Η γυναίκα που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πάρα πολλούς άντρες. Πρόκειται για κάτι σαν ψωλαποθήκη, μόνο που όχι μόνο αποθηκεύει τις ψωλές, αλλά είναι και φύλακάς τους, βγάζοντας και κάτι το κυριαρχικό επί των ψωλών. Ας πούμε, ένα είδος φαροφύλακα που οργανώνει τα καράβια που σέρνει το μουνί της.

Πρόκειται για μια από τις προσφιλείς λέξεις του Μάκη Τσίτα, του οποίου το έργο Μάρτυς μου ο Θεός (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014) έχει μεγάλη σλανγκική σημασία, καθώς, όπως παρατηρεί ο Φοίβος Δεληβοριάς, είναι ένα από τα πρώτα λογοτεχνήματα που έχουν γραφτεί σχεδόν σαν να είναι παραθέσεις ποσταρισμάτων μιας τρολοπερσόνας στο Φέισμπουκ, μόνο που ο αφηγητής είναι ένας εξωδιαδικτυακός τρολός, που δεν παύει όμως να τρολάρει και να αυτοτρολάρεται ασύστολα, δείχνοντας έτσι κρυμμένες αλήθειες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ανοίγοντας πιθανόν τον δρόμο για ένα νέο είδος τρολογοτεχνίας (το επόμενο στάδιο μετά τη μπλογοτεχνία). Το έργο είναι ασφαλώς σλανγκοπεριβόλι, αν και οι πολλές σλανγκιές του υπάρχουν ήδη στο σάη μας.

  1. Σκέφτομαι πως αν η Ευμορφία και η Ρωρώ αποφασίσουν κάποια στιγμή να γίνουν πλούσιες, θα τα καταφέρουν μια χαρά. Η πρώτη θα μπορούσε να βρει καμιά δεκαριά μαλάκες παύλα θύματα σαν κι εμένα. Η δεύτερη εάν είχε φάρο σε ένα ακρωτήρι κι έβαζε ανακοίνωση στον Τύπο που να λέει ότι από την τάδε μέχρι την τάδε ημερομηνία μπορείτε να 'ρθείτε να με πηδήξετε, θα έβλεπες κάθε μέρα απ' έξω να συνωστίζονται βάρκες, βαρκούλες, καίκια, κρουαζιερόπλοια στη σειρά. Θα τους έδινε και στίγμα ναυτιλιακό. Αυτή είναι γεννημένη για ψωλοφύλακας. Θέλει να καταμετρήσει τις αντρικές αντοχές. Αναλυτικώς. (Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Αθήνα: εκδ. Κίχλη, 2013, σ. 198).
  2. Ο Χρυσοβαλάντης, για να υπάρξει, σιχαίνεται τους Πακιστανούς, τα «πορνώδη γερόντια», τις λεσβίες, τους Αλβανούς, τους Ρώσους, τα κυκλώματα, τους μασόνους, τους άθεους, τους συναδέλφους του, τις γυναίκες-«ψωλοφύλακες», τις τράπεζες, τα ριάλιτι, τους πουλημένους δημοσιογράφους. (Φοίβος Δεληβοριάς για Μάκη Τσίτα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν οι γκρηκλιστές χρησιμοποιούσαν λέξεις, όπως πέοτζους ή πεομίλκ, εμείς οι αρχαιόκαυλοι είχαμε ήδη την θαυμάσια ελληνοπρεπέστατη λέξη ψωλοχυμός, που χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο του γνωστού φαλλογοκεντρικού ντίσκουρς για την πχοιότητα του σπέρματος ως θρεπτικού συστατικού στο πλαίσιο διασπερματεύσεων ή γαμησιάτικων εξιστορήσεων.

  1. Ο ψωλοχυμος ειναι δωρο θεου. Οπως και η κανναβη ειναι το χορτο του θεου. (Από το μπουρντέλα ντοτ κομ).

  2. Και τότε ένα σιντριβάνι ψωλοχυμός γέμισε το στόμα μου που κόντεψε να με πνίξει. (Από το ηξτρἠμ ντοτ τζη αρ)

  3. Και εάν θεωρείς ότι τα έργα του Θεού μου είναι ένας ψωλοχυμός, ψωλοχυμό θα λάβει από Αυτόν και εσύ και τα παιδιά σου! (Εδώ).

  4. «Ἡ μικρὰ Καναδὴ εὑρέθη πρὸ διλήμματος. Ἤθελε νὰ δεχθῆι εἰς τὸ στόμα της τὸν ψωλοχυμὸν τοῦ φύλακος καὶ νὰ τὸν φάγηι, ἀλλὰ ἤθελε καὶ νὰ ἴδή τὴν πελώριαν πούτσαν του νὰ ἐμέσσηι. Τί ἔπρεπε νὰ κἀμηι;» (Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Τόμος 2, Αθήνα: εκδ. Άγρα, 2008 (4η εκδ.) σ. 20).

Got a better definition? Add it!

Published

Δοκίμως, σημαίνει μέσο (συχνά γεωργικό) μεταφοράς του ψωμιού.

Σλανγκιστί είναι, κυρίως ειπείν το στομάχι, ως ανατομικό σακούλι που γεμίζει με ψωμί (συνεκδοχικά για όλες τις τροφές). Κατ' επέκταση είναι η πλαδαρή και αγύμναστη κοιλιά, και παραπέρα γενικά ο χοντρός και μαλθακός άνθρωπος, που εξαντλεί την ιδιότητά του στο να είναι ψωμοδοχείο. Πρόκειται γα κλασική αργκό γνωστή και από την ατάκα του Χατζηχρήστου «Πού είσαι; Σε κολλάω μια κουτουλιά στο ψωμοσάκουλο και θα κάνεις δέκα μέρες να φας!».

Σημειωτέον, ότι στο ιντερνέτι πολλά από τα χιτς αναφέρονται σε υπαρξιακά ερωτήματα, τ. «όταν γεμίσεις το ψωμοσάκουλο, αρχίζεις να σκέφτεσαι τους άλλους ανθρώπους» ή «τον νοιάζει μόνο πώς θα γεμίσει το ψωμοσάκουλο», ή «η ζωή δεν είναι μόνο πώς θα γεμίσεις το ψωμοσάκουλο».

Πάσα: Χότζας.

  1. Υπαρξιακά ερωτήματα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο εδώ.

Προς κάθε γυναίκα………
του όποιου Πιλάτου
Από τότε που κατάλαβα τον κόσμο και προφανώς μέχρι να φύγω από αυτόν , τρία πύρινα ερωτήματα
σαν την ομοούσιο τριάδα που μας σερβίρισαν οι Εβραίοι , στριφογυρίσουν μέσα στο μυαλό μου , όντας
βέβαιος , πως απάντηση δεν θα βρω ποτέ . Και το παράδοξο είναι , χωρίς να ξέρω που να το αποδώσω
πως αυτά τα ερωτήματα γίνονται ακόμα πιο βασανιστικά , όταν έχει γεμίσει , έχει τιγκάρει που λέει ο
λαός , το απαίσιο ψωμοσάκκουλο μου , σε βαθμό τέτοιο που να προκαλεί βάρος και ναυτία , χωρίς να
τολμώ να εμέσω ˙ σκεπτόμενος πως είναι δυνατόν , κάποια παιδιά του τρίτου κόσμου όπως τα λένε
να τολμούσαν εάν ήταν εμπρός μου , να φάνε τα εμέσματα .

  1. Κι άλλα υπαρξιακά ερωτήματα εδώ:

Όταν έχει γεμίσει το ψωμοσάκουλο αρχίζει η ευαισθητοποίηση, όχι, δυστυχώς απέναντι στο είδος τους (το ανθρώπινο εννοώ) που σε μεγάλο ποσοστό υποσιτίζεται, αλλά απέναντι στις κοτούλες, τα γουρουνάκια, τα σκουληκάκια... Ακολουθούν συνήθως επιχειρήματα του τύπου «οι άνθρωποι είναι εγγενώς »κακοί« σε αντίθεση με τα καημένα »αθώα« ζωάκια», «καλύτερα να πεθαίνουν άνθρωποι (κακούργοι, πτωματοφάγοι, κλπ) παρά τα ζώα» και άλλα τέτοια όμορφα.

  1. Φωνακλάς αντιγαύρος εδώ: Ο ΕΝΑΣ ΘΛΑΣΗ ΣΤΗ ΓΑΜΠΑ Ο ΑΛΛΟΣ ΘΛΑΣΗ ΣΤΟ ΝΥΧΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΘΛΑΣΗ ΣΤΟ ΑΥΤΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΘΛΑΣΗ ΣΤΟ ΨΩΜΟΣΑΚΚΟΥΛΟ !!!
    ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ !!!
    ΝΑ ΣΤΕ ΚΑΛΑ ΡΕ ΓΑΒΡΟΙ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΚΑΜΕ ΣΤΑ ΓΕΛΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΣΑΣ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ψωνίσματος (χωρίς να αποκλείεται σαφής ή υπόγεια και μεταφορική σχέση μεταξύ των δύο).

  1. Να γίνεις ψώνιο, δηλαδή να την δεις κάπως, να την ψωνίσεις, να αρχίσεις να θεωρείς ότι έχεις πολύ μεγάλη αξία και είσαι ο γκραν γαμάω, και να το δείχνεις με ανάλογη συμπεριφορά και εμφάνιση, όπως λ.χ. για τους διανοουμενέ βέλτσιστο υφάκι και στόμφο, ή για τα γουαναμπή σελεμπριτόνια ένα φάσμα ακκισμών από Γιάννα Αγγελοπούλου μέχρι Τζούλια Αλεξανδράτου μέσω Paris Hilton. Το ρήμα ψωνίζομαι περιγράφει περισσότερο την διαδικασία και τη μετάβαση σε ένα στάδιο που έχεις πλέον γίνει ψώνιο, τα οποία μπορεί και να συμβούν ανεπαίσθητα. Μία πολύ ενδιαφέρουσα σχετική έκφραση είναι το ψωνίστηκαν τα τσόκαρα και την είδαν γόβες (δες). Γενικότερα το ψωνίζομαι εκφέρεται συχνά μαζί με το την είδα.

  2. Το παθητικό του ψωνίζω κάποιον, δηλαδή εκπορνεύομαι, καθίσταμαι αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Το ενδιαφέρον κττμγ είναι ότι ενώ η αρχική σημασία φαίνεται να αφορά στο επί πληρωμή σεχ, ορισμένες φορές χρησιμοποιείται ευρύτερα ακόμη κι όταν δεν υπάρχει χρηματικό αντίτιμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις σημαίνει το να εκθέτει κάποιος τον εαυτό του σε ερωτικά βλέμματα, ώστε εβέντσουαλjυ να γίνει νταραβέρι. Επίσης, μπορεί να ειπωθεί και για τον εραστή και για τον ερώμενο ότι «ψωνιστήκανε» χωρίς σαφή αντιδιαστολή ψωνίζοντος και ψωνιζομένου. Κυρίως σε ομοφυλόφιλες σχέση που τα δύο είναι δυσδιάκριτα.

1. α) Οι stars ψωνίζονται άσχημα! Φαίνεται πως το να είσαι παγκοσμίου φήμης αστέρας δεν είναι εύκολο πράγμα. Έπειτα από την άφιξή της με ιδιωτικό ελικόπτερο στο Λονδίνο, όπου θα πραγματοποιήσει συναυλία στην O2 Arena, η Μπιγιονσέ απαιτεί μεγαλύτερα καμαρίνια, απειλώντας ότι δεν θα βγει επί σκηνής αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά της!

β) Τα ψώνια με τα ψώνια τους ψωνίζονται...

2)α) ΨΩΝΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK.
Στα καλά κορίτσια αρέσει το Facebook γιατί μπορούν να κρύβουν όσα θέλουν να κρύψουν, αλλά τα κακά κορίτσια είναι αυτά που αξιοποιούν καλύτερα το μεγάλο κοινωνικό δίκτυο.
Σύμφωνα με έρευνα οι εκδιδόμενες γυναίκες στη Νέα Υόρκη χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο το Facebook για να βρουν πελάτες εγκαταλείποντας τις παραδοσιακές αγγελίες. Το Facebook επιτρέπει στις γυναίκες να πάρουν τον έλεγχο της εικόνας τους, να θέσουν τιμές και να ξεπεράσουν τους “προαγωγούς” και τις “μαντάμ” ελέγχοντας οι ίδιες τη δουλειά τους.

β) Ο Καμπουράκης με τον Οικονομέα κοιτάζονται σαν να μόλις ψωνιστίκανε στα τζουρά και πανε να ζησουνε τον έρωτα τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψωροκώσταινα Ελλάδα, όταν πλέον δεν κυβερνάται από Κωστίκες, όπως οι Κώστας Καραμανλής, Κώστας Σημίτης, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Κωνσταντίνος Καραμανλής κ.ά., αλλά από Γιωρίκες, όπως ο Γιώργος Παπανδρέου. Η έκφραση μάλλον δηλώνει μειωμένη αισιοδοξία ότι μπορεί η Ψωροκώσταινα να βγει από το τέλμα της ψώρας της. Σημειωτέον ότι το ίδιο λογοπαίγνιο είχε πέραση και το 1980 όταν από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (πρεσβύτερο) περάσαμε στον Γεώργιο Ράλλη, ενώ η Ψωροκώσταινα- Ψωρογιώργαινα έμπαινε στην Ε.Ο.Κ. ως ο φτωχός συγγενής.

Trivia: Ο όρος «Ψωροκώσταινα» χρονολογείται από την απαρχή του ελληνικού κράτος, καθώς προέρχεται πιθανώς κατά τον Μπάμπη από «το προσωνύμιο γνωστής ξεπεσμένης αστής που ζητιάνευε στο Ναύπλιο την εποχή του Καποδίστρια και που παρά την φτώχια της συνεισέφερε στον έρανο για το ελληνικό κράτος». Για τον πλήρη θρύλο δες εδώ, εδώ και εδώ. Γενικά στην απαρχή του ο όρος έθιγε το ότι το φτωχό ελληνικό κράτος βασιζόταν για την ύπαρξή του περισσότερο στην εθελοντική συνδρομή και προσπάθεια των κατοίκων του παρά στην επιστημονική οργάνωση και διαχείριση των εσόδων του (Μπάμπης). Χρησιμοποιείτο δε χλευαστικά κατά την Βαυαροκρατία.

  1. Από βλόγιον:

Όταν πρωθυπουργός μας στη θέση του Κωστίκα γίνει ο Γιωρίκας, τότε επιτέλους θα πάψουν να λένε την Ελλάδα μας Ψωροκώσταινα, θα τη λένε Ψωρογιώργαινα.

  1. Από βλόγιον:

Ψωροκώσταινα και Ψωρογιώργαινα. Άντε και έγιναν ξάνα εκλογές και βγήκε πρώτο κόμμα το ΠΑΣΟΚ,άντε και έκανε αυτοδύναμη κυβέρνηση,πέστε μου τι έγινε;Θα σας πω έγω ΤΙΠΟΤΑ δεν έγινε. Θα περάσουν λίγες μέρες στο μέλι και μετά θα αρχίσουν τα όργανα!! Άδεια ταμεία βρήκαμε,τεράστια μαύρη τρύπα,δεν το περιμέναμε,αλλιώς τα ξέραμε,
οπότε αύτα που τάξαμε θα τα κάνουμε όχι τώρα, αλλά σε μερικά χρόνια. Για τώρα πάρτε μερικούς νέους φόρους, βέβαια δεν φταίμε εμείς αλλά οι άλλοι... Και ο Χατζηπετρής όπως λέει και το άσμα.
Και κλάμα εμείς που φάγαμε χλαπάτσα πάλι.... Αύτο επαναλαμβάνεται τα τελευταία τριάντα χρόνια και θα επαναλαμβάνεται όσο δεν αλλάζουμε ρότα σαν λαός και βολεύομαστε με τα ρουσφέτια,όσο φορολογούνται μόνο
οι μισθωτοί, και όσο οι νταβατσίδες και τα καρτέλ θα κάνουν ότι θέλουν, γιατί έχουν εξαγορασεί συνειδησείς.Και η μεγάλη πλάκα είναι ότι η ΝΕΟΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ θα αρχίσουν την αντιπολίτευση....!Ρε γαμώτο θα μας κουφάνουν τελείως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ των Ψωροκώσταινα και της μάρκας μπλουζακίων Lacoste.

Ψωροκώσταινα σύμφωνα με έναν θρύλο που ενδέχεται να έχει πυρήνα ιστορικής αλήθειας ήταν η Πανωραία Χατζηκώσταινα (δες), πρόσφυγας από το Αϊβαλί στο Ναύπλιο κατά την επανάσταση του 1821, η οποία προσέφερε ό,τι ελάχιστα υπάρχοντα της είχαν απομείνει για τον αγώνα στο Μεσολόγγι. Απ' αυτήν κατέληξε να σημαίνει την Ελλάδα ως μια πτωχή και ευτελισμένη πλην τίμια χώρα, που στις δύσκωλες στιγμές τα καταφέρνει χάρη στην αυταπάρνηση των κατοίκων της.

Ψωρολακόσταινα είναι, αντιθέτως, η Ελλάδα ως χώρα όπου οι φτωχοί και κακομοίρηδες κάτοικοί της συναγωνίζονται ποιος θα περάσει τον άλλο σε κομπλεξισμό, σε μικροαστουλισμό και βλαχογιάπικη υπεραναπλήρωση, σε ψευδή νεοπλουτισμό και αληθή νεοπτωχισμό, και εντέλει σε μια γενική ξεφτίλα. Εξ ου και έκαναν θραύση κατά τις προηγούμενες δεκαετίες τα μπλουζάκια Lacoste με σήμα το κροκοδειλάκι, επειδή ήταν σχετικά ακριβά και αποτελούσαν δείγμα βουπουδοσύνης και μεγαλοαστισμού, ενώ πλέον είναι προ πολλού ξεπέ. Σήμερα θα λέγαμε περισσότερο ψωροκαγιέναινα ας πούμε.

Σύμφωνα με τον Ν. Σαραντάκο εδώ, η έκφραση καθιερώθηκε επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Ράλλη (ψωρογιώργαινας δηλαδή), από την εφημερίδα το Ποντίκι , «επειδή η σύζυγος του πρωθυπουργού ήταν εισαγωγέας των ακριβών αυτών ρούχων με τον κροκόδειλο».

Πάσα: Χότζας και Γκάτζμαν στα σχόλια της ψωρογιώργαινας.

Υ.Γ. Αν διαβάσατε τον τίτλο ως ψωλαροκώσταινα είστε απολύτως δικαιολογημένοι και υγιείς.

ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ ΩΣ ΠΑΡΟΙΚΟΥΝΤΕΣ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΨΩΡΟΛΑΚΟΣΤΑΙΝΑ ΑΣ ….ΕΙΚΑΣΟΥΜΕ, ΜΗ ΣΥΜΠΕΡΑΙΝΟΝΤΕΣ «ΠΡΟΕΞΑΝΙΣΤΑΜΕΝΟΙ». (Από το xryshaygh.wordpress.com).

Ψωροδάπαινα (από Khan, 20/05/12)(από Khan, 23/04/14)Τώρα και η Κρήτη! (από Khan, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ωραιοπαθής.

Ήταν τρεις άντρες, ωραιόπουλοι, καθισμένοι διάσπαρτα σε μια μεγάλη αίθουσα, κάτι ανάμεσα σε γραφείο και σαλόνι με ανατομικές πολυθρόνες και έπιπλα ντιζάιν. (Μάκης Μαλαφέκας, Deep Fake, Αντίποδες, Αθήνα 2024,σ. 60).

Got a better definition? Add it!

Published