Ολόκληρη η φράση έχει ως εξής : «Στ' αρχίδια μου και τρία μύγδαλα».

Δηλώνει αυξημένο βαθμό αδιαφορίας για το πρόσωπο / ζώο / πράγμα / πόλη, χώρα / γεγονός / ιστορία / υπόθεση κλπ, που γράφουμε στ' αρχίδια μας. Είναι δηλαδή επιτατικό (πιστεύω να το είπα σωστά αυτό το κέρατο).

Το και τρία μύγδαλα ένιωσε πολύ σίγουρο για τον εαυτό του, αποκόπηκε και πλέον μπορεί να κάνει και αυτόνομη σόλο καριέρα, όταν θέλουμε και μάγκες να ακουγόμαστε και κακές λέξεις να μη λέμε. Βλ. παράδειγμα 1.

Μετά από πολλές μάταιες προσπάθειες αναζήτησης της προέλευσης ή της λογικής της φράσης, (γιατί τα μύγδαλα να είναι τρία;;, γιατί να μην είναι καρύδια;; κλπ), ο γράφων την αποδίδει στον παραδοσιακό σουρεαλισμό της ελληνικής γλώσσας. Εκτός αν υπάρχει αδιόρατη εκλεκτική συγγένεια μεταξύ αρχιδιών και αμυγδάλων, αφού όπως πληροφορούμαστε στο λήμμα αρχίδια - μάντολες, οι μάντολες είναι τα αμύγδαλα. Ήδη δηλαδή τα ως άνω ξελιξίδια έχουν ξανασυναντηθεί στο παρελθόν.

Βλ. επίσης και στ' αρχίδια μου κι οχτώ αυγά Τουρκίας κι έξι τούβλα όρθια, καθώς και στ' αρχίδια μου κιόλας.

  1. Πέρα από την πλάκα, κάτι ήξερα εγώ που είπα θα το γράφω.... το δείχνει ο ΑΝΤ-1; το βλέπω την άλλη μέρα με την ησυχία μου. Δεν το δείχνει ο ΑΝΤ-1; ... και τρία μύγδαλα... delete και πάλι delete!

Από εδώ, στα σχόλια

  1. - Τα 'μαθες;; Η διοίκηση θα προχωρήσει σε απολύσεις. - Στ 'αρχίδια μου και τρία μύγδαλα. Αφού έξι μήνες τώρα, αυτοί κάνουνε πως μας πληρώνουνε και γω κάνω πως δουλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποσπώ από κάποιον χρηματικό ποσό, (συνήθως μεγάλο), το οποίο δεν δικαιούμαι υπό Κ.Σ.. Στην συνέχεια στο άψε σβήσε παντελονιάζω τα λεφτά και μην τον είδατε, από 'δω παν κι άλλοι.

Το δάγκωμα γίνεται με διάφορους τρόπους. Είτε εξαπατώντας το θύμα, με την κλασσική έννοια του ποινικού νόμου, π.χ. δουλεύοντας κάποιον ότι θα επενδύσω τα χρήματά του επωφελώς, σε μία ευκαιρία που τάχαμου μόνον εγώ γνωρίζω, είτε ζητώντας δανεικά και αγύριστα, (βλ. παράδειγμα 1), είτε προσφέροντας κάποιες πραγματικές υπηρεσίες, τις οποίες όμως όταν έρθει η ώρα της πληρωμής, θα τις χρεώσω πολύ παραπάνω απ΄ ότι αξίζουν, πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες, (βλ. παράδειγμα 2). Το θύμα, συχνά ευρισκόμενο σε ανάγκη, καλόπιστα πληρώνει.

Λέγεται από αεριτζήδες και απατεωνίσκους κάθε είδους, σε στιγμές ειλικρίνειας μεταξύ τους. Είναι εντυπωσιακό ότι στην εγχώρια οικονομική πιάτσα, μεγάλα χρηματικά ποσά αλλάζουν χέρι με πολύ μεγάλη ταχύτητα και ευκολία, χωρίς πολλά – πολλά, βάσει λόγου τιμής, (βλ. και την καθιερωμένη φράση : ο λόγος μου είναι συμβόλαιο), πρακτική που ευνοεί τα κάθε είδους δαγκώματα.

Σημαντικό ρόλο για το τελικό δάγκωμα παίζει και το ίδιο το θύμα, ο χαρακτήρας του και οι προθέσεις του. Υπάρχει ολόκληρη επιστήμη (θυματολογία) που ερευνά την σχέση θύματος και θύτη και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Εάν αποδειχθεί ότι το θύμα επεδίωκε εξ ίσου αθέμιτα με το θύτη το εύκολο και άκοπο κέρδος, π.χ. αν έδωσε τα λεφτά θεωρώντας ότι συμμετέχει σε μία κομπίνα και νομίζοντας ότι αυτός πρώτος εξαπατά κάποιους άλλους, τότε ο σοφός λαός (αλλά μπορεί και η ίδια η δικαιοσύνη), πολύ λογικά θα αποφανθεί : τα ήθελε ο κώλος σου. Είναι η λεγόμενη αυτοδιακινδύνευση του θύματος (βλ. παράδειγμα 3).

Η φράση παραπέμπει στο δάγκωμα του φιδιού, ακαριαίο και δραστικό. Την χρησιμοποιούσε πολύ και ο γνωστός Ακάλυπτος αλλά υπήρχε και πριν από αυτόν.

  1. - Πέρασε από τη δουλειά ο ρεμπεσκές ο ξάδερφός μου και μου ζήτησε δανεικά. - Ε, και συ τού' δωσες ;;; - Τι να κάνω, αφού μου πούλησε παραμύθι για τα παιδάκια του. - Πάλι σε δάγκωσε το κωλόπαιδο. Και συ ρε παιδάκι μου ποιος είσαι τέλοσπάντων, ο Καραμουρτζούνης ;;;

  2. - Μου ήρθε μία χαροκαμένη για να σώσω το γιο της, πρέζονας τελειωμένος, τον πιάσανε με μεγάλη ποσότητα και τον προφυλακίσανε. Είναι παντελώς απελπισμένη. Τις λές να την δαγκώσω;;;. Μου είπε ότι έχει να πουλήσει και ένα οικοπεδάκι. - 'Ασε ήσυχη ρε θεομπαίχτη τη γιαγιά, τι ψυχή θα παραδώσεις ;;;;.
    - Καλά, θα το σκεφτώ.

  3. - Έδωσα τριάντα χιλιάρικα στον Θανάση. Θα φέρει λαθραία κάτι μαϊμούδες από Βουλγαρία, θα τα πουλήσει για ορίτζιναλ και μου είπε ότι θα τριπλασιάσει σε δύο βδομάδες το κεφάλαιο. - Ρε συ, αυτός είναι απατεώνας ολκής, έχει δαγκώσει όλο τον τηλεφωνικό κατάλογο. Άρχισε να τα κλαις από τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουλάω, εισάγω εμπόρευμα στο δίκτυο της αγοράς, με σκοπό την περαιτέρω πώλησή του και την επίτευξη κέρδους για την πάρτη μου, (παραδείγματα 1 και 5).

Ειδικά στη ναρκοσλάνγκ, πουλάω ναρκωτικά, σπρώχνω πρέζα, κυρίως όμως στην φράση «σπρώχνω πράγμα ή πράμα» ή χωρίς να αναφέρεται καθόλου αντικείμενο, απλώς σπρώχνω (παραδείγματα 2 και 3).

Στην αγγλική αργκό, pusher είναι ο έμπορος σκληρών ναρκωτικών. Πάρτε και ομώνυμο τραγουδάκι από τους Steppenwolf και την ταινία Easy Rider.

Χρησιμοποιείται και όταν το προς εκμετάλλευση εμπόρευμα είναι γυναίκες, βλ. και την λέξη «προαγωγός», αυτός που προάγει, που σπρώχνει γυναίκες στα δίκτυα πορνείας.

Στην περίπτωση αυτή, το πράγμα σπρώχνεται για να σπρωχθεί.

Βλ. και τον πολίτικλυ κορέκτ όρο «επαναπροώθηση», π.χ. για τους χωρίς χαρτιά μετανάστες που τους ξαναγυρίζουν ρυμουλκηδόν πίσω τα φαραώνια. Προηγουμένως τους έχουν κλέψει τα κουπιά και τους έχουν τρυπήσει τις βάρκες, λίγο μόνο, όσο χρειάζεται για να βουλιάξει η βάρκα όταν τους αφήσουν και να μην μπορούν να ξαναγυρίσουν μόνοι τους. Τους ξανασπρώχνουν (εάν βέβαια επιζήσουν) αργότερα πίσω τα ίδια κυκλώματα διακίνησης ανθρώπων, σύμφωνα με την διαδικασία της περιστρεφόμενης πόρτας, αφού πάντα υπάρχει ζήτηση για φτηνά χέρια. (Όποιος αντέχει και ενδιαφέρεται, το ψάχνει στο διαδίκτυο).

Στο παράδειγμα 4 όμως, έχουμε ερασιτεχνικό και καλόπιστο σπρώξιμο πρώην γκόμενας, χωρίς επιδίωξη οικονομικού οφέλους.

Το λήμμα υποδηλώνει ότι το προς σπρώξιμο εμπόρευμα είναι διαλογής, σκαρταδούρα και κατιμάς, απόθεμα μεγάλο σε όγκο, το οποίο ο έμπορος πρέπει να ξεφορτωθεί, για να μην του μείνει (βλ. παράδειγμα 5).

Η διαπίστωση περί εμπορεύματος-μάπα ισχύει και για υπηρεσίες, π.χ. τραπεζικά προϊόντα, διακοπές ή υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας που ταλαίπωροι υπάλληλοι προσπαθούν απεγνωσμένα να σπρώξουν με κατ' οίκον τηλεφωνήματα ή και επισκέψεις. Κάπου πήρε τ' αυτί μου τον εκνευριστικότατο όρο «επιθετικό μάρκετινγκ». Α, και μέσα σε όλα αυτά, υπολογίστε και τον διαφημιστικό καταιγισμό.

Βλέπε και την έκφραση «η υπόθεση δεν περπατάει από μόνη της, χρειάζεται και λίγο σπρώξιμο».

Έχουμε λοιπόν και λέμε, εμπορεύματα, υπηρεσίες, ουσίες, άνθρωποι. Πράμα για σπρώξιμο.

Έχω έναν φίλο που είναι 3 χρόνια άνεργος και μένει στην Αθήνα. Δεν πουλάει όλα τα ψάρια που βγάζει, αλλά πού και πού σπρώχνει κανένα για να βγάλει έξοδα που αφορούν το ψάρεμα. Δεν έχουν όλοι την τύχη να μένουν δίπλα στη θάλασσα και να έχουν και δουλειά.

(Ψαροντουφεκάδες σε φόρουμ, αναρωτιούνται αν είναι νόμιμο και ηθικό να πουλάνε την λεία τους.)

Από τη χθεσινή συνέλευση της πλατείας είχε κανονιστεί παρέμβαση στην πλατεία κατά του πρεζεμπορίου. Το ραντεβού ήταν στις 1.00. Μαζευτήκαμε κάποια άτομα και λίγη ώρα μετά μπήκαμε στην πλατεία. Καθήσαμε στο πάνω μέρος της χωρίς να κάνουμε το οτιδήποτε και τότε συνέβησαν δύο πράγματα. Οι μισοί τοξικοεξαρτημένοι (όσοι προφανώς είχαν πάει για να «γίνουν» ή να «σπρώξουν») έφυγαν από μόνοι τους ενώ οι άλλοι παρέμειναν. Ταυτόχρονα, στο λεπτό που μπήκαμε πλατεία, μας ειδοποιούν ότι έρχονται μπάτσοι.

(Από το ίντιμίντια)

«Έχει έρθει πολύ πράμα και στην πλατεία ψάχνουνε κόσμο για να το σπρώξουνε στην αγορά. Με μία τράμπα, παίρνεις δηλαδή το φακελάκι και το πας πιο πέρα, μπορείς να βγάλεις τρία, πέντε, δέκα χιλιάρικα. Είναι μεγάλος πειρασμός.»

(Τέος Ρόμβος, Πλάνος Δρόμος, 1987)

Όταν σεντράρω, δλδ διώχνω τη γκόμενά μου, τη χωρίζω, αυτή φυσιολογικά ξαναβγαίνει στο νυφοπάζαρο, επανέρχεται στην ελεύθερη αγορά προς άγραν νέου γκόμενου. Είναι πλέον διαθέσιμη, μπορεί όποιος μάγκας θέλει να τη διεκδικήσει χωρίς εμένα πια να μου πέφτει λόγος. Είναι σαν να τη βγάζω σε κοινή θέα, σε στυλ «πάρτε κόσμε», «ελάτε να δείτε τι πράμα σπρώχνω!» κλπ.

(O Μαυρόγιαννος, από εδώ)

τώρα τον θυμήθηκα εκείνο τον τύπο, σωστός, όμως το 80% είναι χαμηλού επιπέδου, τον σουβλατζή τον ενδιαφέρει να φοροδιαφεύγει, να σπρώχνει ότι παλιό έχει στα ψυγεία και να κάνει ανακαίνιση μια φορά στα 10 χρόνια ΄-), ούτε καν ανοίγουμε κουβέντα για ένσημα ΙΚΑ, ωράριο εργασίας κτλ.

(Από εδώ, στην 2η σελίδα)

(από electron, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξειδικευμένη αλλά υπαρκτή αργκό. Γεννήθηκε και αναπτύσσεται σε σκακιστικά καφενεία, ομίλους και πάρκα (υπάρχουν γεροντάκια που παίζουν καθημερινά στο Πεδίο του Άρεως). Το σκάκι δεν έχει μπει στην κουλτούρα μας όπως το τάβλι, αλλά έχει και αυτό τους φανατικούς θιασώτες του. Η αργκό των σκακιστών έχει ζωντάνια, φαντασία και δύναμη. Ειδικά τα σκακιστικά καφενεία έχουν την δική τους ατμόσφαιρα και κανόνες.

Ποια είναι επιτέλους αυτή η αργκό ;;. Αυτή.

Όσοι έχουν παίξει σκάκι θα το βρουν εξαιρετικό, οι υπόλοιποι τουλάχιστον ενδιαφέρον.

Ο γράφων είναι κλασσικός μαζέτας ή παπί. Επίσης είναι και τρελός στήτης.

Σκακιστική αργκό στο σλανγκ: ταβλιτζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιοι μεγαλοπαράγοντες που είναι μέσα στα πράγματα έχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι ζούμε κοσμοϊστορικές εποχές, ότι πολλά πράγματα που ξέραμε έχουν δήθεν ήδη αλλάξει και πρέπει λέει να τα ξεχάσουμε και να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα.

Έτσι επιμένουν ότι πλέον το να δουλεύεις δεν σημαίνει απαραίτητα και ότι θα πληρώνεσαι, υπάρχει δήθεν και καλά και τάχαμου τάχαμου και η εκδοχή να δουλεύεις στο τζαμπέ και πάλι ευχαριστημένος πρέπει να είσαι, αφού δεν θα θεωρείσαι άνεργος. Και δεν πα να λέει η ρημάδα η απλή λογική ότι χίλιες φορές καλύτερα άνεργος παρά απλήρωτος εργαζόμενος.

Η φράση του λήμματος λοιπόν λέγεται σε αντιδιαστολή με την υπό καθιέρωση ύποπτη έννοια της εργασίας χωρίς μισθό. Αποτελεί ευνοϊκό υποτίθεται ξεκαθάρισμα των εργασιακών όρων μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, αφού ο τελευταίος θα έχει το ειδικό προνόμιο !!!! να πληρώνεται για την εργασία του.

Ακούγεται και ως δουλειά πληρωμένη, σε αντιδιαστολή με την απλήρωτη.

Από όποιον και αν το ακούσετε, η δέουσα αντιμετώπιση είναι αυτή του παραδείγματος.

- Έχω έξι μήνες απλήρωτος. Φεύγω, δεν πάει άλλο. Ξέρεις για καμιά δουλειά;

- Δουλειά με λεφτά; Γιατί χωρίς λεφτά ξέρω πολλές.

- Ναι ρε τρόμπα, με λεφτά, με λεφτά, και σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα στην τελική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάζεψέ τα. Δεν βρίσκω άλλη ερμηνεία παρά να προέρχεται από συντόμευση του «μάζεψέ τα». Γνωστό το τραγούδι του Τσιτσάνη, «τα λερωμένα, τ' άπλυτα, τα παραπεταμένα, μάσ' τα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πια για μένα». Φυσικά συντάσσεται και με άλλους τρόπους, «μασ' το, το 'μασα» κλπ. Λίγο ξεπερασμένο, αλλά νομίζω κλασικό και χρησιμοποιείται και σήμερα.

Μάσ' τα πράγματά σου και άδειασέ μου την γωνιά.

(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχολική (γυμνασιακή – λυκειακή) σλανγκ.

Τόπος : Κρήτη, αστικό κέντρο.

Χρόνος : Τέλη δεκαετίας ογδόντα, αρχές ενενήντα.

Τσουκάλα λέγαμε το κάθε λογής λυσάρι, το οποίο περιείχε έτοιμες τις λύσεις των ασκήσεων (μαθηματικά, φυσική, χημεία), ή έτοιμες λύσεις σε θέματα αρχαίου κειμένου φιλολογία).

Μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις είτε με τον δύσκολο τρόπο και εποικοδομητικά (λύνοντας μόνος σου τις ασκήσεις και ελέγχοντας μετά την λύση τους), είτε με τον εύκολο τρόπο, αντιγράφοντας στεγνά κατευθείαν από την τσουκάλα, για να ξεμπερδεύεις και να κωλοβαρέσεις μετά με την ησυχία σου.

Το νόημα του λήμματος είναι ότι δεν κοπιάζεις μόνος σου, παίρνεις έτοιμες τις λύσεις από το λυσάρι, όπως παίρνεις το φαγητό έτοιμο από την τσουκάλα.

Με το τότε ισχύον σύστημα των δεσμών (χωρίς να μετράει η σχολική βαθμολογία των μαθημάτων για την καρμανιόλα των πανελληνίων), όλοι επέλεγαν δέσμη, ήδη από την πρώτη λυκείου, για να ξεκινήσουν έγκαιρα προετοιμασία. Βλ. και τις σχετικές εκφράσεις, τριτοδεσμίτης, πρωτοδεσμίτης κλπ. Συνεπώς, εάν π.χ. είχες διαλέξει τρίτη δέσμη (θεωρητική κατεύθυνση την λένε τώρα), για δύο χρόνια (πρώτη και δευτέρα λυκείου), δεν χρειαζόταν να ξαναγγίξεις τα και καλά «περιττά» μαθήματα, δηλαδή μαθηματικά, φυσική, χημεία κλπ., μόνο όσο χρειαζόταν για να μην μείνεις. Εάν ήσουνα «πρωτοδεσμίτης», δεν ξαναδιάβαζες αρχαία. Μπορούσες κάλλιστα και να πετάξεις τα σχετικά βιβλία.

Για όλες τις περιπτώσεις αυτές, η τσουκάλα πήγαινε σύννεφο.

Τώρα το έχουν αλλάξει και μετράει και η σχολική βαθμολογία όλων των μαθημάτων για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Δεν ξέρω ποιο σύστημα είναι καλύτερο και δεν με νοιάζει. Ούτως ή άλλως, η επίσημη παιδεία στον ρημαδότοπο αυτόν είναι καμένη υπόθεση. Η ουσιαστική παιδεία επαφίεται αποκλειστικά στις προσωπικές ανησυχίες εκάστου μαθητή (οιασδήποτε ηλικίας).

Απ' ό,τι έχω τσεκάρει, στην Αθήνα δεν χρησιμοποιούσαν το λήμμα. Μια σχετική αντίστοιχη φράση που ψάρεψα, είναι «ο θείος Στέφανος», αναφορά στον γνωστό εκδότη βοηθημάτων Στέφανο Πατάκη.

- Μανίτσα μου, τι θέματα ήταν αυτά που μας έβαλε η μαθηματικού στο τεστ; Μιλάμε μας έσκισε τα ράμματα.
- Ναι ρε πούστη μου, και δεν τα είχε ούτε η τσουκάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kυνική φράση. Ακούγεται σε περιβάλλοντα ασφαλιστικών εταιρειών. Λέγεται και από ταρίφες.

Μία θείτσα διασχίζει απρόσεχτα δρόμο με διερχόμενα αυτοκίνητα. Ο οδηγός είναι εξ ίσου μαλάκας, την έχει δει και καλά πιλότος κι έτσι. Το άουτο χτυπάει τη γραία. Η καλή γριούλα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα λίγο νωρίτερα από το προβλεπόμενο.

Τώρα αρχίζει το πανηγύρι. Ειδικά άμα η γριά ήτονε κοτσονάτη και είχε πολλά παιδιά, γγόνια και δισέγγονα, κι ας την είχανε όλοι ξεχασμένοι για χρόνια, επανεμφανίζονται τώρα από το πουθενά άπαντες οι πουθενάδες και ζητάνε την αποζημίωση, ψυχικής οδύνης ένεκα.

Ότι δηλαδή πόσο την αγαπούσαμε τη γιαγιά, και τι κακό πάθαμε ώφου ώφου, και έχουμε πάθει ομαδική κατάθλιψη και δεν μπορούμε να το ξεπεράσουμε και αρχίσαμε τα χάπια και πέσαμε στα σκληρά.

Το ύψος της αποζημίωσης ανεβαίνει.

Όταν έρθει η ώρα της καταβολής, ας είναι καλά οι πεθαμενατζήδες - κοράκια - λαμαρινάδες, οι οποίοι αναλαμβάνουν μόνο θανάτους, (άμα είσαι τραυματίας σε διώχνουνε, σε προτιμάνε νεκρό), τότε λοιπόν ο σουμάχερ ή ο ασφαλιστής του ή αμφότεροι, δικαιούνται να εκστομίσουν την φράση του λήμματος.

Δηλαδή πληρώσανε την γριά χρυσάφι, χωρίς ν' αξίζει τα λεφτά της, λόγω ηλικίας, τουλάχιστον να 'τανε νέα κι όμορφη, κάνα τούμπανο, να πεις χαλάλι, όχι όμως και για τη νίντζα μία περιουσία ρε πούστη μου.

Δεν το 'χω ακούσει να λέγεται για αντίστοιχες περιπτώσεις μπάρμπα-Μπρίλιων. Γιατί άραγε ;;

Επιμύθιο: Παιδιά, προσέχουμε με το τιμόνι και τη ρόδα, οι οδηγοί είναι αυτοί που εξουσιάζουν μία πηγή κινδύνου για τους υπόλοιπους και έχουν την ευθύνη της, από τη γιαγιά που διασχίζει το δρόμο ενώ θυμάται το χωριουδάκι της και αναπολεί το ρέμα που διέσχιζε μικρή τι να περιμένεις δηλαδή;;; Μακριά απ' τον κώλο μας κι ας είναι και τρία δάχτυλα και ας με συγχωρήσουν όσοι έχουν χάσει ανθρώπους με αυτό τον τρόπο και ειλικρινά τους πένθησαν. Εγώ το άκουσα και το κατέγραψα.

  1. Υπάλληλος ασφαλιστικής: - Πεντακόσια χιλιάρικα επιδίκασε για το τροχαίο του Κακομοίρογλου που πάτησε την γριά, ογδόντα χρονώ, στη Συγγρού. Την πληρώσαμε για νέα, γαμώ το κέρατό μου. - Aφού είχε τέσσερα παιδιά και οχτώ εγγόνια και ζούσε και ο γέρος της, τι περίμενες;;

  2. Πελάτης: - Ε, τη γριά, τη γριά, φρένο ρε πάτα! Ομάρ Ταρίφ: - Παρά γουρουνότριχα, για νέα θα την πληρώναμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λικβιντάρω: λέξη της ναρκοσλάνγκ. Περιγράφει την κατάσταση του χρήστη που έχει μείνει χαρμάνης λόγω ελλείψεως χρημάτων και πουλάει ό,τι έχει και δεν έχει για να βρει ρευστό για την δόση του. Εκ του αγγλικού liquid = υγρό, ρευστό.

Ασίστ : Khan, jesus.

Την φωτογραφική μηχανή την πήρε από την Σόφη που είχε πέσει στην αρρώστια και τα λικβιντάριζε όλα για το φάρμακο (Τέος Ρόμβος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παλαιοί κουτσαβάκηδες συχνά χρησιμοποιούσαν όπως όπως και λανθασμένα αρχαιοπρεπείς και λόγιες εκφράσεις και λέξεις στο λόγο τους. Έτσι οι λέξεις αυτές αποκτούσαν μια καινούργια δυναμική και ποιητική.

Βλ. και λήμματα στυλιανοπούλου, αντιλαβού, καταλαβού.

Το συγκεκριμένο λήμμα δεν ανήκει βέβαια στην κουτσαβάκικη αργκό, είναι πολύ μεταγενέστερο. Αποτελεί όμως κατάλοιπο ή και συνέχεια αυτής της μεθόδου της αργκό και της πιάτσας, να εκφέρονται δηλαδή με τρόπο αρχαιοπρεπή κάποιες λέξεις.

Mου κάνει για ανύπαρκτος αόριστος β΄, τάχαμου εις την αρχαία ελληνικήν, του δόκιμου ρήματος μαγκεύω (βλ. και ξετσουτσουνεύω).

Λέγεται ειρωνικά σε κάποιον ή για κάποιον που το παίζει [μάγκας]. Εννοούμε δηλαδή να κάτσει στ' αυγά του και να μην κομπάζει, αφού δεν το 'χει γενικώς. Εναλλακτικά, άραξε στα κυβικά σου.

Ο συνηθέστερος τύπος είναι του 1ου πληθυντικού, παρόλο που συνήθως λέγεται για ένα άτομο, βλ. παράδειγμα 1 και 2 αλλά ευρίσκεται και σε άλλες πτώσεις, βλ. παράδειγμα 3.

Όποιος ξέρει πώς κλίνεται το ρήμα στον προπερσυντέλικο, να σηκώσει το χέρι του και θα κερδίσει μια γραμματική του Τζάρτζανου.

  1. - Ε και τι πειράζει που δεν έχουμε ξανακάνει δουλειά με νυχτερινά κέντρα. Θα μπούμε στο κόλπο με φόρα και θα τους πάρουμε και τα σώβρακα.

- Ώπα, εμαγκεψάμεν ρε χτεσινέ;

  1. - Εμαγκεψάμεν και ο Παντελής και θέλει να πλακώσει τον Θωμά γιατί λέει του πήδηξε τη γκόμενα. Πού πα ρε Καραμήτρο, ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, μιλάμε θα του αργάσει το τομάρι ο μπήχτης ο Θωμάς.

  2. - Και ποιος είσαι εσύ ρε φιλαράκι που κανονίζεις meeting χωρίς την έγκριση της διεύθυνσης;;; Εεεε;;; Εμαγκεψάμην και αποφασίζουμε και διατάσσουμε;;; Εεεε;; Το βράδυ που θα σε δω από κοντά θα σε κάνω ρεμπέτη... Άρχισε να αφήνεις μουστάκι λέμε...

(φόρουμ στο νέτι από http://www.zortal.gr/modules/newbb/viewtopic.php?post_id=58659).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified