Σλαγκικὸς τῦπος τῆς κοινῆς ἐκφράσεως «καὶ μιὰ ποὺ τ' ἀναφέραμε».

«Καὶ μιὰ πουτάνα φέραμε, ὁ πούστης καθέτου ἀποτελεῖ ἀρχίδια τὴν γεωμετρίαν.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ παροχὴ ἀγαθοῦ τινος, ἐν ἀνεπαρκείᾳ εὑρισκομένου, πρὸς ὁμάδα ἀνθρώπων, ἔτσι ὥστε αὐτοὶ νὰ πρέπῃ νὰ διαγκωνισθοῦν, προκειμένου νὰ τὸ ἐξασφαλίσουν γιὰ τὸν ἑαυτόν τους ἕκαστος.

Ἡ λέξις προέρχεται εἴτε ἀπὸ τὴν «βουτιά» (plongeon), ποὺ χρειάζεται νὰ κάνῃ κάποιος γιὰ ν' ἁρπάξῃ τὸ ἀντικείμενο, εἴτε ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ τὸ ἅρπαξε, τὸ «βούτηξε» ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

βουταρία ἦταν συνηθισμένη ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό. Κάποιοι πιτσιρικάδες γούσταραν πότε-πότε νὰ βλέπουν τοὺς ἄλλους νὰ πλακώνωνται γιὰ καμμιὰ γκαζὰ ἢ καμμία κάρτα μὲ σημαῖες κρατῶν, ποὺ ἦταν τὸ συλλεκτικὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, στὰ χρόνια ἐκεῖνα. Συχνότερα εἶχε τὸ κίνητρο τοῦ νὰ αἰσθανθοῦν ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν ὑπολοίπων, καὶ σπανίως τὴν πραγματικὴ πρόθεσι νὰ χαρίσουν κάτι ποὺ τοὺς περίσσευε ἢ δὲν ἤθελαν πιά.

Φαίνεται ὅτι ἡ βουταρία ἐπανέρχεται στὴ μόδα, διότι ἐχρησιμοποιήθη ἀπὸ τὴν Προεδρία τῆς Δημοκρατίας (μας), βλ. παράδειγμα 2.

  1. - Ρέέέέέέ! Ἀκοῦτε ρέέέ! Βουταρία ἕνα χαρτάκι Ζανζιβάρη!
    - Ρίχτο ρέέέέέέ!

  2. Σχόλιο ἀπὸ τὶς εἰδήσεις τῆς 10/11/11 (ἐπέκειτο ἡ ἀνακοίνωσι τῆς πρωθυπουργοποιήσεως Παπαδήμου. Στὶς 9/11/11 εἶχε ἀνακοινωθῆ ἡ πρόθεσι νὰ πρωθυπουργοποιηθῇ ὁ Πετσάλνικος μὲ τὴ μέθοδο τῆς βουταρίας):
    Ὁ κ. Μπίτσιος θὰ διαβάσῃ τὴν ἀνακοίνωσι τῆς Προεδρίας καὶ μετὰ θὰ μοιράσῃ τὸ κείμενο στοὺς δημοσιογράφους. Ἐλπίζουμε νὰ μὴν ξαναγίνῃ τὸ μοίρασμα μὲ τὴ μέθοδο τῆς βουταρίας, ὅπως χθές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραπεζικὸ slang, ποὺ σημαίνει τὸ ἐτήσιο ποσὸν ποὺ πληρώνει κανεὶς γιὰ νὰ διατηρήσῃ ἑταιρεία off shore σὲ δικαιοπρακτικὴ κατάστασι.

(Ὁ διευθυντὴς παίρνει τηλέφωνο καὶ λέει συνθηματικά):
- Κύριε Τάδε, πλησιάζει ὁ καιρὸς γιὰ τὰ δίδακτρα. Μή βρεθοῦμε ἐκπρόθεσμοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς συμβατικὲς ἔννοιες, σημαίνει:

  1. Φεύγω. Συνώνυμα τὰ παίρνω δρόμο, την κάνω (ἐννοεῖται μὲ ἐλαφρὰ πηδηματάκια, κατσίκα, φίδι κλπ, ἀναλόγως τῆς χροιᾶς ποὺ θέλουμε νὰ δώσουμε).

  2. Δουλεύω, μελετῶ ὑπερβολικά, τόσο ποὺ νὰ ἔχω κάποια ἀρνητικὴ συνέπεια. Ἐκτὸς ἂν εὐκόλως ἐννοεῖται, τὸ σπάω συνοδεύεται ἐδῶ ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας, πχ. σπάω στὸ διάβασμα. Παράγωγα τὸ σπασίκλας, σπάσμα, σπάσος.

  3. Γιὰ διάφορες ἄλλες χρήσεις, ὅλες σλαγκικές, βλ. Τριαντάφυλλο, γιὰ νὰ μή γίνωμαι σπαστικός.

  1. Σπάσε, ρὲ μόρτη, δὲ σὲ παίρνει... Ἄκουσες ρέέέ;

  2. Μαλάκα, αὔριο εἶπε θὰ ρίξῃ διαγώνισμα. Θὰ κάτσω μέσα νὰ σπάσω.

  3. Μή μοῦ τὴ σπᾶς, ρὲ Λίλιαν! Ὅλο PMS καὶ PMS, ΓΤΠ μου!

στο 0:40 (από allivegp, 23/05/10)

Επειδή ανώνυμα μας παίρνει να γίνουμε σπαστικοί, πέρα 'πο τους υπόλοιπους ορισμούς στο λήμμα, δείτε ακόμη: σπάω βράχια, σπάω επιταγές, σπάω καθρέφτες, σπάω καυλί, σπάω πλάκα, σπάω πρόγραμμα, σπάω σε κέρματα, σπάω στον πούτσο, σπάω την κατοστάρα, σπάω τον καρπό, σπάω τον τσαμπουκά, σπάω τον πάγο, τα σπάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Προέρχεται ἐκ παρομοιώσεως μὲ τὴν παλαιότερα περιζήτητη μικρὴ καὶ σφικτὴ μπάμια Μπογιατίου (νῦν Ἅγ. Στέφανος Ἀττικῆς), ἄλλωστε τὸ λῆμμα ἀπαντᾶται ἐπισήμως καὶ στὴν πλήρη μορφή του: Μπάμια Μπογιατίου, τὸ ὁποῖον στὴ σύγχρονη ἐποχὴ ἠχεῖ ἀκόμη πιὸ καλιαρντό (ἐξωτικό), μιᾶς καὶ ἐλάχιστοι θυμοῦνται πιὰ τὸ Μπογιάτι ὡς τοπωνύμιο, ἴσως δὲ ἀκόμη λιγότεροι ὡς ποίημα (Τὸ θέαμα τοῦ Μπογιατίου ὡς κινουμένου τοπίου).

Ἡ καλιαρντὴ διαθέτει γιὰ τὴν περιγραφὴ αὐτοῦ τοῦ «ἀποτροπαίου καὶ θλιβεροῦ θεάματος» τὰ ἑξῆς συνώνυμα: φιστίκι, σφαίρα, τουτού. Ἄλλες λέξεις (κατά τινας καλιαρντόμορφες), ὅπως φίφα, λιλί, λιλίκα, λιλικάκι κλπ δὲν μαρτυροῦνται εἰς τὴν καλιαρντή, ἀποτελοῦν δὲ μᾶλλον babytalk.

Ἀντίθετον τὸ γούδα, συναντώμενον καὶ ὡς γουδούμπα καὶ ὡς γουδέλα.

Δανείζομαι ἀπὸ τὸν Johnblack, διότι εἶναι κορυφαῖο:

Φιλικὴ ἐρώτησι σὲ κίναιδο:
- Παίζει καμιά γουδούμπα τελευταία ή μόνο με μπάμιες τη βγάζεις; Ἀπάντησις: - Ἄστα τζόνι μου, τόσες μπάμιες που 'χω μαζέψει, μόνο εγώ κι ο Μπαρμπαστάθης!

παρτε κοσμε φρεσκο και σπαρταριστο (από ο αυτοκτονημενος, 17/01/10)Και Ιντεραράπικαν και Ομπάμιας: Σχήμα οξύμωρο! (από Khan, 19/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ περιτετμημένο πέος, στὴν Καλιαρντή.

Τὸ ἔτυμον εἶναι προφανῶς ἀπὸ τὴ γαλλικὴ λέξι déchapeauté, «ὁ μὲ βγαλμένο τὸ καπέλλο, ξεσκούφωτος» (πρβλ. καὶ φούφουτος) τουτέστιν ὁ περιτετμημένος.

Τὸ περιτετμημένο πέος μὲ ἐγχάρακτη βάλανο λέγεται τοκμαντέ σαρμέλα. Τέτοια πλουμιστὰ πέη ἀπαντοῦν σὲ μερακλῆδες ἀνατολίτες, εἴτε ἀγοραίους τύπους, εἴτε μέλη ταντρικῶν σεκτῶν τοῦ παραδοσιακοῦ Ἰσλάμ. Ἐκτὸς τοῦ ἐντυπωσιακοῦ θεάματος ποὺ προσφέρουν ἐν στύσει, ἔχουν καὶ μεγαλύτερο τοῦ ἀρχικοῦ μέγεθος, λόγῳ τοῦ ἐκ τῶν χαραγῶν προσθέτου περιθωρίου διαστολῆς τῆς βαλάνου (ζητεῖται μήδι).

Τὴν ἐτυμολογία θεωρῶ σχεδὸν βεβαίαν ἐκ τοῦ Τουρκικοῦ tokmak, «σφυρί, σφῦρα, σκαθάρι», μὲ προφανεῖς προεκτάσεις (πχ πρβλ γοῦδα). Ἡ κατάληξις -ντὲ εἶναι προφανῶς παρετυμολογικῆς προελεύσεως ἀπὸ τὴν προσφιλῆ στοὺς κιναίδους Γαλλική.

Οἱ κάθε λογῆς κίναιδοι, κυρίως δὲ οἱ φιλέλληνες τοιοῦτοι τύπου «σὶκ ἀλὰ τσάϊ νανάϊ», γουστάρουν ντεσαποτὲ σαρμέλες, διότι αὐτὲς ἀβέλουν τανάκα φρομάζ Ὑμηττοῦ. Ἄμα χορχοριάσουνε βέβαια, καὶ νάκα ντὶκ ἀπὸ τὸ ντέζι, ἀλλάζει τὸ πρᾶγμα.

Γλωσσάριον
- Φιλέλλην: εὐγενικὸς κίναιδος, ἐκ γενικεύσεως τοῦ Λόρδου Βύρωνος. Λέγεται καὶ ἁπλῶς μπάϋρον.
- σὶκ ἀλὰ τσάϊ νανάϊ: πολὺ ἐκλεπτυσμένος.
- φρομάζ Ὑμηττοῦ: τὸ σμῆγμα τοῦ πέους.
- τανάκα: ὄχι, καθόλου (μὲ στερητικὴ σημασία).
- χορχοριάζω: καίγομαι ἀπὸ καῦλα.
- νάκα ντὶκ ἀπὸ ντέζι: δὲν βλέπω ἀπὸ καῦλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμησις (μὲ μετατροπὴ) τοῦ μουνόπανο, ὅταν αὐτὸ χρησιμοποιεῖται ὡς ὑβριστικὸς-ὑποτιμητικὸς χαρακτηρισμὸς προσώπου.

Πρόκειται γιὰ Πατρινὸ ἰδιωματισμό, τὸν ὁποῖον ἔμαθα ἐπὶ τόπου τὴν δεκαετία τοῦ ὀγδόντα, καὶ ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαιώθηκε ἐν συνεχείᾳ στὴν καθ' ἡμέραν πρᾶξι ἀπὸ δύο εἰδικευομένους ποὺ εἶχα, μέχρι τὸ 1995.

Ἐπιμελητής: Παναγιώτη, εἶπε ὁ Σόλων (συνειδικευόμενος γιατρὸς μὲ τὸν Παναγιώτη) νὰ κατέβῃς ἐσύ στὰ ἐξωτερικὰ ἰατρεῖα, διότι τὸν θέλει ὁ διευθυντής.
Παναγιώτης: Τὸν θέλει ὁ διευθυντής, τὸ πανί, νὰ μὴ τοῦ γ... τὴν Π..., τὸ σκατόγλειφτα... ...Δὲν πάω πουθενά νὰ τοῦ πῇς. Σιγὰ μὴν κάτσω ἐγὼ νὰ γ...μαι κι αὐτὸς νὰ μινάρῃ. (Μετὰ ἀπὸ λίγο προσθέτει:) Καλὰ ρέ, θἄρθω νὰ σὲ βοηθήσω... (προσθέτει δὲ μουρμουρίζοντας:) Τὸ μουνόπανο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται γιὰ τὸ εἶδος ἐκεῖνο τεμπέλη καὶ κοπρίτη, ποὺ ἔχει ὡς χαρακτηριστικό, ὅτι τὸ καλοκαῖρι πιάνει τοὺς ἴσκιους καὶ ἀρέσκεται ἰδίως στὶς δροσερὲς πεζοῦλες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες βρίθουν οἱ πλατεῖες τῶν χωριῶν μας, τὰ σοκάκια καὶ τὰ ξάγναντα τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου. Δὲν ἁρμόζει ὡς ἀστικὸς χαρακτηρισμός. Εἶναι τύπος συμπληρωματικὸς τοῦ λιακαδόρου, μὲ τὸν ὁποῖον μπορεῖ νὰ συναντηθῇ μόνον τυχαίως, διότι κυκλοφοροῦν σὲ ἄλλα στέκια, εὐδοκιμοῦν ἄλλη ἐποχή, καὶ ἔχουν διαφορετικὴ θερμορύθμισι.

Τὸ ἔτυμον προφανές, ἀπὸ τὸ «δροσερὴ πεζοῦλα», καὶ ὁ ἀγαπῶν αὐτήν, δροσοπεζούλας. Τεχνικά, θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφρασθῇ καὶ σὲ πιό vulgaire ὗφος, μὲ ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔχω ποτὲ ἀκούσει.

Ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν χρησιμοποιεῖται ποτὲ γιὰ τεμπέλες γυναῖκες, διότι παραδοσιακῶς αὐτὲς εἶναι περισσότερο περιορισμένες στὸ σπίτι καὶ στὸν ἄμεσο περίγυρο, καὶ δὲν συνηθίζεται νὰ δροσίζουν τὰ ὀπίσθιά των εἰς τὶς πεζοῦλες. Ἐπίσης, εἶναι ἀρκετὰ λιγότερο πιθανὸ νὰ βρεθῇ τεμπέλα γυναῖκα στὸ χωριό, σὲ σύγκρισι μὲ τοὺς πανταχοῦ παρόντες κηφῆνες, ἐξ ὧν ἐτυμολογεῖται καὶ τὸ κηφηνεῖον (καφενεῖον). Ἂν βρεθῇ καὶ καμμία τεμπέλα, αὐτὴ θὰ χαρακτηρισθῇ περισσότερο ὡς ἀνεπρόκοπη καὶ μούχλα, καθὼς καὶ ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς φυγοπονίας, πχ ἀμαγέρευτη, ἄπλυτη, ἀσκούπιστη (οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ εἶναι slang κατὰ τοῦτο, ὅτι δὲν ἰσχύουν κατὰ κυριολεξίαν· δηλ. ἄπλυτη σημαίνει αὐτὴ ποὺ δὲν ἔχει κάνει τὴ μπουγάδα της, καὶ ὄχι τὴν ἀτομική της καθαριότητα).

Ὀπτικῶς, ὁ δροσοπεζούλας παραπέμπει σταθερὰ σὲ φαρδόκωλο ἄνδρα, διότι ἀλλέως πέως, πῶς θὰ ἀπελάμβανε τὴν δρόσον τῆς πεζούλας, μὲ μικρὴ ἐπιφάνεια ἐπαφῆς (;) Εἶναι ἐπίσης σύνηθες, νὰ φέρῃ κλαδάκι βασιλικοῦ ἢ ματζουράνας ἢ ἀρμπαρόρριζας πάνω ἀπὸ τ' αὐτί, διότι ἔχουν κι αὐτὰ δροσιά, μυρίζουν καὶ ὡραῖα, καὶ ὁ δροσοπεζούλας εἶναι ρέκτης καὶ φιλήδονος τύπος.

Ἐπίσης, ρέπει ὁ δροσοπεζούλας εἰς τὴν θυμοσοφίαν, τὴν θεωρητικολογίαν τὴν τερατολογίαν καὶ τὸν ξερολισμόν, διότι σπανίως βρίσκεται μόνος του, καὶ οἱ ἐν συνόδῳ δροσοπεζοῦλες κάτι πρέπει νὰ λένε μεταξύ τους, ἄσε ποὺ ἐμφανίζεται ἐνίοτε καὶ ἀνταγωνισμός. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶναι δύσκολο νὰ κατηγορηθῇ τὸ εἶδος αὐτὸ τεμπέλη: Ἡ χαρτοπαιξία, ἡ οὐζο-κονιακο-ρακοποσία καὶ ἡ ἀκατάσχετος πολιτικολογία εἶναι μερικὰ ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα εὐδοκιμοῦν περισσότερο στὸ περιβάλλον τοῦ κηφηνείου.

Ὁ χαρακτηριστικὸς δροσοπεζούλας ἔχει ἐργασθῆ ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καθόλου, ἀναπολεῖ δὲ τὰ «χρόνια» τοῦ μόχθου μὲ νοσταλγία, καὶ συχνὰ ἀναφέρεται σ' αὐτά, πῶς πχ πλένανε στοίβες πιάτων στὴν Ἀμερική, πῶς διεκπεραιώνανε τόνους ἐγγράφων στὸ Δημόσιο, μέχρι ποὺ βγῆκε στὴ σύνταξι μὲ κάποιο εὐεργετικὸ νόμο ἢ εὐεργετικὴ κομπίνα.

Σύγκρισις λιακαδόρου καὶ δροσοπεζούλα, ἀντιστοίχως (φυσικά, ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις):

  • Ψυχρόαιμος : Θερμόαιμος
  • Νωχελής : Ζωτικός, κινητικός
  • Δὲν δείχνει ἐνδιαφέρον, βαρυέται : Ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλα, δὲν βαρυέται καθόλου
  • Ἀπρόθυμος γιὰ ὁμιλία : Ὁμιλητικότατος
  • Ἐσωστρεφής : Ἐξωστρεφής
  • Ἀπαντᾶται στὶς λιακάδες, κατὰ τὶς ψυχρότερες ἐποχὲς τοῦ ἔτους : Ἀπαντᾶται στοὺς παχειοὺς ἴσκιους καὶ στὶς πεζοῦλες, κατὰ τὶς θερμότερες ἐποχὲς τοῦ ἔτους.

- Μῆτσο, ἔχουμε ρὲ καναγκαλὸν ἡλεκτρολόγο;
- Ναί, ἀμέ, τὸν Ἀρίστο.
- Ἄσε ρὲ τὴ ντρέλα σου, μ' αὐτὸν τὸ δροσοπεζούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tὸ λουκρητία εἶναι εἶδος κιναίδου καὶ ἀνήκει στὴν ὁμάδα ποὺ παράγεται ἀπὸ τὸ βασικὸ λῆμμα λοῦγκρα. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ θηλυπρέπεια καὶ σοβαροφάνεια.

Ἄλλες παραπλανητικὲς παραλλαγὲς εἶναι λουγκρέτα, γκρέτα καὶ γκρέτα γκάρμπο, τὰ ὁποῖα περιέργως δὲν ἀναφέρει ὁ Πετρόπουλος, παρ' ὅτι εἶναι ἀρκετὰ κοινά. Τὸ τελευταῖο λέγεται γιὰ νὰ προσδώσῃ ἰδιαιτέρως ρομαντικὸ ἢ μοιραῖο τόνο στὴν προσφώνησι/χαρακτηρισμό τοῦ κιναίδου.

Ἀπὸ ὀρθογραφικῆς πλευρᾶς, τὰ τρία τελευταῖα θὰ ἔπρεπε ἴσως νὰ γράφωνται μὲ διπλὸ τ, διότι παραπέμπουν στὴν κατάληξι -ette τῆς γαλλικῆς.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλοῦπα λέγεται τὸ συσσωμάτωμα ἰνῶν, τὸ τριχοπίλημα, ἰδίως ἂν ἔχῃ κάποιο μέγεθος, ποὺ νὰ διακαιολογῇ τὴν χορταστικὴ «κατάληξι» -οῦπα. Βλ. καὶ σχόλιο στὸ λῆμμα μπάμπαλο.

Ἐπίσης, μαλοῦπα λέγoνται τὰ φύκη, ποὺ μαζεύονται στὰ ὕφαλα τῶν πλοίων καὶ προκαλοῦν ἐλάττωσι τῆς ταχύτητος. Αὐτὴ ἡ μαλοῦπα λέγεται καὶ στρειδῶνα, διότι τὰ φύκη συνυπάρχουν μὲ διάφορα μικρὰ ὄστρεα (καμμιά φορὰ μύδια, ὄχι στρείδια πάντως).

Ἐνίοτε, παραστατικὴ ὑποκατάστατη λέξι γιὰ τὸ τριχωτὸν τοῦ ἐφηβαίου, ὑφ' ὡρισμένας εὐνοήτους προϋποθέσεις.

Ἡ ἐτυμολόγησις εἶναι ἀπὸ τὸν συμφυρμὸ τῶν λέξεων μαλλὶ καὶ τουλοῦπα. Τουλοῦπα < τολύπη, ποσότης ἀκατεργάστου μαλλιοῦ ἐπάνω σὲ ρόκα. Προφανῶς ἡ τουλοῦπα δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὸ χασικλίδικο γλυκάκι, τὴν τουλοῦμπα. Δεδομένης τῆς ἐτυμολογήσεως αὐτῆς, ἡ μαλοῦπα πρέπει νὰ γράφεται μὲ διπλὸ λ, ἔχει ὅμως ἐπικρατήσει μὲ ἕνα.

  1. - Μαλοῦπα πιάσατε, ἀνοικοκύρευτες, κάτ' ἀπ' τὰ κρεββάτια! Κάντε καὶ κανὰ σκούπισμα...

  2. - Γιακουμή, τὸ καΐκι ἔπιασε μαλοῦπα (στρειδῶνα), κι ἔχουμε ταξείδι. Νὰ τὸ βάλουμε στὸ ποτάμι, κανέ.

  3. - Καὶ βγάζει τὸ βρακί της, μεγάλε, ἡ Μάρω, καὶ βλέπω μιὰ μαλοῦπα, παλτὸ ὁλάκερο, δικέ μου.

Μαλοῦπα (από aias.ath, 14/12/09)Μαλοῦπα imitation (από aias.ath, 14/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified