Η απάντηση-ατάκα στα εξής:

[i]- Είναι τεράστιο!
- Είναι πολύ μεγάλα!
- Ουάου!
- Θα μου το δώσεις;[/i]

...και σε κάθε πρόταση που θα μπορούσε να κρύβει κάποιο σεξουαλικό υπονοούμενο. Το λένε όλες μπορεί να αντικατασταθεί με είπε και η μάνα / πατέρας / αδερφή σου για ποιο προσωπικές διαμάχες.

  1. - Ποποοοό! Κοίτα αυτό το Ροτβάϊλερ! Είναι τεράστιο!
    - Αυτό λένε όλες...
    - Ά να χαθείς μαλάκα!
    - Μαλάκα μ' έχει κάνει ο κώλος σου!

  2. - Τελικά το πήρες το Mercedes που έλεγες;
    - Μπα...Που να το παρκάρω στου Γκύζη; Είναι μακρύ..
    - Έτσι είπε και η μανουλίτσα σου χθες!

  3. - Δε χωράει έτσι...βάλ' το από πίσω.
    - Αυτό είπε και η αδελφούλα σου ρε! ΧΑΧΑ!
    - Τσκ...νιάνιαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγετε ειρωνικά για δημόσια σχολεία (λύκεια συνήθως) που το επίπεδο τους είναι, τουλάχυστον, κάτω του μετρίου. Ξέρετε τώρα, καθηγητές άχρηστοι, μαθητές με μέσο όρο που κυμαίνεται στο 10 και κτήριο πιο χάλια και από αυτά του Βωβού.

Από τα πιο γνωστά είναι το 16 κόλετζ οφ Αμπελόκηποι, το 24 κόλετζ οφ Πολύγωνο και το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας στο Γαλάτσι, δεν είναι τα μόνα όμως. Κάποια ήταν από την αρχή της λειτουργίας τους έτσι και κάποια πήραν την κατηφόρα με τον καιρό.

  1. - Ρε συ, τι μου 'πανε; Πήρες μεταγραφή για το 16;
    - Ναι...γιατί;
    - Θα καλοπεράσεις στο κολέγιο... καημενέεεε!

  2. - Καλά, εσείς καταλαβαίνετε τίποτα από το μάθημα του Σκορδομπούτσογλου;
    - Όχι... Welcome to the college.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος με άγαρμπα, αδέξια χέρια που όλο κάτι τους γλιστρά, πέφτει. Λέγεται και για τερματοτρύπακες ή αλλιώς goalτρύπερς. Το βούτυρο, ως γνωστόν, είναι μαλακό σε θερμοκρασία δωματίου, οπότε αρχίζει και λιώνει (ή αλλιώς «ιδρώνει» και γίνεται γλιστερό, οπότε ό,τι και να πιάσεις ενώ έχεις βουτυρωμένα χέρια είναι γραφτό να γλιστρήσει από αυτά! Στην Αγγλία το συναντάμε ως butterfingers.

Προσοχή: η μάρκα του βούτυρου δεν έχει σημασία, μπορεί να είναι και από τα καινούργια χωρίς χοληστερίνη.

Συνώνυμα: μανταλάκιας, παράλjυτος

  1. Έλεος ρε βλακαμά... τι γκολ έφαγες; Το έπιανε και η γιαγιά μου! Βούτυρο είχες στα χέρια σου;!

  2. Ο Σπανούλης είναι όντως πολύ γρήγορος. Όχι με την έννοια του speed, αλλά του quickness. «Σβέλτος» δηλαδή. Αυτό φυσικά δεν αρκεί στο ΝΒΑ. Έχει πολλά μειονεκτήματα όπως πολύ μέτριο σουτ για guard και το βασικότερο.. δεν είναι καθαρό PG και η μπάλα του φεύγει λές και έχει βούτυρο στα χέρια του. Πολύ κακός χειριστής. από εδώ

(από AN21, 02/11/09)υπάρχουν και χειρότερα! (από BuBis, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει είμαι υπερβολικά χαρωπός σε βαθμό που εκνευρίζω τους άλλους και μοιάζω με παραπληγικό, μόγγολο. H φράση μοιάζει να προέρχεται από τις κινήσεις παιδιών με ειδικές ανάγκες (σκεφτείτε το λίγο). Μπορούμε να πούμε σε κάποιον να κουνήσει αυτάκι άμα πει ένα ηλίθιο αστείο ή γελάει με κάτι που δε θα 'πρεπε. Είναι ψιλο-σκληρή έκφραση που συνοδεύεται από το κατάλληλο ύφος και το κούνημα του αυτιού μας για να δείξουμε στον άλλο πώς γίνεται.

  1. - Ο Μήτσος έσπασε το πόδι του...
    - ΧΑΧΑΧΑΧΑ! Α, τον μαλάκαααα! Καλά να πάθει! ΧΑΧΑ!
    - Ναι ρε ζώο, κούνα και αυτάκι βλάκα.

  2. - ...και λέει η ξανθιά, «μα εμένα δε μ αρέσει το πινγκ πονγκ» ΧΑΧΑΧΑ
    - Αστείο;
    - Πολύ!
    - Μπράβο. Κούνα και αυτάκι τώρα.

  3. ΚΟΥΝΑ Τ' ΑΥΤΑΚΙ από εδώ

  4. πολύ κούνημα βρε παιδιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι ντιπ για ντιπ μεθυσμένος. Από τις διάφορες ουσίες που έχουν πιωθεί και ανακατευτεί στο στομάχι αυτού που τα πίνει, μπορούμε να πούμε ότι έχει ένα πλήρως εξοπλισμένο χημείο στο στομάχι του! Χρησιμοποιείται μόνο για αλκοόλ και όχι για ναρκωτικές ουσίες κ.λπ.

  1. Πραγματικός διάλογος:
    - Θέλω και 'γω να γίνομαι χημείο κάθε μέρα χωρίς hangover την επόμενη! Yeaaah!
    - Άει πλύνε καμιά κατσαρόλα μωρή μπαφλότσα που θες και να πιες κιόλας απ' τα δεκατέσσερα σου...

  2. - Πήγαμε με τον Γιώργο χθες σ' εκείνο το ύπουλο μπαρ που είχαμε δει μαζί, θυμάσαι;
    - Ναι, πως ήταν;
    - Σκατά! Όλα τα ποτά ήταν μπόμπες! Χημείο γίναμε!

Η είσοδος του παλιού Χημείου στη Σόλωνος. Κάπως έτσι γίνεσαι όταν γίνεσαι χημείο. Ανάστα ο Κύριος (από GATZMAN, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη πασπαρτού που την χρησιμοποιούμε σε διάφορες καταστάσεις:

  • Όταν θέλουμε να δείξουμε οτι βαριόμαστε. (παράδειγμα 1)
  • Όταν θέλουμε να περιγράψουμε την κατάσταση κάποιου που είτε είναι χαβαλές ή πιωμένος και γενικά δε την πολυπαλεύει. (παράδειγμα 2)
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε απαξίωση για κάποιο ζήτημα. (παράδειγμα 3)
  • Όταν δεν έχουμε τι άλλο να πούμε (παράδειγμα 4)

    Ενδεχομένως να έχει σχέση με το αρνητικό μόριο «μπα».

  1. - Πάμε για 'κανα σουβλάκι;
    - Μπάουα ρε... (Συνοδεύεται από χαμήλωμα του κάτω βλεφάρου με το δάκτυλο)

  2. - Ο Σάκης δε την παλεύει μία! Είναι τελείως μπάουα!

  3. - Ο Νίκος πήρε Playstation 3!
    - Μπάουα. Χέστηκα κιόλας.

  4. - Μπάουααααα...
    - Ε;;
    - Τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πως είμαι τόσο πολύ κουρασμένος που έχω την όψη, όρεξη, κινητικότητα ενός πτώματος.

Συνήθως είμαστε πτώμα όταν:

  • Έχουμε χτυπήσει υπερωρίες στη δουλειά/σχολείο κ.ο.κ
  • Είναι να βγάλουμε το σκύλο βόλτα.
  • Μετά από τροχαίο.

    Καμιά φορά είναι και οι τελευταίες λέξεις πριν το ροχαλητό (ή και τον επιθανάτιο ρόγχο, άμα θέλετε).

  1. - Ψήσου να πάμε στον Βασίλη! Κάτι είπε για ούζα!
    - Δε με παρατάς ρε... έχω να κοιμηθώ κάτι μέρες τώρα. Είμαι πτώμα.
  1. - Αγααάπη μουυυ...;
    - Μμμ;
    - Ξέεεερεις τιιιι... (ναζιάρικα)
    - Ρε μωρό μου...δε μπορώ σήμερα. Είχα τρεξίματα σήμερα... είμαι πτώμα...
    - (γκρίνια mode-ON) Δε με θέλεις! Μπουχουχουυύ, μόνο τον εαυτό σου σκέφτεσαι! Ουάααα, εγώ ποτέ δε σου λέω όχι! Μπλα μπλα μπλα έπρεπε να πάρω τον Ορέστη τον γείτονα, διαμάντι θα με είχε! Νιαου νιαου νιαου ΧΩΡΙΖΟΥΜΕ!

(από AN21, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η μυρουδιά που εκπέμπουν τα δίχρονα μηχανάκια όταν λειτουργούν. Για την ακρίβεια είναι η μυρουδιά καμένου λαδιού μίξης μαζί με βενζίνη, που σε πνίγει μόλις πλησιάσεις κάποια παλιά βέσπα, κάποιο ξερό ή οτιδήποτε δίχρονο τέλος πάντων! Να αναφέρω πως είναι άκρως τοξικοί καπνοί, οπότε δεν είναι καλή ιδέα να κάθεστε πίσω από ένα δίχρονο μηχανάκι για πολύ ώρα. Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν στην αγορά λάδια μίξης τα οποία όταν καούν μυρίζουν... φράουλα(!) και άλλα τέτοια χαριτωμένα!

  1. - Πήρα ένα σκουτεράκι!
    - Τέλερε; Εκείνο το δίχρονο;
    - Ναι. Η μαλακία όμως είναι πως ο συνεπιβάτης βρομάει διχρονίλα από την εξάτμιση που είναι ψηλά...

  2. - Άκου ήχο που κάνει! (ακολουθεί έντονο μαρσάρισμα δίχρονου)
    - ΓΚΑΧΑ ΓΚΟΥΧΑ! ΓΚΟΥΧ ΓΚΟΥΧΟΥ! Κλείσ' την τήν παπαριά!!! Θα πεθάνουμε από τη διχρονίλα!
    - Ουστ φλώρε! Υamaha Z ρεεεεεε!

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτή η κρουστίτσα (ίου) που σχηματίζεται από αίμα και πλάσμα πάνω σε μια πληγή κατά και μετά την επούλωσή της. Η ετυμολογία της μάλλον προέρχεται από το «καπάκι», αφού «καπακώνει» τις πληγές. Πιο σωστά στη βιολογία το λέμε «ινώδες». Παρότι με μια πρώτη ματιά το θεωρούμε αποκρουστικό και θέλουμε να το βγάλουμε από πάνω μας, δεν πρέπει! Επίσης όταν κάποιος χτυπήσει, περιμένει να βγάλει ένα ξερό, σκληρό κάπαλο για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει το μέρος που χτύπησε.

  1. - Κοίτα μια γκόμενα! Ουάου!
    - ΑΑΑΑΑ! Κοίτα το πόδι της! Έχει ένα πρασινωπό κάπαλο! ΜΠΛΙΑΧ!

  2. - Έκοψα το δάχτυλό μου και δε μπορώ να παίξω κιθάρα ρε πστ!
    - Περίμενε να βγάλεις κάπαλο και μετά από κανά δυο μέρες θα παίξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μη βιαστείτε να με κρίνετε ότι έχω κάνει ορθογραφικά λάθη στη λέξη: εκ + πίσω + κρότος.

Eίναι το κλανίδι με τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • Μεγάλη πίεση, 3 bar (που παράγει τον χαρακτηριστικό ήχο).
  • Μικρή διάρκεια, ίσα που φτάνει το 1 δευτερόλεπτο.
  • Μηδαμινή μυρωδιά, δόξα τον Θεό.
  • Προκαλεί πόνο συνήθως στον δράστη και γέλιο στους γύρω (αν είναι φίλοι, αλλιώς ο δράστης το κλαίει).
  • Στο 80% των περιπτώσεων είναι ακούσια και απλά ξέφυγε.

Το όνομα της το παίρνει από τον κοφτό, δυνατό ήχο που θυμίζει εκπυρσοκρότηση όπλου.

  1. (η παρέα παίζει Pro Evolution Soccer στο PS)
    — ...πρρρατς... Σόρρυ παιδιά, εκπισωκρότησα.
    — ΧΑΧΑΧΑ και νόμιζα ότι μας την πέσανε οι μπάτσοι!

  2. Άσε ρε Μαρία μου... Εκεί που τον είχα από πάνω μου να μου αλλάζει τα φώτα, εκπισωκροτεί ξαφνικά και πετάει ένα κλανίδι και με ρωτάει: «σ' άρεσε μωρή βρομιάρα μπαλότσα;!»... Να γιατί τον χώρισα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified