1. Κλασικά, ο πολύ αργός άνθρωπος, και ιδίως ο πολύ αργός οδηγός.

  2. Η κοιλιά που έχει εξαπάκετο, επειδή η τοιαύτη μόρφωση των μυών θυμίζει καύκαλο χελώνας. Συνεκδοχικά, ο άνθρωπος που έχει το εξαπάκετο.

  3. Το αυτοκίνητο «σκαραβαίος» της Volkswagen γνωστό και ως «κατσαριδάκι». Λόγω σχήματος, ίσως και λόγω ταχύτητας θα έλεγαν οι χλευαστές του.

Πηγή: John Black (που αναμένεται να με κράξει για έλλειψη τεκμηρίωσης). Για το 3, πηγή: BuBis.

- Πώς πάει έτσι αργά η χελώνα ο νικολάκης; Ρίξ' του μια μούτζα από μένα!
- Πλάκα με κάνεις; Έχεις δει την χελώνα που έχει η χελώνα;

Ρεθεμνιώτικη ταβέρνα, Χελώνα (από GATZMAN, 04/10/09)(από Khan, 04/10/09)Το logo της Volkswagen. Στη θέση που μπαίνει για να παρκάρει ο σκαραβαίος, μπήκε ειδικό σήμα  (από GATZMAN, 14/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση λογοπαίγνιο για να δηλώσει τις αλλαξοκωλιές, σαν το παιχνίδι «μαγική εικόνα» που παίζαμε μικροί, δηλαδή με τρόπο παρόμοιο που το ου γαρ οίδασι δηλώνει την γκόμενα γαρίδα.

Αλλαξοκωλιές, ως γνωστόν, είναι κατ' εξοχήν η αλλαγή ρόλων (ενεργητικού και παθητικού) μεταξύ ομοφυλοφίλωνε, αλλά κατ' επέκταση η οποιαδήποτε σεξουαλική ανταλλαγή και μεταξύ στρέιτ ή και άλλες ανταλλαγές. Λ.χ. η αλλαγή ερωτικών συντρόφων ή swinging, η ανταλλαγή μεταξύ σαδιστικού και μαζοχιστικού ρόλου, ακόμη και η ανταλλαγή αυτοκινήτων ή και λημμάτων στο σλανγκρ.

Ο επιτονισμός της φράσης χαρακτηρίζεται από έμφαση στο πρώτο σκέλος της και λέγεται για να επισημανθεί μια αλλαξοκωλιά. Το δεύτερο σκέλος είναι αρκούδως τιραμισουρεαλιστικό και απλώς υπηρετεί την «μαγική εικόνα» του πρώτου σκέλους.

Βάγγελας: - Απ' όταν γύρισε απ' τη Ναμίμπια, ο Πέρι έχει γίνει φοβερός γαμιάς! Λάουρα: - Σοβαρά, άλλαξ' ο κολιές;
Βάγγελας: - Έγινε βραχιόλι, μιλάμε! Ο κώλος μου το ξέρει τι έχω τραβήξει!
Λάουρα: - Κάτσε να το πούμε στο Λίλιαν, μήπως ανάψει η παλιά σπίθα...

ΤΟ ΑΣΜΑ

Άλλαξ΄ ο κολιές (Μπάμπης Παπαδόπουλος)

Σου φερα το έενα , σου δειξα το άλλο
μα δε θες κανενα, λες είναι μεγάλο
το'να σου μυρίζει τ'άλλο σου βρωμάει
μηπως σε ζαλίζει, μήπως δε σου πάει

Αλλαξε ο κολιές, που γουστάρουν όλοι
τελικά τι θες, τέτοιο ή βραχιόολι
άλλαξε ο κολιές κι έγινε βραχιόλι
άλλαξε ο κολιές, που θέλουνε πολλέεες

Αν δε θες καρδιά μου, κι αν δε σου αρέσει
βγάλτο απ΄το λαιμό σου να μη σε πονέσει
'έβαλες το ένα , έβαλες και τ'άλλο
μα δε θες κανένα , κάτσε να στο βγάλω

Αλλαξε ο κολιές, που γουστάρουν όλοι
τελικά τι θες, τέτοιο ή βραχιόολι
άλλαξε ο κολιές κι έγινε βραχιόλι
άλλαξε ο κολιές, που θέλουνε πολλέεες

- Μωρό μου....σαρεσει ο κολιές ; Να τ'αφήσω ;
- Δε μαρέσει καρδιά μου, βάλε μου κατι άλλο...
- Οτι θες μωράκι μου.

(Μπαμπης Παπαδόπουλος - Αλλαξοκολιές)

Το νέο σουξέ "Άντε γραμμή σου" από τη Χριστίνα Γαλάνη (από allivegp, 25/10/09)(από Khan, 08/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά, που αποτελεί τεχνικό όρο για τα κάτωθι:

  1. α. Σεξουαλική πρακτική στο πλαίσιο τριολέ ή πάρτυ με ούζα, κατά την οποία ο πεοθηλαστής-στρια, κρατάει στο στόμα του το σπέρμα του εραστή του/της, και στην συνέχεια το φτύνει στο στόμα άλλης-ου ερωμένης-ου, που έρχεται σαν τραίιλερ για να μην χάσει. Με λίγα λόγια το λεγόμενο cum swapping. Περιττό να πούμε ότι το γεγονός μπορεί να επαναληφθεί στη νιοστή, ανάλογα με το αριθμητικό δυναμικό της φάσης πολυφασικής. Η έκφραση βγαίνει ως εξής: Ως αφετηριακή χιονόμπαλα θεωρείται το ανδρικό σπέρμα (λέμε τώρα), και καθώς περνάει από το ένα στόμα στο άλλο, μαζεύει διαδοχικά σάλια, και άλλα υγρά (ιδίως αν παίζει στην φάση και μπουκάκι), οπότε η χιονόμπαλα ολοένα μεγαλώνει ώσπου να φτάσουμε σε χιονοστιβάδα. Την πρακτική περιγράφει γλαφυρά η Βικούλα, η οποία και μου την ψιθύρισε πονηρά. Επιστημονικά, πρόκειται για μια εφαρμογή του νόμου των συγκοινωνούντων δοχείων.

β. Την γνωστή μας μπαγαποντολειχία, σλανγκιστί τσιμπούμεραγκ ή φιλοπίππου. Δηλαδή, η αρχική χιονόμπαλα που εκτοξεύεται στην/ στον σιματζού-ή μαζεύει τα σάλια της/του και επιστρέφει στον εραστή με την μορφή γουτσιστικού φιλιού εκδίκησης. Οι Αγγλοσάξονες έχουν και το snowball slap, όπου η/ο ερωμένη-ος φτύνει το σπέρμα στο χέρι της/του και χαστουκίζει με αυτό τον εραστή.

  1. α. Εφόσον η κοκαΐνη θεωρηθεί ως χιόνι, χιονόμπαλα είναι άλλη μια αγγλιά για την κοκαΐνη ή το πάρτι με κοκαΐνη. Βλ. και νιφάδες και παγόβουνο (Δ.Π.).

β. Συναφώς, η μείξη κοκαΐνης, ηρωΐνης και μορφίνης μαζί στην ίδια σύριγγα, γνωστό και ως speedball. Και εδώ παίζει το ίδιο λογοπαίγνιο με το χιόνι που σωρεύεται αθροιστικά.

Αντισλανγκαρχιδικό disclaimer: Πρόκειται για μετακένωση στην ελληνική αγγλικού τεχνικού όρου, η οποία κρίνεται απαραίτητη για λόγους κάλυψης του σχετικού βιβλιογραφικού κενού. Η χρήση της μπορεί να γίνεται όπως και με τους επιστημονικούς τεχνικούς όρους, δηλαδή με τον αγγλικό όρο εντός παρενθέσεων.

Καυλάουρα: Τι γίνεται βρε Βάγγελα; Χρόνια και ζαμάνια! Ωραίο μαύρισμα έκανες!
Βάγγελας: Μόλις γύρισα από Νότια Αφρική. Αλήθεια τι κάνει το Λίλιαν;
Λάουρα: Μια απ' τα ίδια. Απ' όταν τα έφτιαξε με τον Νώντα το σαπούνι έχει κολλήσει. Πού ήταν εκείνες οι εποχές με τον Πέρι, Θεός σχωρέστον...
Βάγγελας: Μα ο Πέρι ζει! Μόλις μου έστειλε μια κάρτα από την εξωτική Ναμίμπια και μας καλεί για χιονοπόλεμο!
Λάουρα: Έχει χιόνι στη Ναμίμπια;
Βάγγελας: Ναι, κι έχει βρει κι έναν χιονάνθρωπο, Παρασκευά τον λένε...
Λάουρα: Και η λέξη του τίτλου;
Βάγγελας: Ε, άμα έρθει και το Λίλιαν, θα φτιάξουμε μια φοβερή χιονόμπαλα όλοι μαζί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και με την καλή έννοια Ήγουν όπως το πούστης σημαίνει και αυτόν τον άτιμο που καταφέρνει κάτι, λ.χ. «τι έκανα ο πούστης!» κ.ο.κ., έτσι και το πούστη άνδρα! μπορεί να σημαίνει αυτόν που φθονούμε. Αν μάλιστα τον ζηλεύουμε γιατί είναι γαμαωδέρνουλας και έχει μεγάλη πέραση στις γκόμενες, τότε μιλάμε για ένα αυθεντικό σλανγκικό παράδοξο τυπικά νεοελληνικό!

«Η γοητευτική αύρα του Βράστα κομπλάρει (δίκην Pablo Picasso) τους Σλάνγκους, ενώ με το κάθε του λήμμα άφθονο αναβλύζει το μουνόγαλα των σλανγκομούνων. Ωσεκτουτού, κανείς δεν διανοείται ούτε τολμά να τον βαθμολογήσει χαμηλά. Πούστης άνδρας ο Βράστα!» (ο Vrastaman ερμηνεύει ρηθέν υπό Ιωάννου του Προφήτου περί αυτού του ιδίου στα σχόλια εδώ).

(από Vrastaman, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συμπεριφορά του μαλαγάνα, δηλαδή η συμπεριφορά που δηλώνει μπαμπεσιά, πονηριά, υστεροβουλία, (κουτο)πονηριά, αλλά γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να γλείφει και να κολακεύει.

Για την ετυμολογία δες το λήμμα μαλαγάνα, όθεν και σχηματίζεται η λέξη με την προσθήκη της σλανγκογόνιμης κατάληξης -ιά.

  1. Από εδώ:

Η αγραμματοσύνη είναι η συνήθης επιλογή στον Έλληνα, που, κατά πλειοψηφίαν, πιστεύει μόνο στο καουμποϊλίκι, την πόζα, τη μαλαγανιά, την ψευτομαγκιά, την αρπαγή και το χρήμα. Σε τίποτε επί της ουσίας. Γι’ αυτό καταντήσαμε βάλτος κροκοδείλων, κανιβαλισμός και λούμπεν τζιπάτοι, πολιτικάντηδες της διαπλοκής ή φτωχοαλαζόνες που ονειρεύονται να γίνουν κι αυτοί κάτοχοι μεζονέτας και μοντελοπνίχτες σαν τον Κούγια.

  1. Από το φόρουμ του gayworld:

Γκέι κλισέ που μας σπάνε τα νεύρα:
Johnnys:
Οταν μας αποκαλούνε οι str8 (πούστηδες), και ότι απο τους πούστηδες βγήκε και η πουστιά, η μαλαγανιά, κάποια μαλακία, που κάνει κάποιος σε κάποιον άλλον.

  1. Από το Αντίβαρο:

H μια πλευρά του εθνικού ξεσηκωμού το 1821, αυτή
που όλοι διδασκόμαστε στα σχολικά βιβλία, αφορά τις
μάχες και τον αγώνα για την ανεξαρτησία. H άλλη,
αυτή που δεν διδάσκεται στα σχολεία, είναι αυτή που
έχει να κάνει με την προσωπική ζωή των
πρωταγωνιστών της. Kαι προσωπική ζωή χωρίς ποδόγυρο δεν γίνεται. Γιατί δεν ήταν μόνο η αγάδες και οι
πασάδες, που «χαίρονταν» τη ζωή με τα χανουμάκια
τους και τα γιουσουφάκια τους. Ήταν και οι κλέφτες
και οι αρματολοί, που το 'λεγε η «περδικούλα» τους,
όχι μόνο στα πεδία των μαχών αλλά και στο κρεβάτι,
όπου ο καθένας έδινε τη δική του προσωπική «μάχη»,
όχι με τα κουμπούρια και τα γιαταγάνια, αλλά με τη
μαλαγανιά, τη γοητεία και φυσικά το νταηλίκι.

Στο 2.35 περίπου μια ενδιαφέρουσα ποιητική χρήση. (από Khan, 26/09/09)(από Vrastaman, 27/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαλίφης, αυτός που προσπαθεί να πετύχει τον σκοπό του με κολακεία, (κουτο)πονηριά, μπαμπεσιά.

Η ετυμολογία είναι αβέβαιη. Ρώτησα πρόχειρα τους φίλους μας, από τους οποίους η Βικούλα μου είπε ότι προέρχεται από το ισπανικό malagana = λιποθυμία, ενώ ο ελληνόφρων Μπάμπης από το μελιγάνα (κατ' επίδραση του μαλακός (σ.ς.: scrive μαλάκας)) < μελιτένια < μέλι. Θα σου δώσω κι εγώ σαν την μαλαγάνα το μέλι ένα πράμα. Αμφότεροι και οι δύο ήταν αβέβαιοι. Στο Νέτι βρήκα και την πιο λιακουροειδή εκδοχή ότι είναι από το μάλα αγανός = πολύ μαλακός .

Στο insomnia.gr παρατηρείται εύστοχα ότι ο όρος δεν έχει και τόσο αρνητική σημασία ο όρος: «Μαλαγάνας σημαίνει αυτός που κατορθώνει να 'κατακτήσει' τον σκοπό του με πλάγια μέσα, που κατά βάση εμπεριέχουν κολακεία (υπάρχει δηλαδή έντονο το στοιχείο του interaction του μαλαγάνα με αυτόν που... υπόκειται της μαλαγανιάς του. Δεν μιλάμε δηλαδή για ξεγλίστρημα στα κρυφά, όπως πχ στο παράδειγμα με το αμάξι). Πιο πολύ συνώνυμο με το 'καταφερτζής' μου κάνει, παρά με το 'πούστης'. Χωρίς να σημαίνει ότι η έννοια του μαλαγάνα είναι απολύτως ευχαρίστως ευπρόσληπτη: είναι κάτι όπως το 'μουσίτσα' : δεν είναι ούτε ακριβώς βρισιά, αλλά ούτε και έπαινος».

Trivia: Η λέξη χρησιμοποιείται πολύ από τον Καραγκιόζη για τον Χατζηαβάτη. Το γούγλισμα έδειξε ότι από όλους πιο πολύ χρησιμοποιείται για τον Αβραμόπουλο. Επίσης, είναι όνομα ενός καλικάντζαρου.

Brasil- Ημίζ:

Να να να να να
Copa Cabanna
Και στο χέρι Cohiba Cuba Havanna
Και γώ'χω ρούμι και πίτσα μεξικάνα
Μπρος μου χορεύει καυτή Βραζιλιάνα
Ήταν τσικίτα
Τρελή μπανάνα
Το κούναγε σαν νά'τανε ζαργάνα
Ούτε συλφίδα ούτε νταρντάνα
Το τέλειο κορμί λατινοαμερικάνα
Με ξυπνάει απ'τη νιρβάνα
Το φλάουτο, του Θέοτα του Πάνα
Lovermanah,Μαλαγάνα
Στο καμάκι είμαι παλιά καραβάνα
Διάσημος ράπερ
Φορώ μπαντάνα
''Θες να γίνεις των παιδίων μου η μάνα;''
Τότ'απεδείχθει γλωσσοκοπάνα
Μου λέει ''φύγκε τα σε βγκάλω στο Τατιάνα''
Έφαγα πίκρα κ καμπάνα
Η μαγική τσατσάρα εγίνε τσουγκράνα
Μα δε με ξέρει;
Ε, ρε κοτσάνα!
Τώρα μόνος κροταλίζω τη ροκάνα

(από Khan, 25/09/09)Δημήτρης Αβραμόπουλος: Νο1 μαλαγάνα στις προτιμήσεις του κοινού. (από Khan, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, η κάνναβη, βλ. σχετικά και το λήμμα κασέρι.

Σύμφωνα με τον John Black, οφείλεται στο ότι «λιώνεις», με μια δόση μη γραμμικής λογικής βεβαίως βεβαίως.

Σε διάφορες κουλτούρες, η κάνναβη είναι επίσης γνωστή και ως κασέρι ή τυρί. Οπότε θα γνωρίζετε τώρα πώς να το ζητήσετε από ύποπτα μέρη.
Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, η κάνναβη, όπως και χόρτο.

Στα πράσα κυριολεκτικά πιάστηκε ένας νεαρός με κάνναβη στη Δράμα. Το περιστατικό συνέβη τη νύχτα της Τετάρτης σε αγροτική περιοχή στο Καλαμπάκι Δράμας όταν αστυνομικοί βρήκαν τον 22χρονο να περιποιείται μέσα σε χωράφι με καλαμπόκια τρία καλλιεργημένα φυτά κάνναβης.

Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην σλανγκ του μπάσκετ είναι το rebound. Κι ο παίκτης που έχει μεγάλη έφεση στα rebounds λέγεται σκουπιδιάρης. Λανθάνει μια υποτιμητική χροιά για τον σκουπιδοφάγο που μαζεύει αυτά που οι άλλοι πετάνε (ήτοι τα άστοχα σούτια). Αποκαλείται άλλωστε και χαμάλης. Κι όμως στα σκουπίδια κρίνονται πολλοί αγώνες.

Μεγάλος σκουπιδιάρης ο Ντένις Ρόντμαν. Μάζευε καμιά δεκαοχτάρα σκουπίδια σε κάθε αγώνα.

Καβουροκαλαθόσαυρος (από Vrastaman, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το λογοκριμένο ή γουτσιστικό μουνί.

Το νινί, το νινί, το νινί σέρνει καράβι,
και δεν τό 'χεις καταλάβει...

(από Khan, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published