Διακεκορευμένη, κοινῶς ξεπαρθενεμένη, σπασμένη.

Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς λέγεται (λεγόταν καλλίτερα) πάντοτε γιὰ νεαρὲς ἐνήλικες γυναῖκες, ἐκ μέρους ἀνδρῶν, ὡς διαβολή. Ὅταν, σπανίως, ἐξεστομίζετο ἐκ μέρους γυναικῶν, τότε ἡ κακοήθεια χτυποῦσε κόκκινο, καθ´ ὅτι ἐσκόπευε νὰ προσβάλῃ ἀπ´ εὐθείας τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψι τῆς νύφης των (βλ. παράδειγμα 3).

Ἡ τρύπια καὶ ἡ σπασμένη δὲν ἔχουν πραγματολογικὴ διαφορά• διαφέρουν ὅμως κατὰ τὸ ποιός τὸ ἐκστομίζει, κατὰ τὴν πρόθεσι, καὶ κατὰ τὴν ψυχολογικὴ βάσι ἐκκινήσεως τοῦ χαρακτηρίζοντος (βλ. συμπληρωματικῶς τὸ λῆμμα σπασμένη).

Συνεταιρικὸ λῆμμα μὲ Galadriel

  1. (Μεταξὺ ἀνδρῶν): - Μπορεῖ νὰ τὸ φυσάῃ τὸ παραδάκι ὁ γέρος της, ἀκούγονται ὅμως διάφορα...
    - Σὰν τί, ρὲ Νικόλα, μίλα ἴσια...
    - Πὼς εἶναι τρύπια, νὰ ποῦμε, καὶ γυρεύει νὰ τὴ μπαλώσῃ...

  2. - Ξάδερφε θὰ σὲ παντρέψουμε ἐσένα; Παίζει τίποτα καλὸ στὴ ζωή σου; - ῎Ε, ντάξ, παίζουν διάφορα ἀλλὰ ὄχι καὶ γιὰ γάμο. - Γιατί καλέ, δὲν ἔχεις γνωρίσει κανὰ κορίτσι τῆς προκοπῆς; - ᾿Αφού τὶς ἔχω γνωρίσει, ἐσὺ τί καταλαβαίνεις; Θὰ εἶναι κορίτσια τῆς προκοπῆς; Τὶς τρύπιες θὰ πάρω; (ἀπὸ Galadriel)

  3. (Πεθερά πρὸς νύφη): - Τὰ λοῦσα σὲ μαράνανε κι οἱ ἀπαιτήσεις, κακὸ χρόνο νἄχῃς!... Ἀλλὰ καλά νὰ πάθουμε, ἀφοῦ στραβωθήκαμε καὶ σὲ πήραμε ἄπροικη καὶ τρύπια, ἀνάθεμα τὴν ὥρα τὴ μαύρη καὶ τὴ σκότεινη (sic)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἔτσι χαρακτηρίζονται οἱ Εὐέλπιδες ἀπὸ τοὺς Ναυτικοὺς Δοκίμους καὶ κατ΄ ἐπέκτασιν οἱ στραταῖοι ἀπὸ τοὺς ναυταίους.

Τὸ ἔτυμον δὲν ἀνεῦρον μὲ βεβαιότητα, παρὰ τὴν πολύμηνον ἀναζήτησιν. Μία ἐκδοχή, ὄχι πολὺ πειστική, εἶναι ἀπὸ παραφθορὰ τοῦ γαλλικοῦ levez-vous courir, ποὺ σημαίνει σηκωθῆτε καὶ τρέξτε (παραπέμπει προφανῶς στὰ πολλὰ καψόνια τύπου Σω.Βε).

  1. Στὸ χορὸ τῆς σχολῆς: «Μὴ σᾶς φᾶνε, μαλάκες, οἱ λεβέκουροι τὶς γκόμενες, ἀλλοίμονό σας».

  2. Πάλι «χτύπησε» ο λεβέκουρος ο Φούρλας ο αρχηγός της Πυροσβεστικής στη Βούλα. Μιά μικρή κατολίσθηση έγινε, μπροστά ο Αρχηγός! Ήταν βλέπετε και οι κάμερες.... (ἀπὸ ἐδῶ, ὅπου ὅως δὲν προκύπτει συγκεκριμένη σημασία γιὰ τὴ λέξι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στερεότυπη ἔκφρασι, ποὺ δίδεται ὡς ἀπάντησι στὴν κουτσομπολικὴ ἐρώτησι «τί δουλειὰ κάνει ὁ πατέρας σου».

Ἡ εἰκονοπλασία εἶναι μοναδικοῦ διαστροφικοῦ, οὐ μιν, ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικοῦ ἐπιπέδου, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογισθῇ κανεὶς τὴν τραγικότητα τῆς συνθήκης νὰ εὑρεθῇ κουλός, ταυτοχρόνως δὲ καὶ καυλωμένος (βλ. λῆμμα). Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ κάτι σὰν ἐπάγγελμα καὶ λειτούργημα μαζί, ένα πράμα.

᾿Οφείλει ἐν προκειμένῳ νὰ διευκρινισθῇ ὅτι ἡ έν θέματι σύλληψις εἶναι πολὺ προγενεστέρα τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ φραπέ. Ἐὰν ἤθελε κανεὶς νὰ ἀναγάγῃ τὸ ὅλον εἰς ὅρους φραπέ, τότε ὁ διαφορισμὸς τῶν δύο ἐννοιῶν θὰ ἦτο «φραπὲ κατ᾿ ἀνάγκην (ἐπὶ κουλαμάρας), καὶ φραπὲ κατ' ἐπιλογήν, ὅπως περίπου λέμε δηλαδὴ business or pleasure.

Assist: οο9οο, μὲ τὸ λῆμμα που να μείνεις κουλός και καυλωμένος

Περιττεύει

Έχω κουραστεί, δε θέλω να εξηγώ, πρέπει εσύ να την παίξεις. (από Galadriel, 12/10/11)

Βλ. και βαράει μαλακία στους κουλούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ἀερίζομαι» σημαίνει ἀποβάλλω ἀέρια διὰ τοῦ πρωκτοῦ, συνώνυμο ἀλλὰ ὄχι ταυτόσημον τοῦ πέρδομαι, κλάνω. Τὸ ὗφος τῆς λέξεως εἶναι οὐδέτερο, ἀχρωμάτιστο. Δὲν ἔχει τὴν σοβαροφάνεια τοῦ πέρδομαι, οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθῇ ὅπως τὸ κλάνω· πχ «πάλι ἀερίστηκε ὁ βρωμόκωλος» δὲν στέκει. Χρησιμοποιεῖται στὰ νοσοκομεῖα γιὰ νὰ ἀποφεύγεται κυρίως ἡ ἀμηχανία τῶν ἀσθενῶν, ποὺ ψάχνουν ἕνα κόσμιο τρόπο γιὰ νὰ ποῦν στὸ προσωπικὸ ὅτι τὸ ἔντερο δούλεψε. Τὸ πέρδομαι παρουσιάζει καὶ γραμματικὲς δυσχέρειες.

Στὴν παλαιότερη νοσοκομειακὴ σλάνγκ τὸ «ἀερίζομαι» λεγόταν καὶ περιφραστικά: «Περνάω ἀέρια», τὸ ὁποῖο, παρὰ τὴν κυριολεξία του καὶ τὴν ἁπλότητά του εἶναι σλάνγκ, διότι δὲν λέγεται πουθενὰ ἀλλοῦ καὶ διότι ἀποσιωπᾷ (ἐνόχως) τὸ «διὰ τοῦ πρωκτοῦ μου», «ἀπ' τὴν κωλοτρυπίδα μου», «ἀπὸ τὸ γκρόβερ μου» καὶ ἄλλα ἠχηρὰ παρόμοια.

Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καὶ ἡ τρόπον τινα σχετικὴ καλιαρντὴ λέξις «ἀεραντέρω», μὲ τὴν προφανῆ σημασία «πορδή».

_Πῶς πᾶμε κ. Παπαδόπουλε σήμερα; Ἀεριστήκαμε;
_Ναί, προῐσταμένη μου, δόξα τῷ θεῷ, περνάω ἀέρια κανονικά. Αὔριο ἐλπίζω νὰ βγῶ κιὄλας.
_Μὰ εἶναι πολὺ νωρὶς ἀκόμη γιὰ νὰ πᾶτε σπίτι.
_(Ντροπιασμένα) Μὰ δὲν ἐννοοῦσα ἐξιτήριο, προῐσταμένη μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενέρωτη καὶ γελοία αμερικλανιά, συνιστῶσα παρ' ἡμῖν ἰατρονοσηλευτικὸ slang.

Σημαίνει ὅτι κάποιος ἀσθενὴς ἀτυχεῖ βαρέως καὶ πρέπει νὰ σπεύσῃ ἐπὶ τόπου ἡ ἤδη προκαθωρισμένη ἰατρονοσηλευτικὴ ὁμάδα CPR, δλδ Καρδιο-αναπνευστικῆς ἀνανήψεως. Ὅλα παγώνουν ἐκείνη τὴν ὥρα. Παγώνουν καὶ ὅσοι γνωρίζουν τί σημαίνει ἡ ἐκφώνησι ἀπὸ τὰ μεγάφωνα «Προσοχὴ παρακαλῶ! Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α» (μὲ ἐπανάληψι).

Ἀποτελεῖ κατὰ λέξιν μετάφρασι τῆς ἐκφράσεως «Code blue», δῆθεν γιὰ νὰ μὴν καταλαβαίνουν καὶ ἀνησυχοῦν οἱ «ἄσχετοι» (lay persons). Ἀρκετά παλαιότερα θυμᾶμαι ὅτι στὴν Ἀμερική λεγόταν «Code red», τὸ ἄλλαξαν ὅμως, προφανῶς για ξεκάρφωμα, ἴσως καὶ γιὰ νὰ μή μπερδεύονται μὲ τὴν ἔκφρασι «Red tape», ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐκεῖ γραφειοκρατικὴ καθυστέρησι.

Σὲ περίπτωσι ποὺ ὁ κωδικὸς μπλὲ ἀποδειχθῇ πούτσες μπλέ, ὑπάρχει σαφὴς διοικητικὴ ἀπαγόρευσι γιὰ ἐρωτήσεις ποὺ θὰ φέρουν σὲ δύσκολη θέσι αὐτὸν ποὺ τὸν «χτύπησε» (= σήμανε). Παρὰ ταῦτα οἱ καλοὶ συνάδελφοι τοῦ ρίχνουν τὸ σχετικὸ «κωλοδάχτυλο», μὲ ὅλη τους τὴ συμπάθεια κι εγώ σ' αγαπώ.

Ἀπὸ τὰ μεγάγωνα τοῦ νοσοκομείου:
«Προσοχὴ παρακαλῶ! Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α. Ἐπαναλαμβάνω: Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐπίμηκες ἀντικείμενο, καρφί, κυρίως ὅμως καβλί.

Ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν τουρκικὴ λέξι çivi, ποὺ σημαίνει καρφί, ἐπίμηκες ἀντικείμενο, κυρίως μυτερό.

(Ὁ Δ/κτης ἔχει ρίξει φυλακὴ στὸν Καραμῆτρο)
- Μαλάκα, ἀφοῦ ἐσύ ἔφταιγες, γιατί δὲν τὸ εἶπες;
- Γιὰ νὰ φάῃ τὸ τσιβὶ ἄλλος ρὲ μαλάκα!

Το παραδοσιακό... (από joe909, 03/08/11)...και το αμερικλάνικο. (από joe909, 03/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεολειχία στὴ ντούρα λιάρντα.

Πρόκειται ἴσως γιὰ τὸ μόνο σημεῖο ὅπου ὁ σεβαστὸς Πετρόπουλος δὲν εἶναι ἀκριβής, μεταφράζοντάς το ὡς αἰδοιολειχία. Πιστεύω ὅτι πρόκειται περὶ κεκτημένης ταχύτητος ἢ τυπογραφικοῦ παροράματος, μιᾶς καὶ τὸ ἁπλὸ πομπόν (ἢ πονπὸν) ἦταν σὲ εὐρεῖα καλιαρντοχρῆσι μὲ τὴ σημασία τῆς αἰδοιολειχίας (μὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια τοῦ αἰδοίου, ἐννοουμένου ἀποκλειστικῶς ὡς ὀργάνου τοῦ θήλεος, ἐνῷ παλαιότερα τὰ αἰδοῖα ἐσήμαιναν τὰ γεννητικὰ ὄργανα ἐν γένει).

Ὁ Πετρόπουλος προτείνει δύο πιθανὲς ἐτυμολογήσεις γιὰ τὸ πομπὸν ἢ πὸν-πὸν (καὶ κατ´ ἐπέκτασιν γιὰ τὸ ὑπ´ ὄψιν λῆμμα):

  • Τὸ γαλλικὸ bonbon (ζαχαρωτό), προφανῶς συνειρμικῶς, διότι αὐτὸ πιπιλίζεται ἢ γλείφεται.
  • Τὸ ἐπίσης γαλλικὸ pompon (κρωσσός, φοῦντα), συνειρμικῶς ἐκ τοῦ τριχωτοῦ τοῦ ἐφηβαίου, [ἄλλο τώρα ἂν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα σπανίζει τὴν σήμερον, κατ´ ἐπιταγὴν τῆς διεθνοῦς τῶν ὁμοφιλοφίλων μοδίστρων, ποὺ προωθεῖ τὰ νεκροφιλικὰ καὶ ἀφυλετικὰ (asexuel) πρότυπα γιὰ σερνικοὺς καὶ γιὰ θηλυκούς].

Μεταξὺ τῶν δύο θὰ ἔκλινα ὑπὲρ τοῦ πρώτου ἐτύμου, διότι παριστάνει πολὺ καλὰ τὴν πρᾶξι καθαυτήν, ἐνῷ τὸ δεύτερο παριστάνει μόνο τὸ ἀντικείμενο (τοῦ πόθου), καὶ εἶναι γι´ αὐτὸ λιγότερο παραστατικό. Ὅμως θὰ ἄξιζε νὰ δοῦμε καὶ μιὰ τρίτη ἐκδοχή, αὐτὴν τῆς γαλλικῆς λέξεως pompe (ρῆμα pomper), ποὺ σημαίνει:

  • Πομπή, παράταξις (δὲν μᾶς κάνει).
  • Ἀντλία, τρόμπα, ποὺ μᾶς κάνει μιὰ χαρά, ἰδίως μὲ τὴ δική μας χρῆσι τοῦ φραπέ.
  • Μάταιες ἡδονές (ἀπηρχαιωμένη σημασία: Vanités, faux plaisirs mondains qui distraient le chrétien de ses devoirs religieux), ἡ ὁποία μᾶς κάνει κατὰ σκανδαλώδη τρόπον.

Ἡ λέξις πομπίνο μοιάζει ψευδοϊταλικὸ ὑποκοριστικὸ τοῦ πομπόν. Δὲν θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ bonbon, καὶ ἀκόμη λιγότερο ἀπὸ τὸ pompon. Συμβατὴ μὲ τὴν ἐτυμολόγησι α. τοῦ Πετροπούλου καὶ τὴ β. δική μου εἶναι καὶ ἡ λέξις πομποτάμπακο, ποὺ σημαίνει τσιμποῦκι (τοῦ καπνίσματος), εἴτε διότι καὶ αὐτὸ γλείφεται, εἴται διότι ρουφιέται, ἀντλεῖται.

Σημειωτέον ὅτι τὸ γλείψιμο λέγεται ροντοσόλ καὶ ροσολιμαντέ (<ροσόλω=γλῶσσα)· τὸ δεύτερο χρησιμοποιεῖται περισσότερο ὡς ἐπίρρημα. Τὸ γλειφιτζοῦρι, ζαχαρωτὸ λέγεται κοντυλομπομπόνι (bonbon).

Καπιάζει τὸ πακέτο τοῦ κατὲ ἡ Γεωργία καὶ τοῦ μπενά μποὺτ σουκρατζέ:

- Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Χορχόριασα γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
Καὶ κοντραστάρει ὁ σπαριλόμπεης:
- Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ!

Γαλλικός φραπέ Πομπαντούρ... για τον Λουδοβίκο ΙΕ και όχι μόνο (από GATZMAN, 20/05/11)Τελευταίος φραπέ στην Πομπηία (από GATZMAN, 20/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ συνεύρεσις μὲ τὸν φαρμακοψώλη θεωρεῖται, κατὰ τὴν λαϊκὴ ἀντίληψι, θανατηφόρος γιὰ τὴν συνουσιαζομένη γυνή. Μεταξὺ τῶν φαρμακοψωλῶν εἶναι ἡ πολλαπλῆ χηρεία λίαν διαδεδομένη.

Ταυτόσημον τὸ φαρμακοπούτσης, φαρμακόπουτσος.

