Δεν μιλάμε για την κοακόλα, αλλά για την κοκαΐνη, της οποίας η ομωνυμία (κόκα- Coke) με το γνωστό αναψηστικό οδηγεί στον τοιούτο μπανεύκολο συνθηματικό σλανγκισμό. Λέγεται εξάλλου και αναψυκτικό. Μην ξεχνάμε ότι, όπως παρατηρεί ο John Black, ο κοκάκιας είναι πιο φλωρατζής, έχει λόγω κοινωνικού υποβάθρου και συναφούς παιγνιώδους διάθεσης την ευχέρεια για αστεϊσμούς, αναδεικνυόμενος σε άλλον γιο του κοκακόλα, εξ ου και η κοκαΐνη είναι το ναρκωτικό για το οποίο έχουν δημιουργηθεί οι περισσότεροι σλανγκισμοί. Αντιθέτως, ο πρεζάκιας, αν και έχει δημιουργήσει μια σειρά από συνθηματικές σλανγκιές για την ιέρειά του, είναι συγκριτικά πιο σλανγκιπενής και είναι βασικά μία η λέξη που τριβελίζει το μυαλό του για την αιτία όλων του των δεινών.

Caveat: Aν ακούσετε κάποιον να φωνάζει κοκακόλα καφεδάκι σποράκι ροξάκι παιδιά, δεν είναι κατ' ανάγκη βαποράκι.

Πάσα: Χότζας encore.

Συγγνώμη που θα σε απογοητεύσω φίλε αλλά η Τζούλια των καλιστείων (προτού πλακωθεί στις κόκα κόλες) ήταν σαφώς πιο όμορφη από το σκυλί του πολέμου που πόσταρες.
Και στο λέω εγώ που προσκυνώ τις Τσέχες.
(από δώθε).

(από Khan, 18/03/10)"Τζον Λένον σε λολοπαιγνιώδη διάθεση", μυδασίστ: Σφυρίζων. (από Khan, 09/07/13)

Σχετικά: κοκό, κοκορέτσι, κοκόρι, αναψυκτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες γιαουρτιών:

  1. Συνθηματική ναρκοσλάνγκ για την κοκαΐνη, σχετικά πρόσφατη. Μια από τις πολλές φλωρατζήδικες μεταφορές για την μεγάλη κυρία των ναρκωτικών, βασισμένη στο λευκόν του πράγματος. Άμα σκεφτείς και το γιαουρτάκι της γιαγιάς με την πέτσα και την ζάχαρη από πάνω, μπορεί να σου θυμίσει το κρυσταλλοειδές της κόκας. Για άλλες φλωρατζήδικες μεταφορές βλ. χιόνι, χιονάτη, νιφάδες, χιονόμπαλα, παγόβουνο, αναψυκτικό και ταλιμπάν και ταλιμπάν...

  2. Στην σεξοσλάνγκ είναι τα φλόκια. Κυρίως, στο ωραίο θέαμα που προσφέρουν όταν απλώνονται χυτά στο λείο γυναικείο δέρμα. Πιθανολογώ ότι ο συνειρμός είναι από το γιαούρτωμα. Οπότε και εδώ έχουμε εκτίναξη σπέρματος δίκην γιαουρτιού στο ταλαιπωρημένο δέρμα, πάντα για το καλό της γυναίκας, σύμφωνα με τον γνωστό εξουσιαστικό φαλλογοκεντρισμό. Το Πονηρόσκυλο έχει καταγράψει και την έκφραση στα μπούτια τα γιαούρτια, όπου μιλάμε μάλλον για υπερεκχείλιση σπέρματος από το αιδοίο και ολίσθησή του στους μηρούς. Το γιαούρτι είναι ένα μόνο από τα γαλακτοκομικά προϊόντα που συνδέονται σλανγκικώς με το σπέρμα, βλ. και τα τυρί, φέτα, γαλατάς.

This definition has the tendency of becoming silly, θα με διέκοπτε ο Graham Chapman...

Σλανγκασίστ: Ένα ακόμη ψιχίο από την σλανγκοτράπεζα του Χότζα.

  1. - Πού 'σαι ρε Μήτσο; Γουστάρεις να χτυπήσουμε κανά γιαουρτάκι;

  2. - Έτσι, έτσι μωρό μου, έεετσι! Ο γαλατάς, ο γαλατάς! Σου φέρνω τα γιαούρτια μανάρι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια σειρά από μπανεύκολα (=μπανάλ και εύκολα) λολοπαίγνια λαμβάνουν χώρα αν αντικατασταθούν τα πρώτα συνθετικά πρωτο- και προ- από το πρωκτο- με υπονοούμενο για πρωκτική σεξουαλική δραστηριότητα. Το πρωκτο- καθίσταται έτσι οιονεί πρόθημα της γαμοσλανγκοτέτοιας (το ίδιο συμβαίνει και με το πρόθημα μουνο- αντί μονο- και το επίθημα -φλώρος αντί -φόρος). Για να μην πελαγώσουμε με ξεχωριστά λήμματα, τα παραθέτω όλα εδώ, επιτελώντας το καβουρικό μου λειτούργημα:

  1. το ΠΡΩΚΤΕΚΤΟΡΑΤΟ αντεπιτίθεται...σε όλα τα μέτωπα ,με μπροστάρη τον ΣΥΡΙΖΑ και πνευματικό Ηγέτη τον διαβοΛΑΚΗ , απ'τα οχυρά του.. (εδώ).

  2. ...χωρις να καταπνιγει την πρωκτοβουλια των ιδιωτων και χωρις να ενοχοποιει το κερδος ρε αδερφε,... (εκεί).

  3. Και για να τελειωνει αυτο το παραμυθι αν ειμουν Ολυμπιακος δεν θα το ηθελα αυτο το πρωκταθλημα γιατι τα πρωταθληματα (και οχι τα πρωκταθληματα του κώλου )κερδιζονται στα γηπεδα και οχι στα δικαστηρια με κολλητιλικια στυλ Γκαγκάτση.. (παραπέρα).

  4. Αυτό σημαίνει «πρωταθλητισμός» και όχι πρωΚταθλητισμός που έκανε τόσα χρόνια ο διορισμένος του λιμανιού. ακόμη πιο πέρα.
    Κ.ο.κ.

πρωκτοδίκης (από Khan, 16/03/10)(από komikotragiko.blog, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιεραποστολική στάση στο σεξ. Προκύπτει από σλανγκική προσωποποίηση (φαινόμενο που αξίζει να απασχολήσει την γαμοσλανγκοτέτοια), δηλαδή τον μπανεύκολο τρόπο να σλανγκίζουμε μια αφηρημένη έννοια και δη ιδιότητα με το να την μετατρέπουμε σε ομόρριζο ουσιαστικό που δηλώνει πρόσωπο. Πολλά παραδείγματα υπάρχουν στη ναρκοσλάνγκ, όπως λ.χ. ο αλβανός, αντί για το αλβανικό ή αλβανό (οφείλω την επισήμανση αυτή στον John Black). Εν ολίγοις, εκφέρουμε τον όρο ιεραπόστολος όταν θέλουμε να πούμε ιεραποστολικό, αλλά δεν επιθυμούμε να φανούμε ότι η ιδιόλεκτος μας βγαίνει από τη ναφθαλίνη εγχειριδίων ασκητικής.

Ο ιεραπόστολος είναι κυριολεκτικά η πιο μεθοδέ στάση. Κατά πολλούς είναι απολύτως συμβατή με την ιδεολογία του γουτσισμού, καθώς επιτρέπει μια άκρως γουτσιστική αλληλοπεριχώρηση με ευαισθητοπούτσικο eye-contact, γαλλιστί les yeux dans les yeux. «Μη μιλάς Βασίλη, τώρα μιλάνε τα μάτια», που έλεγε και η κυρία του Χάρρυ Κλυνν. Συνιστώμενος τόπος το σπιτάκι μετά το σινεμά και συνιστώμενο επιθαλάμιο άσμα το «σώμα με σώμα, στόμα με στόμα, με μια ανάσα, με μια φωνή, ζήτω τα λάθη, ζήτω τα πάθη, ζήτω η αγάπη, ζήτω η ζωή», με ύφος σαράντα Οτεγιάννηδων. Συναφώς επιτρέπει βαθιά γλωσσόφιλα, γλωσσίδια και λοιπές γουτσιστικές δυνάμεις, γενικότερα μια αυξημένη δερματική επαφή (πολλοί τσοντόβιοι, ωστόσο, αποδομούν την παραδειγματική σχέση ιεραποστολικό- σκυλίσιο επιδιδόμενοι σε μόνο μπλακ χυσομαπίδια κατά την εκσπερμάτιση, κάτι για το οποίο, η εξουσιαστική θέση που η στάση αυτή τοποθετεί τον άνδρα, επίσης προδιαθέτει. Ακόμη κι αν με τέτοια βάρβαρη κατάληξη, όμως, η στάση θεωρείται ως ίδιον γκομενοφάσης).

Achtung, λοιπόν, φεμινογιαλόμες! Ο ιεραπόστολος θεωρείται ως η κατεξοχήν φαλλοκρατική στάση ιδιάζουσα σε πατριαρχικές δομές -καθότι, στον ιεραπόστολο, είναι ο άντρας αυτός που ελέγχει τα μπηξίματα, τον ρυθμό τους, και μάλλον και την εκσπερμάτισή του και τον τόπο της ευκολότερα από ό,τι σε άλλες στάσεις. Το αντίθετο παράδειγμα είναι εν προκειμένω η στάση Woman on top, που δίνει μεγαλύτερη ευχέρεια στην γυναίκα να έχει τον έλεγχο. Επίσης, όπως λέει η Βικούλα, οι περισσότερες κοινωνίες θεωρούν τον ιεραπόστολο ως την καλύτερη στάση για τεκνοποιία, κάτι που λιγότερο επαληθεύεται πειραματικά, και περισσότερο οφείλεται στην νευτώνεια προκατάληψη ότι η βαρύτητα παίζει μεγάλο ρόλο στην αναπαραγωγή, ή και στην σωστότερη ίσως αντίληψη ότι ο άνδρας μπορεί να πετύχει έτσι βαθύτερες διεισδύσεις. Ο συνδυασμός των παραπάνω, μας πάει σε ένα μοντέλο ήπιας γουτσιστικής πατριαρχίας χριστιανικού τύπου, η οποία είναι και η πλέον ύπουλη κατά τις φεμινογιαλόμες. Άλλωστε, ο όρος ανήκει, όπως θα δούμε, στην χριστιανοσλάνγκ (παρόλο που η νεώτερη έρευνα του Χαλικούτη έχει συνδέσει την διδασκαλία του αποστόλου Παύλου μάλλον με το σκυλίσιο). Γενικά, θεωρείται ότι ο ιεραπόστολος ευχαριστεί υποτακτικές γυναίκες που θέλουν να αποδώσουν τις ευθύνες στον κύρη τους, ή απλώς να χαλαρώσουν δίκην επίπλων ύστερα από μία κουραστική μέρα.

Οπότε, σο-δομιστικώς ομιλώντας, το αντιθετικό παράδειγμα είναι αφενός το woman on top, αγελάδα / cow-girl ως η πιο φεμινιστική στάση, όμως αφεδύο και το σκυλίσιο -και άλλα- ως πιο κτηνώδεις στάσεις. Ο ιεραπόστολος θεωρείται, αντιστρόφως, ως η default στάση μιας συντηρητικής κοινωνίας βασισμένης στην ιδιοκτησία και την μουνογαμική αναπαραγωγή. «Παλιά οι μανάδες μας νομίζαν ότι ο,τιδήποτε πέρα από το ιεραποστολικό το κάνουν μόνο οι πουτάνες, αν είναι δυναμόν», όπως περίπου είχε γράψει η Ιρονίκ εδώ. Πρέπει να το παραδεχτούμε: τον πολύ τον ιεραπόστολο, τον βαριέται κι ο παπάς!

Ετυμολογικά trivia:

O όρος ιεραποστολικό εισήχθη περί το 1948 από τον Alfred Kinsey, τον σύγχρονο πατέρα της σεξολογίας, και βασίζεται στον αστικό μύθο ότι οι ιεραπόστολοι δίδασκαν στους δύσμοιρους ιθαγενείς να κάνουν μόνο ιεραποστολικό σεξ, αντί για άλλες πατροπαράδοτες συνήθειές τους. Σύμφωνα με την Βικούλα, ο Kinsey έκανε καταχρηστική ανάγνωση εθνογραφικής έρευνας του Malinowsky για τους ιθαγενείς της Μελανησίας. Πιο συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι οι Μελανήσιοι λοιδωρούν το ιεραποστολικό σεξ, έβγαλε το μάλλον αυθαίρετο συμπέρασμα ότι είχαν προσπαθήσει να τους το επιβάλουν λευκοί ιεραπόστολοι στο πλαίσιο ενός φαλλοκρατικού αποικιοκρατικού εξουσιαστικού λόγου. Έκτοτε ο όρος χρησιμοποιείται ως ένα μπανεύκολο λολοπαίγνιο ενάντια σε κάθε λογής ιεραποστόλους, ενώ πρωταθλήτρια στο ιεραποστολικό έχει αναδειχθεί τελευταίως η ίδια η Μητέρα Τερέζα.

Ισχύει ωστόσο ο πυρήνας του αστικού μύθου που είναι ότι η ιεραποστολική στάση έχει κηρυχθεί από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (μέχρι και τον 16ο αιώνα) στο πλαίσιο ενός φαλλογοκεντρικού εξουσιαστικού λόγου περί αναπαραγωγής, μουνογαμίας και ανθρωπισμού, στον οποίο δόθηκε φιλοσοφική καταξίωση από κανέναν λιγότερο από τον Θωμά Ακινάτη (νά 'τη πετιέται!). Στην αριστοτελίζουσα σχολαστική φιλοσοφία του τελευταίου, σκοπός κάθε όντος είναι η ειδοποιός διαφορά του (κατά αριστοτέλειες βιολογικοφανείς διακρίσεις). Οπότε, καθώς η ιεραποστολική στάση θεωρήθηκε ως το ιδιαζόντως ανθρώπινον και λόγω μιας ελλιπούς εμπειρικής παρατήρησης (διαψευσμένης στις μέρες μας) και ως έχουσα μεγαλύτερη ανθρωπιά, αίσθημα, γουτσισμό κ.τ.λ., θεωρείται ότι σκοπός των ανθρώπων είναι να εντρυφούν σε ελεγχόμενο ιεραποστολικό σεξ, ενώ το να ξεσκίζεσαι με σκυλίσιο είναι ο ειδοποιός σκοπός μόνο των σκύλων. Έκαστος στο είδος του και (μόνο!) οι σκύλοι στο σκυλίσιο!

Περιττό να πω ότι ο τοιούτος φαλλογοκεντρισμός αποδομείται ευχερώς στις μέρες μας μέσω της γουτσιστικής καλλιέργειας ποικίλων άλλων στάσεων και των πλέον κίνκυ (και αντιστρόφως μέσω της χαρντκοροποίησης του ιεραποστολικού). Ίσχυσε δε μόνο στην ανέραστη Εσπερία, ενώ στην καθ' ημάς Ανατολή, την ίδια περίπου εποχή που προτιμήσαμε τουρκικό φακιόλιο αντί για τιάρα παπική, αλλάξαμε το ιεραποστολικό για το οθωμανικό δίκαιο...

Πάσα: Ο Ζέων Ανήρ.

  1. - Τα κλασικά, αρχίσαμε με έναν ρομαντικό ιεραπόστολο, αλλά γρήγορα το γύρισα σε σκυλίσιο.

  2. - Απο υπηρεσιες ξεκιναει με gfe συμπεριφορα (...) πριν τον ιεραπόστολο γλείψιμο σε πεντακάθαρα πόδια και ποδομαλακιέν άψογης αίσθησης καλή συμμετοχή στον ιεραπόστολο με βογγητά, χάδια και φιλιά στο λαιμό και ευγενεστάτη κουβέντα μετά......
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψαλιδόκωλος, δηλαδή αυτός που φοράει φράκο με διχαλωτή ουρά, που θυμίζει ουρά χελιδονιού. Όταν οι πρώτοι τοιούτοι άρχισαν να φορούν τέτοια πράματα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, θεωρήθηκαν κουτόφραγκοι και φλώροι από τους φουστανελάδες μας, με αποτέλεσμα την λοιδωρία τους με παρόμοιες εκφράσεις.

Πάσα: Νίκος Σαραντάκος, βλ. εδώ.

Μερικά χελιδόνια δεν έφτασαν για να φέρουν την άνοιξη στην πολύπαθη Ελλάδα μέχρι σήμερα...

Scissorhands couldn\'t tell his arse from his elbow... (από HODJAS, 08/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ζαριά έξι και άσος στο τάβλι. Η κατεξοχήν μικρομέγαλη ζαριά.

Για τις μικρομέγαλες ζαριές ο τάβλαρχος (και εμπνευστής του λήμματος) Χότζας αναφέρει εδώ: «Μικρομέγαλο = μικρό και μεγάλο ζάρι, έσχατη ευκαιρία ώστε ή να γκελάρει το ένα και να μείνει ανοιχτό ή να μείνει περιττός αριθμός στα πίσω και με την επομένη ν’ αφήσει».

Ωσεκτουτού, σε παρόμοιες συνθήκες, ο ταβλομάχος μπορεί να θεωρήσει το έξι-άσο ως εξαίσιο με μια ελαφρά παραφθορά στην σειρά των φωνηέντων και να αναφωνήσει «εξαίσια», όπως ο Δρακουμέλ στα στρουμφάκια, ή άλλοι bad guys.

Σημειωτέον ότι αίσα είναι η υποδεικνυόμενη από οιωνούς μοίρα, πρβλ. αίσιος, εξαίσιος, απαίσιος. Kαι οι ταβλομάχοι χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους ταβλομαντείας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς σήμερα είναι η Παγκόσμιος Ημέρα Φραπέ, ήτοι η δεύτερη επέτειος από όταν ο Γιάννης Μίχας(φραπερνιστής με ονοματεπώνυμο, όχι disclaimers και μαλακίες) ανέρτησε το λήμμα φραπεδιά στο σλανγκρ (μια μικρή παλινδρόμηση για τον Σλάνγκο, μια μεγάλη ονείρωξη για το σλανγκεπώνυμον πλήρωμα), θα μου επιτρέψετε ένα φραπελήμμα οπισθοφυλακής, for old times' shake.

Γιατί το φραπέ; Θα διερωτώμην αν ήμουν η Ζακλίν ή η Ελένη Αρβυλέρ. Μα επειδή συνθέτει τα δύο θεμελιωδέστερα στοιχεία του Νεοέλληνα, την φραπεδούμπα και την μαλακία. Δηλώνει την ανάγκη του Νεοέλληνα να μην μαλακιστεί στην μοναξιά της κατά μόνας αμαρτίας, αλλά να την κοινωνήσει, να την μοιραστεί κατά το καλή κι η μαλακία, αλλά με το φραπέ γνωρίζεις κόσμο, να την συνδυάσει με παρακμιακή γκλαμουριά, να δώσει 50+ γιούρια για να πανηγυρίσει το γεγονός ότι είναι μαλάκας, (με παράπλευρη απώλεια την τενοντίτιδα των κοριτσιών, που δεν φταίνε τα καημένα σε τίποτα).

Ντεφραπεϊνέ, λοιπόν, είναι η ντεκαφεϊνέ κορασίς στριπτητζάδικου, κωλάδικου, μασατζίδικου και λοιπών τελειωμενάδικων, η οποία δεν περιέχει το φραπέ μεταξύ των υπηρεσιών της. Ο όρος υπονοεί ότι το φραπέ είναι ο ειδοποιός σκοπός της λικνιτζούς, που άμα δεν τον πραγματοποιεί είναι ελλιπής, λάιτ, σαν καφέ που δεν περιέχει καφεΐνη, προοριζόμενος για ανέραστους.

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ντεφραπεϊνέ:

  1. Η ντεφραπεϊνέ που είναι ντεφράπ, γιατί μπορεί. Είναι η ντίβα του φραπεδομάγαζου, η σταρ στον μικρόκοσμο της γκλαμουροφτήνιας, που όταν την βλέπεις, «νιώθεις σαν τον Cagney μπροστά στην Rita Hayworth μες στην τσίκνα μιας υπόγειας ζωής». Πιθανότατα αυτή η αιδοία έχει κάνει το αγροτικό της σερβίροντας φραπέ προς πάντα ενδιαφερόμενο στην αρχή της καριέρας της, και εφόσον έχει χτίσει το όνομά της, και έχει εξασφαλίσει τους τακτικούς της, απλά δεν έχει ανάγκη από το φραπέ για να βγάλει το νυχτοκάματο. Δηλαδή δεν είναι εγγενώς αντίθετη στο ενδεχόμενο του φραπέ, απλά δεν το χρειάζεται. Είναι η πιο όμορφη μες στον φραπενέ, και η σχέση αγάπης- μίσους του κωλομπαρικού πληρώματος προς αυτήν αποτυπώνεται στον χαρακτηρισμό της ως περσόνα νον φράπα (persona non frappa).

  2. Η ντεφραπεϊνέ από ιδεολογία. Κι αυτή έχει ποικίλες υποκατηγορίες.

Λ.χ. μπορεί να είναι η αθλητική would be χορεύτρια των μπολσόι, η οποία ασπαίρει να χωρέσει δύο καριέρες σε μία: Την καριέρα που θα έκανε στο καλλιτεχνικό πατινάζ ή στο χορόδραμα σε κάποια πρώην Σοβιετία, και την, φευ, μοίρα όπου την έχει ρίξει η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η τοιαύτη λικνιτζού κάνει ασκήσεις ενόργανης γυμναστικής επί του πέοντος, υπερκινητικές φιγούρες, γενικά μεριμνά και τυρβάζεται περί πολλά, πλην επιμένει να παρακάμπτει το εν ου εστί χρεία. Ωστόσο, είναι ιδεώδης για ποδοφραπέ, αν καταφέρει να την ψήσει ο ψαγμένος μαλάκας.

Συναφώς, μπορεί να είναι η Μάρθα Βούρτση του φραπενείου, που στο πλαίσιο του πουτού-χουρού αναλογίζεται όλα όσα της έκανε η ζωή και η κενωνία. Όταν την στρατολογούσαν οι επιτήδειοι του trafficking, της είχαν υποσχεθεί ότι θα δουλεύει ως σερβιτόρα σε καφετέρια και θα σερβίρει καφέδες, και όταν έφτασε στο Ελλαδιστάν διαπίστωσε προς έκπληξίν της, ότι η δουλειά της είναι να δουλεύει σε καφετέρια και να σερβίρει καφέδες, κυριολεκτικά όμως. Με ύφος σαράντα γιακουμήδων νοσταλγεί πως το μαγαζί ήταν κάποτε τρε κομιλφό, ερχόντουσαν ηθοποιοί, τραγουδιστές και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Όμως, από όταν άρχισαν κάποιες συνάδελφοι να δίνουν κυριολεκτικά χτυπήματα κάτω από την μέση, το μαγαζί έχει γίνει μαλακομαγνήτης. Το χειρότερο είναι ότι ο αθέμιτος ανταγωνισμός επιβραβεύεται από την διεύθυνση του ευαγούς ιδρύματος, το οποίο ασκεί frappé-friendly policy καθώς το target group του είναι κυριολεκτικά ο κλασσικός ο μαλάκας ο Έλληνας. Έτσι η ντεφραπεϊνέ αδειάζεται και δεν έχει να επιστρατεύσει παρά τα γουτσιστικά της θέλγητρα.

Αντιστρόφως, στους ανθρωπότυπους της φραπεδιάρας ανήκουν: α) η τελειωμένη midlf mother I DON'T like to fuck, losing her looks, β) το φτωχό πλην τίμιο κορίτσι που προβάλλει ένα ίματζ βιοπαλαίστριας στο στυλ «καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή», γ) η ντίβα όταν κάνει το αγροτικό της και άλλες. Το καίριο είναι ότι στο φαντασιακό τουλάχιστον επίπεδο, το φραπέ ανήκει στο βασίλειο της ενδεχομενικότητας, ενώ το αντίθετο παράδειγμα, το γαμήσι στο ντέλο, στο βασίλειο της αναγκαιότητας.

Αυτοαναφορικώς, είναι το σλανγκρ στην μετά-φραπέ εποχή, όταν οι εύκολες λεξιπλασίες είναι καταδικασμένες στην συνείδηση του λαού.

- Θυμάστε ρε την Τζέσικα όταν περιμένανε στην ουρά για να τους φραπεδιάσει; Τώρα μας το παίζει μη μου άπτου ντεφράπ κι αυτή. Εμπάργκο που της χρειάζεται!

(από Vrastaman, 27/02/10)Tom Waits - Invitation to the blues (από Pirate Jenny, 28/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμώτο της έκφρασης είναι το γαμώτο που λέμε όταν έχουμε καημό, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι που θα θέλαμε, και ιδίως καημό και αγανάκτηση ότι γίνεται μια αδικία την οποία δεν μπορούμε να σταματήσουμε.

Ωσεκτουτού, όταν κάνουμε κάτι για το γαμώτο, το κάνουμε για να έχουμε το δικαίωμα να αναφωνήσουμε «γαμώτο» έχοντας την συνείδησή μας ήσυχη ότι τουλάστιχον το προσπαθήσαμε, το παλέψαμε. Το για το γαμώτο το λέμε όταν αναπότρεπτα αποτυγχάνουμε, αλλά αφού έχουμε κάνει το κατά δύναμιν. Το για το γαμώτο εκφράζει το ιδιαζόντως ελληνικό φιλότιμο (αμετάφραστος ο όρος σε άλλες γλώσσες κατά πολλούς) σε συνδυασμό με την καζαντζιδοσύνη μας: Διεκδικούμε το δικαίωμα να καζαντζιδίσουμε και να κλαψομουνιάσουμε και γι' αυτό φιλοτιμούμεθα να κάνουμε μια ηρωϊκή πράξη έστω κι αν η επιτυχία της μας υπερβαίνει.

Σχετική είναι και η έκφραση για την Ελλάδα ρε γαμώτο, ή για το x ρε γαμώτο, όπου και πάλι το γαμώτο είναι το γαμώτο της απέλπιδος φιλοτιμίας. Όπως διέβλεψε ο Άψογος συσσλανγκιστής, το ρε γαμώτο «συμβολίζει τον νταλκά του Έλληνα να πρωτεύσει σε πείσμα της διεθνούς συνομωσίας που τον κρατάει πάντα κάτω». Η διαφορά είναι ότι το ρε γαμώτο το λέμε και για περίπτωση ευοδώσεως, ενώ το για το γαμώτο μόνο σε περιπτώσεις Θερμοπυλών, όπου η νίκη είναι εκ προοιμίου αδύνατη και πάμε να πέσουμε ηρωϊκά, όπως ο Λεωνίδας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Αθανάσιος Διάκος κουτουλού.

Οπότε το «για», που δηλώνει σκοπιμότητα, σημαίνει ότι κάνουμε μια πράξη για να προσλάβουμε την αξία του σισύφειου τραγικού ήρωα, ο οποίος είναι και ο αναφωνών το «γαμώτο» ενώπιον της κοσμικής τάξης.

Συναφώς, χρησιμοποιείται όταν δεσμευόμαστε στην προσπάθεια να εκπληρώσουμε ένα αντικείμενο της επιθυμίας μας, το οποίο όμως ξέρουμε ότι είναι εκ προοιμίου αδύνατο να εξαντλήσει την ίδια την επιθυμία, η οποία βρίσκεται πάντα αλλού και απλώς διαμεσολαβείται από το συγκεκριμένο αντικείμενο.

Στο Δ.Π. υπό ΑΝ21.

Έτσι λοιπόν μόνο και μόνο για το γαμώτο εγώ προσωπικά έσπασα πολλές φορές το τείχος (καλά δε το ισοπέδωσα κιόλας) και είδα ότι αυτά που κέρδισα ήταν περισσότερα και καλύτερα από αυτά που κέρδιζα όταν κουκουλωνόμουν με τον εγωισμό μου. Συνειδητοποίησα οτί το να μη φοβάσαι να ρισκάρεις δεν είναι κακό και συνήθως βγαίνεις κερδισμένος.Η τουλάχιστον δε βγαίνεις περισσότερο ζημιωμένος από όσο ήσουν. Και για να αναφέρω και κάτι κοινότυπο «Καλύτερα να μετανιώνεις για πράγματα που έκανες,παρά για πράγματα που δεν έκανες».

  1. Από φοράδα:

'Ελα ρε σεις, δεν είναι για να ασχολούμαστε. Εγώ ε'ιχα ψηφίσει Southern Hospitality και Big Pimpin' έτσι για το γαμώτο, γιατί έμπαινες στην κλήρωση για δωρεάν ρούχα Ecko, να βελτιώσω το swagger μου.

  1. Τό 'ξερα ότι θα φάω χυλόπιτα από το Λίλιαν, αλλά της την έπεσα για το γαμώτο.

1.00: Σου τα χώνω στη μάπα για το γαμώτο  (από Khan, 19/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Cum In Face, όπου το σπέρμα πέφτει στα μαλλιά ξανθιάς, θυμίζοντας εντυπωσιακά το ομώνυμο οθωμανικό γλυκό. Το συνήθιζε ο Peter North, που σημάδευε την χωρίστρα. Σερβίρεται παχύ ως μετασοδομιστική αποδόμηση. Πάω στοίχημα ότι το σχόλιο της Mes θα είναι «ίου, μα εντελώς ίου».

Caveat: Αν χρησιμοποιήσετε την έκφραση για μελαχρινή, καστανομάλλα ή κοκκινομάλλα, είστε σλανγκικώς μη ορθός.

Πάσα: John Black, encore.

- Και πώς πήγε χτες με την Λάουρα;
- Πολύ ρομαντικά όπως πάντα. Έβαλα απαλή γαμωτζάζ στο ημίφως. Αρχίσαμε με έναν ιεραπόστολο, συνεχίσαμε με ένα σκυλίσιο και στην κρίσιμη στιγμή της σέρβιρα κανταΐφι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρέζα, επειδή μετά το βάρεμα σου αφήνει μια αίσθηση ανατριχίλας και μηρμυγκιάσματος ένα πράμα.

-Mε τη μαλλιαρή δεν ξεκόβεις εύκολα, αλλά που να καταλάβεις εσύ, είσαι καθαρός. Μετά το τρίτο - τέταρτο βάρεμα, θα με θυμηθείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified