Αποκαλείται έτσι η Μύκονος, ως το κατ' εξοχήν gay-friendly νησί.

Σχετικά: τρεντονήσι, Συκαρία, Τζιναβονήσι.

Βλ. και Μύκονος, λευτεριά στη βόρειο Μύκονο.

  1. και το μυαλο του, που τελευταια του επαιζε μυστηρια παιχνιδια, ανεσυρε παλιες μνημες απο τη ζωη που αφησε ανεπιστρεπτι πισω, απο τα οργια στο Πουστονησι, τα ατελειωτα παρτυ με ουζα και διαφορα αλλα ποτα πχ βερμουτ και βεβαια τον πρωτο του ερωτα, τοτε που το Λιλιαν δεν υπηρχε, τοτε που η υπαρξη του ολη ειχε κυριευθει απο ενα και μονο ενα πραγμα: την αγαπη του Βαγγελα, αυτου που η μητερα του δεν αφησε να παντρευτει στην Τηλο επειδη λεει ηταν κομμουνιστης. (Από την Ραψωδία Α΄ της Λιλιάδος, με ραψωδό τον acg).

  2. Σε καποια φαση η μια αρχισε να τραγουδαει κοροιδευτικα: η φιλη μου με εφερε στο πουστονησι,κανενας δεν θα μας γαμησει... Αυτο ηταν, απ τα γελια μου φυγε το ουισκι απ το στομα.αυτες με ακουσαν και σταματησαν για λιγο, μετα λεει η μια: και αυτος που γελαει πουστης θα ναι μωρη. Μου κοπηκε το γελιο. Σηκωθηκα, εβγαλα το κεφαλι απ το μπαλκονι και λεω. Αμα σκαρφαλωσω και σας σκισω το μουνι θα σας πω εγω. (H εμπειρία μου στην Μύκονο).

  3. Ας συμφωνησουμε και σε κατι αλλο: οι περισσοτεροι ειμαστε ομοφοβικοι του κερατα. Σα λαος δε γουσταρουμε τους πουστηδες, πως να το κανουμε; Δεν ειμαστε Ολλανδοι.
    Οποτε μια καλη λυση ειναι να δωσουμε το πουστονησι τη Μυκονο στις αδερφες τους ΑγγλοΓερμανους και ως ανταλλαγμα να μας απαλλαξουν απ'το χρεος μας. (Εδώ).

(από Khan, 15/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πίνει αλκοόλ σε υπερβολικό βαθμό, η μπεκροκανάτα.

- Τα 'μαθες ρε συ; Ο Γιώργος έπαθε κίρρωση!
- Γιατί, σε ξαφνιάζει; Μια ζωή κανάτα ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσούλα στα ποδανά.

Πώς ντύθηκε έτσι η λατσού! Το μισό κωλομέρι είναι έξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται προς συνομιλητή μας κυρίως για να αμφισβητήσουμε εκτίμηση, πρόβλεψη ή προσδοκία του για το μέλλον, ή και μια γενικότερη γνώμη του.

Εννοούμε, δηλαδή, ότι η άποψή του είναι κυριολεκτικά εκ κωλοτρυπίδης ορμώμενη, ή ότι και το αντικείμενο της προσδοκίας του είναι αντίστοιχης πχοιότητας.

Επίσης, όταν σε μια συζήτηση ο συνομιλητής μπαφεριάζει, δηλαδή δεν του έρχεται αμέσως η έκφραση της βαθυστόχαστης σκέψης, αλλά κομπιάζει, μέχρι να ολοκληρωθεί το download.

Σύγκρινε με ρούφα κι έρχεται, καυλομελέτα κι έρχεται.

  1. - Ντάξει δεν πειράζει, λίγους μήνες θα κυβερνήσει ο Σαμαράς, και μετά ούτως ή άλλως, θα έρθει ο Τσίπρας στην εξουσία.
    - Καλά, σφίξου κι έρχεται...

  2. - Δεν βγαίνουμε με τίποτα από το Ευρώ. Ακόμα και να μας βάλουν στον τοίχο οι Γερμανοί, θα ασκήσει πιέσεις ο Ομπάμα και θα μας σώσουν. Δεν θέλουν μια μαύρη τρύπα τόσο κοντά στην Μέση Ανατολή...
    - Καλά, σφίξου κι έρχεται.

  3. - Και να δεις πώς το είχε πει ο Ζίζεκ στην ομιλία του. Ότι ήταν ένας τύπος με μπλε μελάνι, και ένας άλλος με ένα κόκκινο... Και ήταν στη Σιβηρία...
    - Σφίξου αγόρι μου. Σφίξου κι έρχεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρακτική ή διαδικασία του να ψειρίζεις, δηλαδή να κλέβεις. Συνήθως, χρησιμοποιείται για κλοπές, όπου: α) αποψιλώνεις ένα σύνολο αγαθών χωρίς να το καταργείς εντελώς, β) είναι μικροκλοπές, γ) είναι ύπουλες και μουλωχτές, και όχι ντεκλαρέ, όπως λ.χ. μια ένοπλη ληστεία τράπεζας ή μια διάρρηξη, βλ. ψειρίζω. Ωστόσο, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για οποιαδήποτε κλοπή.

Η θηλυκή κατάληξη -ική έχει εδώ γαμοσλανγκοτέτοια λειτουργία, όπως λ.χ. στα ψαχτική, πεσιματική κ.τ.ό.

Καλα ρε τεμπελοκουλτουριαριδες, εκτος απο καφε, κανα τσαμπουκα σε ασχετους με την εξουσια, κανα σπασιμο βιτρινας για ψειριστικη, που ειναι η ιδεολογια, η μαγκια; (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ιδίωμα του body-building, αποτελεί συνώνυμο του είμαι στον όγκο, ογκώνομαι.

Αναφέρεται, δηλαδή, στην περίοδο που το μπιλντέρι προσπαθεί να αυξήσει τον μυικό του όγκο, φορτώνοντας το σώμα του και με σαβούρα. Αυτό το φορτίο θα επιχειρήσει να το χάσει αργότερα όταν θα είναι στη γράμμωση. Έτσι μεταξύ όγκου και γράμμωσης, η ζωή του σβάρτσου θυμίζει φορτώσεις- εκφορτώσεις ένα πράμα, αφού φορτώνει το σώμα του με κιλά, που θα τα εκφορτώσει στην συνέχεια πριν τα αποκαλυπτήρια. Όμως, το νόημα είναι ότι ενώ τα κιλά που παίρνει στο φόρτωμα είναι βρώμικα, αυτά που θα παραμείνουν μετά το ξεφόρτωμα θα είναι κατ' ελπίδα καθαρός μυικός όγκος. Οπότε με την επανάληψη της διαδικασίας φορτώματος- ξεφορτώματος το μπιλντέρι αυξάνει χρονιά με την χρονιά τον μυικό του όγκο εις βάρος του λίπους.

Τον είχα δει πέρσι τον χειμώνα που φόρτωνε και ήταν στα ογδόντα κιλά. Τώρα ξεφόρτωσε τα οκτώ, αλλά κράτησε και καναδυό σε μύες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί που οι γονείς του το έχουν κάνει σε μεγάλη ηλικία, και για αυτό θεωρείται ότι επειδή το σπέρμα δεν είχε δύναμη, έχει βγει λειψό και με ειδικά προβλήματα. Η έκφραση χρησιμοποιείτο παλιά ως βρισιά, αλλά είναι επίκαιρη και στις μέρες μας, όπου γεροντομάνες και γεροντοπατεράδες πιεσμένοι από οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, αλλά και από πρότυπα, τ. Sex & the City, αργούν υπερβολικά να τεκνοποιήσουν.

  1. Ενιοτε συμβαινει και το δευτερο...και τοτες εχουμε φαινομενο του τυπου να ρωτανε το παιδακι των 10 χρονων που το συνοδευει ο 60 αρης μπαμπας του «Γιωργακη,τον αγαπας τον παππου σου;»
    Ο σοφος μας λαος εχει μια φτιαξει μια λεξη γιαυτην την περιπτωση γεροντοπιασμα που πα να πει το παιδι που ο γονεις του το συνελαβαν (επιασαν) σε μεγαλη ηλικια... (Ποιότητα σπέρματος και ηλικία).

  2. Τρίτος, ο Πατασμός, ο λυράρης. Αυτός ήταν ένας λειψανάβατος και νεραϊδογλειμμένος, εννιά γιους είχε κάμει ο κύρης του, κι αυτός ήταν ο στερνός, γεροντόπιασμα. Δεν είχε πια ο σπόρος δύναμη, και τον έβγαλε λειψό. (Νίκου Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, Αθήνα 2010, σ. 233).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίθεμαι σε στύση, μουσικώνεται. Δηλαδή ως σημαία που εγείρεται θεωρείται ο μπαργαλάτσος.

Αισθανόμουν ένα επίμονο άγγιγμα από πίσω μου, αλλά έτσι όπως ήταν πήχτρα το λεωφορείο δεν έδωσα σημασία. Συνεχιζόταν όμως. Γυρίζω, λοιπόν, και τι να δω; Ένας Πάκης είχε σηκώσει σημαία! Κανονικά, όμως...

To pitch a tent. (από Khan, 11/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα τελειωμένη (και των δύο φύλων) που γαμιέται με όλους και τα πίνει όλα, χάπια, ουίσκια και κόκα κόλα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως βαριά βρισιά-προσβόλα, αλλά ενίοτε πανηγυρίζεται σε καυλο-ιστοριούλες ή παστικούς διαλόγους όπου πρέπει να εξαρθεί η ολοκληρωτική αυτοπαράδοση του ερωμένου /-ης.

  1. Καθολου οξυμωρο, ειναι ζωη αυτη να σε χρησιμοποιουν τοσα ατομα σα χυσοκανατα; Οπως ειπα και πιο πριν, γαμησι, φαι, υπνος, αυτη ειναι η ζωη τους.
    μπράβο ;)
    αισθάνονται όμως όμορφα μέσα στην αθλιότητά τους! (Εδώ).

  2. α ναι τον θυμαμαι αυτον...αλλος ενας ηθοποιος «εναλλακτικος εραστης» για «σκεπτομενες» γκομενες που πακετο με τον μουζουρακη προσπαθουσε να πασαρει το λαμπρακοκαναλο πριν κατι χρονια...κανει ταιριαστο ζευγαρι με την χυσοκανατα του κομματικου σωληνα που παντρευτηκε.... (Εδώ).

  3. 23 χρονος, άτριχος, ψάχνει άγριο και σκληρό επιβήτορα για να με κάνει χυσοκανατα του !!!!
    Πάνω απ όλα όμως ψάχνω για αισθήματα !!! (Εδώ).

(από Khan, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα τζινάβω είναι κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) μάλλον «γύφτικης αρχής» και έχει ένα μεγάλο φάσμα σημασιών, όπως καταλαβαίνω, νιώθω, πονηρεύομαι, οπότε τζιναβωτός είναι ο πονηρεμένος, ο μπασμένος, ο μυημένος στον τζιναβόκοσμο κίναιδος.

Αντώνυμο: ατζινάβωτος

Μαγκα μου τι να σου πω ναουμε.
Μια και βλεπω μπενάβεις καλιαρντά θα στα πω στη γκου. Πρωτα απο ολα πρεπει να πεταξεις το ζαβλακοκουτι αυτο γιατι ανεβαζει πιεση και γινεται emo. Αντι λοιπον να σου πει τζους μορι γκουνιότα υψομετρου που θες 2 chars τζάσε απο δω, δεν εισαι τζιναβοτος, βγαζει μαυρη την οθόνη. (Αποκατέ).

"τζινάβεις, τζινάβω, μπενάβεις, μπενάβω, μπενάβουμε στα καλιαρντά" (από Khan, 19/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published