Ἡ λαϊκὴ σοφία δὲν ἔχει πρὸς ὥρας διατετυπωμένην ἄποψιν διὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς συνευρέσεως τοῦ φαρμακοψώλου μὲ κιναίδους. Ἆραγε, νὰ ὀφείλεται τοῦτο εἰς ἔλλειψιν στατιστικῶς ἐπαρκοῦς ἀριθμοῦ περιπτώσεων, ἢ εἰς ἔλλειψιν παρατηρητικότητος; Ἢ μήπως αἱ λοῦγκραι, λουμπῖναι, τζαζκαραμπαζοῦδαι, ταραφόλουμπαι κλπ εἴδη τοῦ τζιναβόκοσμου εἶναι ἄτρωτοι ἀπὸ τὰς φαρμακερὰς ψωλάς; Ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν ἡ ἔρευνα συνεχίζεται.

Ἐγείρεται νῦν τὸ ἐρώτημα: Ποῖος νὰ ἦτον ὁ πρῶτος ἀναφερόμενος φαρμακοψώλης;

Ἡ ἡμετέρα μυθολογία μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τοιούτος (ὄχι δά!) ἦτον ὁ Μίνως, ὁ βασιλεὺς τῆς Κρήτης. Ὁ μῦθος διδάσκει ὅτι ὁ Μίνως παρέμενε ἄτεκνος, παρά τὰς προσπαθείας του, διότι αἱ γυναῖκες, μετὰ τῶν ὁποίων συνηυρίσκετο, κατεσπαράσσοντο μέχρι θανάτου ἀπὸ ὄφεις, ὕδρας, σαρανταποδαρούσας κλπ ὑποτέρατα, τὰ ὁποῖα ἐξήρχοντο τοῦ πέους του, ἀμέσως πρό τοῦ σπέρματος. Κάποτε ἡ Πρόκρις, σύζυγος τοῦ ἥρωος Κεφάλου, ἡ ὁποία τὸ πήγαινε το γράμμα, ἔλυσε τὸ πρόβλημα, κατ' ἄλλους μὲ φαρμακοβότανα, κατ' ἄλλους ἐπινοήσασα τὸ πρῶτο προφυλακτικόν, ἐκ τοιχώματος βοείου κύστεως. Ἀφοῦ συνελέγοντο τὰ τέρατα ἐντὸς τοῦ, τρόπον τινα, προφυλακτικοῦ, τοῦτο ἀπερρίπτετο καὶ συνεχίζετο ἡ συνεύρεσις (καί, γιὰ ὅποιον δὲν κατάλαβε, τὸν ξανάχωνε, δηλαδή). Μὲ τὸ τέχνασμα αὐτὸ κατέστη ὁ Μίνως πολύτεκνος.

Ἀνάλογο τέχνασμα διὰ τὴν συνεύρεσιν μὲ φαρμακομοῦνες δὲν ἔχει εἰσέτι ὑποπέσει εἰς τὴν ἀντίληψίν μου.

[...] Μήν τυχόν δούν κι' αγαπήσουν αυτόν τον Ησύχιο και τις κλαίτε αύριο σαβανωμένες! Άααα! ΘΕΑΓΕΝΗΣ-ΗΣΥΧΙΟΣ [...] άλλο όνομα δέν βρήκαν να δώσουν ο παπάς και η μάνα του σ' αυτόν τον φαρμακοψώλη!» Διότι, μέσα σ' όλα, είχε συμβεί φυσικά να θεωρήσουν το σπέρμα του δηλητήριο [...].

(Ζ. Ζατέλη, «Και με το φως του λύκου επανέρχονται»)

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ γυναίκα ἐν γένει, στὰ καλιαρντά. Ἐν συνθέσει προσδιορίζει τὸ εἶδος τῆς γυναικός, πχ ἡρακλομουτζοῦ=κόρη.

Ἔχει πολλὰ ἐνδιαφέροντα παράγωγα. Ἰδιαιτέρως ᾿ἀξιοσημείωτο θεωρῶ τὸ ἡρακλωτά = ἀνάσκελα (δηλ. γυναικεῖα). Τὸ ἀντίθετο λέγεται νορμάλ!

Ἡ ἐτυμολογικὴ συσχέτισις μὲ τὸ Ἡρακλῆς (τὸ προτείνει καὶ ὁ Πετρόπουλος) φαίνεται νὰ σχετίζεται μὲ τὸ δέος πρὸς τὸ ἀρχέτυπο τοῦ ἄλλου ἀπὸ αὐτὸ τῆς γυναικός, ἀλλὰ ἰδίου μὲ αὐτὸ τοῦ κιναίδου, φύλου, δέος τὸ ὁποίο καθορίζει καὶ τὴν φύσι τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὡς διαταραχῆς (κι ἂς μήν τὸ δέχεται πλέον ὁ συνασπισμὸς κιναίδων καὶ συμπαθούντων ποὺ ἔβγαλαν τὸ DSM4).

Ἐπειδὴ ἡ διπλῆ ἀντιστροφὴ φύλου μοῦ προκαλεῖ πρόβλημα κατανοήσεως, ποὺ ἀδυνατῶ νὰ λύσω, προκηρύσσω δημοσία διαβούλευσι γιὰ τὸ θέμα τῆς ἐτυμολογίας.

Ἡ Λίτσα, ἡρακλομουτζοῦ τοῦ μπαρμπα-Γιάννη. (Μετάφρασι: Ἡ Λίτσα, ἡ κόρη τοῦ τάδε...)

Η κυκλαδίτισσα Ηρακλειά (από GATZMAN, 26/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαποράκι ὠνομάζετο παλαιὰ καὶ τὸ σίδερο σιδερώματος.

Ἀναφέρομαι στὴν πρὸ τοῦ ἐξηλεκτρισμοῦ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ σιδέρωμα γινόταν μὲ σίδερα θερμαινόμενα μὲ κάρβουνα ἀπὸ τὸ τζάκι ἢ τὴ φουφού κλπ. Τὸ ἐργαλεῖο-πρόδρομος τοῦ σημερινοῦ ἦταν οὐσιαστικῶς ἕνα κούφιο σιδερένιο κουτὶ σὲ σχῆμα πλοίου, μὲ βαρειὰ λεία βάσι καὶ ἀνασπώμενο καπάκι μὲ λαβή. Ἀπὸ ἐπάνω ἔβαζαν τὰ κάρβουνα, τὰ ὁποῖα ἤρχοντο σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μέ, καὶ πύρωναν τὴ βάσι. Στὰ πλάγια ὑπῆρχαν ὀπὲς ἢ σχισμὲς ἀερισμοῦ (τὰ φινιστρίνια, ἂς ποῦμε). Ὅταν ἡ ἔντασι τῆς πυρᾶς ἔπεφτε, ἡ σιδερώτρια ὑπέβαλε τὸ βαποράκι σὲ χαρακτηριστικὴ πλευρικὴ ἐκκρεμοειδῆ αἰώρησι, ὥστε νὰ φουντώσῃ ἡ θράκα, ἐφ' ὅσον ἀεριζόταν ἔντονα μέσῳ τῶν πλευρικῶν ὀπῶν. Μεγάλου ἐνδιαφέροντος ἦταν ἡ στάσι τῆς σιδερωτρίας κατὰ τὸν ἀερισμό: Ἡμίσκυφτη, μὲ ἀνοιχτὰ τὰ πόδια, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ ἰσορροπία της, διότι τὸ βαποράκι εἶχε σημαντικό βάρος.

Ὅταν ἤμουν μικρὸς ἦταν ἡ ἐποχὴ τοῦ ἐξηλεκτρισμοῦ τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος ὡλοκληρώθηκε ἐπὶ δικτατορίας. Μὲ τὴν ὁλοκλήρωσι τοῦ ἐξηλεκτρισμοῦ χάθηκε καὶ τὸ βαποράκι ἀπὸ τὰ σπίτια, παρέμεινε ὅμως σὲ χρῆσι ἀπὸ ἐπαγγελματίες ἐμπορορράπτες μέχρι τῷ ᾿ 80. Σὲ σχετικὴ ἐρώτησί μου, ὁ ράφτης μας ἀπήντησε ὅτι αὐτὸς εἶναι ἐπαγγελματίας, καὶ τὴ δουλειά του δὲν τὴν ψευτίζει μὲ τέτοια μασκαραλίκια (ἐννοοῦσε τὸ ἠλεκτρικὸ σίδερο).

Κατίίίίνα! Φέρε μαρὴ κανένα κάρβουνο ἀπ' τὴ φουφού!
Γιατὶ καλὲ θεία;
Δὲ βλέπεις μαρή; Σιδερώνω. Τὸ βαποράκι κρύωσε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified