Στην ποικιλία της Κέρκυρας είναι "το ψάρι «χριστόψαρο» (zeus faber). Επειδή έχει δύο σκούρες κηλίδες στις πλευρές του, ο ελληνικός θρύλος λέει ότι το είχε πιάσει ο Χριστός και άφησε τα αποτυπώματά του. Για τους Κερκυραίους, λόγω δυτικών επιρροών, το είχε πιάσει ο άγιος Πέτρος. Από το ιταλ.«San Pierro», «άγιος Πέτρος»". (Δες).

Βγάλανε απ΄ τη θάλασσα κι έναν σαμπιέρο.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι ο κακόκεφος, ζαλισμένος.

− Συνήλθε από τη νάρκωση; − Ακόμα μισοκούντελος είναι. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει άνθρωπο με μεγάλα αφτιά.

Θα τον γνωρίσεις πολύ εύκολα. Λαπατσιάφτης! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Eκ του αγγλικού mask= μάσκα και του κορεατικού sagikkun= απάτη). Η τάση στις εφαρμογές γνωριμιών να εμφανίζεσαι στη φωτογραφία του προφίλ σου με χειρουργική μάσκα. Προφανώς, όχι γιατί κινδύνευες να κολλήσεις το οτιδήποτε, αλλά γιατί το μασκοφορεμένο πρόσωπο είχε φτάσει να φαντάζει πιο ελκυστικό από το ακάλυπτο. Μία από τις λέξεις και τις τάσεις του 2022.

Με το μάγκικαν προφίλ δεν μπορείς να καταλάβεις τα κιλά του. Κάνας μπουχέσας θα είναι. Από μένα είναι όχι.

Got a better definition? Add it!

Published

Πιο εμφατικά ο γεροτραχανάς.

Ένας γαμημένος σαβανοτραχανάς έχει πλακώσει τον ουρανό και τη ζωή των ανθρώπων. (Μηχανή του Χρόνου).

Got a better definition? Add it!

Published

Σκωπτικό προσωνύμιο του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη λόγω θεωρούμενης ταύτισης του θεσμού με το πρόσωπό του, κατά το πρότυπο του Λουδοβίκου ΙΔ΄.

  1. Τιναφτό ρε; Ο Λουδοβικούλης σκουπίζει τις μύξες του και δίνει το βρώμικο χαρτομάντιλο στο δουλικό του. (Τουίτερ). 2.Ο ΛουδοβιΚούλης της Πάρνηθας ως μετρ στην εφαρμογή λαϊκών γνωμικών Για όσους/ες εξακολουθούν να μη δέχονται το... πετσωμένο αξίωμα ότι ο πρώην Τσώρτσιλ, νυν Μωυσής και εσαεί ΛουδοβιΚούλης Μητσοτάκης είναι υπόδειγμα ενός «ανθρώπινου πρωθυπουργού» που νοιάζεται για τον λαό («Συμπολίτες μου!»), τι πιο τρανή απόδειξη από το γεγονός ότι ο πολυχρονεμένος αφέντης είναι – πλην όλων των άλλων – ένας επιτελικός μετρ στην πρακτική εφαρμογή λαϊκών γνωμικών για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού. (Ντοκουμέντο). 3. Χαρακτήρισε μόλις ο Λουδοβικούλης τα social media "επικίνδυνα για τη δημοκρατία" ή ακούσαμε λάθος; (Τουίτερ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που έχει η ίδια καύλα και προκαλεί καύλα και στους άλλους.

  1. Ψηλή κι αφράτη καυλογκόμενα, με έξτρα λάρτζ βυζιά και καυτή κωλάρα! (Κουρσάρος)
  2. Δεν είναι πιτσιρικι αλλά είναι καυλογκομενα όπως ανέφερα και σίγουρα στην ηλικία που λέει. Προσωπικά με καυλώναν τα μάτια της. (Μπου).
  3. Οκ, σου αρέσει η γεύση του σπέρματος και νιώθεις καυλογκόμενα όταν σε χύνουν στο στόμα. Οκ, τα χυσαμόλια είναι το κάτι άλλο για σένα και έτσι δείχνεις αγάπη. (Blog).
  4. Όντας η πιο "καυλογκόμενα" που είχα ποτέ, έκανα απίστευτα γλέντια επάνω στο θεϊκό κορμί της. (BDSM).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι οι φλόγες, ιδιαίτερα της πυρκαγιάς.

−Ποιος πήρε την πυροσβεστική; −Εγώ. Στο μπαλκόνι καθόμουνα και είδα τον λάμπαδο να πετάγεται στο βουνό. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Νεολογισμός που αποδίδει το αγγλικό misgendering, δηλαδή το να αποδίδεις λάθος φύλο σε ένα πρόσωπο ή άλλο φύλο σε σχέση με αυτό που αυτοπροσδιορίζεται ή προσδιορίζεται νομικώς.

Δυσφυλισμός. Επικρατεί σοβαρή σύγχυση ανάμεσα στην έννοια της "ταυτότητας φύλου" και στην διαδικασία της νομικής αναγνώρισης ταυτότητας φύλου (Ν.Α.Τ.Φ.). Ορισμένοι δηλαδή λένε, αγνοώντας την νομοθεσία, ότι το θύμα δεν ήταν γυναίκα, επειδή δεν είχε προχωρήσει στη διαδικασία της νομικής αναγνώρισης ταυτότητας φύλου, δηλ. δεν είχε αστυνομική ταυτότητα με τα γυναικεία στοιχεία της.Ωστόσο, ο σεβασμός στην ταυτότητα φύλου, δηλαδή το να αντιμετωπίζεται μια τρανς γυναίκα ως γυναίκα, ακόμη και χωρίς να έχει ολοκληρώσει την διαδικασία Ν.Α.Τ.Φ. είναι ατομικό δικαίωμα που προβλέπεται από τον νόμο. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία του Πλωμαρίου της Λέσβου είναι η σφαλιάρα και παιχνίδι της τράπουλας που παίζεται από δυο ή τέσσερις παίχτες σε ζευγάρια.

Α σ σγάψου ένα σκαμπίλ, α δεις τουν ουρανό σφουγκίλ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published