη - στο δικό σου μπαίνουν όλοι! κ.α.

Γνωστό είναι επίσης το δήθεν αφελές σχολικό ερώτημα : «Έχω τόση, πόση έχεις;» κάνοντας χειρονομία με τον δείκτη και τον αντίχειρα, προκειμένου για μικρό μέγεθος, οπότε το ανυποψίαστο θύμα, νομίζοντας οτι πρόκειται περί ψωλής, σπεύδει να υπερθεματίσει του φαλλού του: «Τόοοοοοοοση» (με έκταση των χειρών εις το άπειρον =τεραστίων διαστάσεων). Τότε ο ερωτήσας επισημαίνει: «Για κωλοτρυπίδα έλεγα...»

Βέβαια, ως σχολικά παραδείγματα, είναι αρκετά αφελή, αφού εις πλείστας περιπτώσεις, ο λέγων παραδέχεται κατάτι την κωλοφαρδία του. Αυτό διορθώνεται με τον καιρό, όταν ενηλικιωθεί και καταλάβει την σημασία των καταστάσεων, οπότε δηλώνει προς αποφυγήν παρερμηνεύσεων: «Εμένα ο κώλος μου γράφει απ' έξω exit only...»

Ως έκφρασις, χρησιμοποιείται και με θυμό, όταν κάποιος δεν θέλει να δώσει κάποιο αντικείμενο (π.χ. λεφτά), ή το δίνει εν τέλει μετά από πολλές τσιριμόνιες, οπότε ο ζητών έχει ξενερώσει.

Λέγεται συχνότατα με φιλοπαίγμονα διάθεση ως απάντηση στο: «Κι αυτό, πού να το βάλω;» Εξυπονοείται ότι τοιαύται ερωτήσεις δέον να αποφεύγονται, εκτός και αν ο ερωτών έχει έτοιμη την απάντηση και την σερβίρει ως: «Κι αυτό τί να το κάνω, να το βάλω πίσω μου;»

Η παράδοση λέει, ότι όταν η Ελισάβετ η Α' της Αγγλίας έχρισε Σερ τον Φράνσις Ντρέηκ (το ακάθαρμα), ο οποίος ήταν βρωμύλος πειρατής μεν, προσέφερε τα μέγιστα στο Βασίλειον βυθίσας ουκ ολίγες ισπανικές καραβέλλες δε, τονε πήγε μαζί με το τσούρμο του, ντυμένους στα χρυσά, για να παρακολουθήσουν θεατρική παράσταση του φημισμένου ελισαβετιανού θεάτρου (για να γίνουν άνθρωποι). Στην πορεία του έργου, υφίστατο σκηνή, κατά την οποία κάποιος ηθοποιός έλεγε την ατάκα «Ω Θεέ μου! Πού να το βάλω; Πού να το βάλω;» κρατώντας ένα κηροπήγιον. Τότε, ο Σερ Φράνσις Ντρέηκ, αριστοκράτης πλέον, για να προλάβει τα χειρότερα, απευθύνθηκε στο τσούρμο του φωναχτά:

- Ρε σεις! Όποιος από σας, πει μπροστά στην κυρία Βασίλισσα, «να το βάλει στον κώλο του», θα τον αφαλοκόψω!

Η Αυτής Μεγαλειότης, γέλασε διακριτικά...

  1. - Ρε συ, δώσε μου που σου λέω τρία κατοστάρικα και στα δίνω μεθαύριο. Τα 'χω ανάγκη.
    - Γιατί, στα χρώσταγα ;
    - Καλά, ρίχτα στον πάτο σου, μαλάκα!

  2. (Συνεργείο) - Μήτσοοοο! Περισσεύουνε δυό καλώδια, τι να τα κάνωωωωωω;
    - Ρίχτα στον πάτο σουουουου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημώδης έκφραση αναφορικά με την επαγρύπνηση, την οποία οφείλει να έχει ο συνομιλητής, παρά την φαινομενική απουσία κινδύνου. Δηλαδή, πρόσεχε, γιατί θα το βρεις από 'κει που δεν το περιμένεις!

Του στραβού η κλωτσιά παραπέμπει στο τυφλό χτύπημα, το οποίον είναι πλέον οδυνηρό διότι δεν έχει συγκεκριμένο στόχο και μπορεί να προκαλέσει εκτεταμένη ζημιά, ιδίως όταν δεν έχει προβλεφθεί - βαράω κι όποιον πάρει ο χάρος.

Όσον αφορά το γαμήσι του κουτσού τώρα, οι επιστημονικές απόψεις διίστανται: Θέλεις, γιατί αν σε γαμήσει κουτσός στα όρθια, θα σε ταλαιπωρήσει με το κούτσα-κούτσα, θέλεις γιατί, ένεκα της αναπηρίας του, δεν πολυέχει επιτυχίες στο θήλυ - έχει να γαμήσει καιρό και θα σου αλλάξει τον αδόξαστο, τέλος πάντων καλό είναι να το αποφύγεις. Μην ξεχνάμε το σχετικό : «Ελάτε κούτσα-κούτσα και πιάστε μας την πούτσα», δηλωτικό της σφύζουσας ερωτικής διάθεσης των χωλών!

Παρόμοιες εκφράσεις για το unexpected: «Φυλάξου απ' τα πισινά του γαϊδάρου κι απ' τα μπροστινά του καλογέρου», «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια» κ.α..

- Αύριο παίζουμε με Εορδαϊκό. Χρειαζόμαστε τον πόντο, είμαστε σε φόρμα και θα τους πάρουμε τα σώβρακα!

- Φυλάξου από στραβού κλωτσιά κι από κουτσού γαμήσι! Είδες τί έπαθε ο γαύρος με δαύτους. Χι στο Καραϊσκάκη ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση του : σπαζαρχίδας= ενοχλητικός τύπος.

Ιταλιστί: rompicoglioni / scassacazzi
Ισπανιστί: tocacojones / tocahuevos

-Λοιπόν είπαμε: Την Παρασκευή θα μου γνωρίσεις την Έλλη εντάξει; Δε θέλω μα-μου.
-Εντάξει. Στο 'πα 300 φορές! Μην είσαι σπάζας μωρ' αδερφέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, φουμάρω χασίς.

Η προσλαμβάνουσα, αφορά σαφώς την θεία λειτουργία της ορθοδόξου εκκλησίας, ήτοι το μοναδικό ορθό χριστιανικό δόγμα, κατά το οποίον κοινωνούν οι πιστοί βεριτάμπλ σώμα και αίμα Κυρίου, ενώ οι λοιπές αιρέσεις, αρκούνται σ' ένα μπισκοτάκι (όστια).

Προέρχεται, τόσον ως προς την αναλογία οσμής μεταξύ θυμιατού και ντουμανίου, όσο και λόγω της κατανύξεως πιστών και χασικλήδων. Άλλωστε, η (μετά)λήψη ινδικής καννάβεως, δεν στερείται ποιάς τινός τελετουργίας (λέγανε κάτι αλλοδαποί τύποι που γνώρισε ένας γνωστός του υποφαινομένου, φευγαλέα πριν τέσσερα καλοκαίρια στο εξωτερικό και που δεν θυμόταν τα ονόματά τους και ο γνωστός αυτός πέθανε πρόπερσι στην Αυστραλία).

Ο Καββαδίας λέει κάπου στη «Βάρδια», για δυο ναύτες του στόκολλου, που το μεταλαβαίνανε μαζί και το κωλοβαρούσανε, με αποτέλεσμα το πλοίο να μην προχωρεί.

Παράγωγο : Μεταλαβιά

Συνώνυμο : (την) πίνω

Αντώνυμο : Δεν (την) πίνω

- Ο Γρηγόρης με το Σπύρο στο σχολείο, ερχόντουσαν την πρώτη ώρα με γυαλιά ηλίου μέσα στην τάξη χειμώνα-καλοκαίρι. Το μεταλαβαίνανε βλέπεις πρώτα στην πλατεία τα κωλόπαιδα και τα μάτια τους ήτανε κατακόκκινα. Ήτανε και μυωπίας λέει και γι' αυτό τα φορούσαν, μπας και δεν τους πάρουμε χαμπάρι.

- Δε βαριέσαι; Φυσική είχαμε, κι αυτοί γράφανε τις ασκήσεις στο τετράδιο της μουσικής…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified