Πρωτογενώς: υποκοριστικό του ονόματος Καλυψώ. Καλυψώ => Καλυψωλίτσα => Λίτσα.

Δευτερογενώς χρησιμοποιείται καταδεικτικά για γυναίκα, μικρής κυρίως ηλικίας, η οποία:

α. Είναι άξια αναφοράς λόγω της προκαλούμενης αυξήσεως της θερμοκρασίας της βουβωνικής χώρας των θεατών της.

β. Πιθανολογείται εκ του θεάμονος αυτής κοινού, ότι έχει επιδόσεις στη συνουσιαστική τέχνη κατά πολύ άνω του μετρίου.

γ. Παρ’ όλο το φαινομενικά σεμνό και χαριτωμένο παρουσιαστικό της, γνωρίζει περισσότερα από όσα δείχνει και χρειάζεται κανείς «μεγάλο καλάθι για να μαζέψει αυτήν την κερασιά».

Σημείωση του συντάκτου: Η Λίτσα σε μεγαλύτερη ηλικία μετονομάζεται σε Λάρα.

α. - Την βλέπεις τη Καιτούλα, βρε πως έγινε έτσι. - Ποια αυτή τη Λίτσα; Πω πω!

β. Φίλε, αυτή η Λίτσα θα σε ξεζουμίσει

γ. Μην την βλέπεις έτσι, ξέρεις τί Λίτσα είναι αυτή;

Μεγάλη λίτσα. (από Galadriel, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπέρτατη βρισιά ή και κατάρα.

Το να είναι κάποιος πούστης είναι ούτως ή άλλως μια κοινωνικά μη αποδεκτή ιδιαιτερότητα αλλά το να είναι κάνεις πούστης και άσχημος...

Βέβαια η κατάσταση επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνο όταν ο πούστης και άσχημος γίνεται πούστης, γέρος και άσχημος ή όταν μετά το νομοτελειακό πέσιμο του γέρου πούστη αυτός γίνεται: πούστης, κουτσός, γέρος και άσχημος.

- Είσαι μαλάκας ρε!
- Και εσύ είσαι πούστης και άσχημος.

(ανταλλαγή φιλοφρονήσεων)

Στο 0:41 ολέ ολέ ολέ (από knasos, 02/09/09)(από Desperado, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αντιπροσωπευτικότερη έκφραση της κατάπτωσης. Λέγεται για κάποιον που η κατάστασή του χειροτέρεψε, ιδίως η κοινωνική και επαγγελματική του θέση.

Η φράση μάλλον φτιάχτηκε μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και δεν αποκλείεται να ξεκίνησε από πραγματικό περιστατικό, όταν πρώην δήμαρχος χωριού αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά κλητήρα στο δημαρχείο γειτονικής πόλης.

Χρησιμοποιείται ενίοτε και στον ερωτικό τομέα όταν μετά τα δεύτερα -άντα ο μεσήλιξ απευθυνόμενος στο μόριο του και αναπολώντας τις παλαιές ένδοξες εποχές λέει: «πως κατάντησες έτσι αδερφέ μου, από δήμαρχος κλητήρας» ή όταν από επιβήτωρ γίνεται καληνυχτάκιας

Διάσημοι από δήμαρχοι κλητήρες:

Ροναλντίνιο
Κεντέρης Θάνου
Μάριον Τζόουνς
Πάγκαλος
Μπίλ Κλίντον
Τέρενς Κουήκ
Πασχάλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση από ποντιακά σε ελλαδικά: ο βαρύψωλος γαμάει μια φορά.

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος σου φέρεται μπαμπέσικα και προσπαθεί να στην ξαναφορέσει. Αντίστοιχο με το ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται.

- Ρε τον μπαγάσα μου ξαναζήτησε δανεικά αλλά ακόμη να μου δώσει αυτά που χρωστάει από πρόπερσι
- Του έδωσες;
- Όχι βέβαια, ο βαρυψώλτς μίαν γαμεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική απάντηση όταν κάποιος διακόπτει μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις του ανδρός.

Τη στιγμή που το κάτουρο απελευθερώνεται και αδειάζει ανακουφιστικά τη φούσκα, τη στιγμή που οι τρείς μπύρες που έχεις πιεί ζητούν απελπισμένες την απελευθέρωση τους, τη στιγμή που η πρωινή στύση, δυσκολεύοντας την όλη διαδικασία, προκαλεί σύγχυση των αισθήσεων ηδονής και ανακούφισης, δεν είναι ώρα για πολλά λόγια και αυτός που χτυπάει την πόρτα κατανοεί απόλυτα την κατάσταση όταν ακούει την λακωνική απάντηση… άλλος!

  1. Παλαιά εποχή:
    - τοκ τοκ (χτύπημα στην πόρτα του αποχωρητηρίου)
    - Άλλος!
    - Ωχ, συγνώμη!

  2. μεταγενέστερα 60'-70'.
    - τοκ τοκ (χτύπημα στην πόρτα του καμπινέ)
    - Άλλος!
    - Mε το μπαρδόν!

  3. Σήμερα
    - Άνοιγμα της πόρτας του WC - Άλλος!
    - Sorry!

Olga Kozakiewicz: Η Άλλη που κόλασε τον Sartre.  (από Khan, 03/09/09)κι άλλος, κι άλλος!!! (από BuBis, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητό του Χίλωνος ή Χείλωνος (600-520 π.Χ) που σημαίνει «συντόμευε ότι κάνεις, αλλά χωρίς να βιάζεσαι πάνω σ' αυτό».

Εμπεριέχει δηλαδή τις δύο σύγχρονες παροιμίες:

  • Το γοργόν και χάριν έχει,
  • Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.

Στην αργκό χρησιμοποιήθηκε από τους βαρύμαγκες της εποχής όταν τους ζητούσαν να κάνουν κάτι γρήγορα. Χαρακτηριστική είναι η ατάκα του Μίμη Φωτοπούλου σε μια από τις αξέχαστες ταινίες του.

- Ρε εσύ Μπάμπη, πετάξου μέχρι το σπίτι να μου φέρεις κάτι εργαλεία που έχω στην αποθήκη…
- Σπεύδω βραδέως.

(από Stravon, 02/09/09)(από Vrastaman, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια εκ των πιθανών ανταπαντήσεων στην εκτοξευόμενη απειλή: «Θα σε γαμήσω».

Υποδηλώνει ότι ή ο ανταπαντών έχει γλώσσα μυρμηγκοφάγου, ή ότι αυτός δε μασάει και τελικά καταλήγει να απειλείται ο αρχικώς απειλών.

Άλλες πιθανές ανταπαντήσεις είναι:

Εκτός βέβαια αν ο απειλούμενος είναι πούστης κι άσχημος και αποδεχθεί την πρόταση.

- Αν ξαναπαρκάρεις εδώ θα σε γαμήσω.
- Θα με γαμάς και θα σου γλείφω την πλάτη.
- %$&#«^^#+_~^%#))^@$@$%@%#%$(($...

Επίσης: θα με γαμήσεις με τον κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γνωστά σε όλους μας γιουβαρλάκια στα ελληνικά.

Σχετικές λέξεις: κρεατοσφαιρίδια.

- Γιαγιά: Έλα Γιωργάκη μου να φας, έχω κρεατοσφαιρίδια εν πλω.
- Εγγονός: Ευχαριστώ γιαγιά αλλά είμαι καλεσμένος σε τραπέζι…

Γιοβάρλακος (από Stravon, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελλαδικά του Ποντιακού: «έστνε π’ έστνε έμορφος, έρθες και όντας έβρε».

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το μέγεθος της ασχήμιας ενός ανθρώπου σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ασχήμια βέβαια προϋπάρχουσα που γιγαντώθηκε όμως για κάποιον λόγο. H χρήση της εν λόγω φράσης εκμηδενίζει κάθε πιθανότητα σεξουαλικής συνευρέσεως των δύο μερών και προκαλεί άμεση πτώση ηθικού του χαρακτηριζομένου προσώπου

- Καλά Κώστα, σε είδες καμία αλλαγή πάνω μου (σ.ς. πάει γυρεύοντας…)
- Αλλαγή;
- Δε βλέπεις διαφορά στα μαλλιά μου; Κουρεύτηκα!
- Α, ναι, τώρα που το λες!
- Λοιπόν, πώς σου φαίνομαι; (σ.ς. εξακολουθεί να πηγαίνει γυρεύοντας)
- Τι να σου πω, ήσουν που ήσουν όμορφη, ήρθες κ’ όταν έβρεχε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς» εν συντομία.

Χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις επί των οποίων έγιναν επιφανειακές ή επιδερμικές αλλαγές (lifting, facelift) αλλά που επί της ουσίας παραμένουν ίδια.

- Φίλε μου, έρχονται καλύτερες μέρες.
- Γιατί αδερφέ μου;
- Βγήκε ο δικός μας, ο σοσιαλιστής, στο Αμέρικα, ο Ομπάμας*.
- Τί να σου πω αδερφάκι μου, άλλαξε ο Μανωλιός.

*O’ Bama για τους Ιρλανδούς
Ο μπαμίδης για τους πόντιους
Ο μπάμιας για τους δύσπιστους

(από Vrastaman, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified