Ἔτσι λέγεται ὁ κασμὰς (τὸ σκαπτικὸ ἐργαλεῖο) στὴ ΒΔ Κρήτη.

Ἐπειδὴ στὴν αὐτὴ περιοχὴ ὀνομάζεται μπίκα ἡ μύτη (ἀνατ., ἀλλὰ καὶ κάθε αἰχμηρὴ διαμόρφωσι), συνάγω ὅτι ἡ ἐτυμολογικὴ προέλευσι πρέπει νὰ εἶναι ἰταλ. becco (ἀγγλ. beak)>μπίκα=μύτη>μπίκος=κασμάς (προφ. διότι εἶναι μυτερός).

Θεωρῶ ἐπίσης ὅτι δὲν ὑφίσταται ἐτυμολογικὴ σχέσις μὲ τὸν μπί(ῆ)κο=ταῦρο, μιᾶς καὶ ἡ προσφερθεῖσα ὑπὸ ΜΧΣ ἀνάλυσις ἦτο πλέον ἢ πειστική.

Οἱ χωροφυλάtchοι μᾶς ἀρωτούσανε ντελόγο στὰ σύνορα ἦντα δουλιὰν ἐκάμαμε. Τchὲ μεῖς τὼς ἐλέγαμε πράμα ματσακούπι τchὲ μπικαδάτchι τch´ ἐτσὰ πράματα, σκαφιάδες πὼς ἤμαστονε ἐδά, νὰ θρέψωμε θέλει τὰ μπαντέρμα τὰ κοπέλια μας.
(ἀπὸ σημειώσεις τοῦ παπποῦ μου γιὰ τὸν Μακεδονικὸ ἀγῶνα).

Got a better definition? Add it!

Published

Μονὰς μετρήσεως μήκους, ἴση μὲ τὸ πλάτος μιᾶς παλάμης.

Οἱ μετρήσεις ἐκτελοῦνται πάντοτε διὰ συγκρατήσεως τοῦ ὑπὸ μέτρησιν ἀντικειμένου στὴν παλάμη· συνεπῶς ἀφορᾷ μόνο σὲ σωληνοειδῆ ἢ στυλιαροειδῆ ἀντικείμενα.

Ἀνήκει στὶς σχετικὲς (δηλαδὴ ὄχι ἀπόλυτες, σταθερὲς) μονάδες μετρήσεως, γι' αὐτὸ καὶ δὲν φυλάσσεται στὶς Sevres, ἀλλὰ ὁ καθεὶς φυλάσσει τὸ δικό του.

Ἄλλες συμπληρωματικὲς πρὸς τὸ χειροκλάδι μονάδες, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν ἀποτελοῦν ὑποδιαιρέσεις του, εἶναι ὁ ἀντίχειρ καὶ τὰ ἄλλα δάκτυλα, ἐννοούμενα βεβαίως ἐγκαρσίως.

Τὸ μῆκος τοῦ πέοντος εἶναι, φυσιολογικῶς, δύο χειροκλάδια καὶ δύο ἀντίχειρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρέπεια, λόγιος, λογιωτατισμός, ἀναλόγως τῶν συμφραζομένων.
Πρόκειται γιὰ ἀσυνήθως χρησιμοποιουμένη λέξι, λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ καλιαρντὴ ἔχει ἐν γένει τὸ κέντρο ἐνδιαφέροντός της σὲ διαφορετικὴ θεματολογία. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου, σὲ τέτοιες περιπτώσεις, τὸ νόημα ὁρίζεται μὲ ἀκρίβεια ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα.
Τὸ ἔτυμον ἀβέβαιον: Συμπλέκονται μὲ ἀσαφῆ τρόπο οἱ ἔννοιες σίκ (βλ. λ.), ρανζέ (γαλλιστὶ rang=τάξις, κοινωνικὴ θέσις, rangé=τακτοποιημένος, εὐγενής, κόσμιος), ὀριεντὰλ=ἀνατολίτης (ἴσως καὶ μὲ λίγο ἀέρα express orient στὴν ἀτμόσφαιρα;).
Ἡ λέξις ρανζὲ (ἐνίοτε καὶ ρανσὲ ἀπὸ ὀλιγογραμμάτους κιναίδους, βλ καὶ Πετρόπουλο) δίδει τὸ στάτους, ἡ λέξις ὀριεντὰλ τὸ ὗφος, καὶ τὸ σὶκ προσδίδει τὸ λοῦστρο, στὴ σύμπλοκη αὐτὴ ἔννοια τῆς λιάρντας.

Πρβλ καὶ τὸ σὶκ σαλόν=ἁβρότης, εὐγένεια τρόπων, ἀλλὰ καὶ κυριολεκτικῶς, κομψοπρεπὲς σαλόνι.

Πρὰνς πουλοβιδώθηκε ὁ πουρόπουρος τῆς Λουλοῦς· ἐβούελε μαντὰμ μπεναβία μὲ τὴ λουμπέσκω τὴν ἄλλη, ποὺ τὸν σουκροντίκελε. Σταπίκολα μᾶς μπέναψε καὶ ποεζίες. Μποὺτ λατσὸς καὶ σὶκ ρανζὲ ὀριεντὰλ ὁ σκελοσάλιαγκας.

Τουτέστιν:
Παραδίπλα κάθησε ὁ παποῦς τῆς Λουλοῦς· γούσταρε κουβεντοῦλα μὲ τὴν ἄλλη τὴν πούστρα, ποὺ τὸν γλυκοκοίταζε. Μετὰ μᾶς ἀπήγγειλε καὶ ποιήματα. Πολὺ ὡραῖος καὶ λόγιος (διαβασμένος) ὁ γέροντας.

Got a better definition? Add it!

Published

Ταυτόσημον τοῦ γαλλικοῦ chic («κομψός, κομψῶς»).

Ὁ Πετρόπουλος ἀναφέρει ὅτι τὸ σὶκ ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέσει. Κάτι τέτοιο, παρ’ ὅτι εἶναι συχνό, δὲν εἶναι ἀπόλυτο, καὶ μάλιστα λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας κομψοπρεπείας ὡρισμένης κιναιδομερίδος, καὶ δὴ αὐτῆς ἡ ὁποία ρέπει εἰς τὴν χρῆσι τοῦ ἡδυσμένου λόγου τῆς καλιαρντῆς.

Συχνοτέρα σύνθεσις τὸ μεσίκ («εὐγενικά»), μὲ τὸ μαλακό, μὲ τὸ καλό κττ. Ὑπενθυμίζω ὅτι δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὴν διαβάθμισι μεγέθους τῶν πεῶν, ὅπως ἐσφαλμένως ἔχει ἀναφερθῆ εἰς τὸ ἀντίστοιχο λῆμμα.

Κόντρα πασιόζα τζόρνα βιζιτάραμε τάχαμ - δῆθεν λατσαβελὲ τὴν Παλόμα τὴ χειρουργημένη, ποὺ ἄβελε ριτόρνο ἀποκατὲ ἀπὸ Καζαμπλάνκα. Κουλὰ δηλαδή, γιὰ ρεβὺ βιζιτάραμε, ἀλλὰ ἄντε τώρα... Νὰ ντὶκ βουτρὰ ἡ ντάνα, καὶ κατσικανόδεσμο ντεζιντερέ, τρὲ σίκ σοῦ μπενά καὶ λατσοκουλικέ.

Τουτέστιν:
Προχθὲς κάναμε δῆθεν ἐπίσκεψι καλωσορίσματος στὴν Παλόμα τὴ χειρουργημένη, ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Καζαμπλάνκα. Σκατὰ δηλαδή, γιὰ νὰ δοῦμε τί ἔγινε πήγαμε, ἀλλὰ ἄντε τώρα... Νὰ δῇς βυζιὰ ἡ πουστροῦ, καὶ στηθόδεσμο καυλωτικὸ (δηλ. μὲ τρῦπες στὶς θηλές), πολὺ κομψὴ σοῦ λέω καὶ ὡραῖα ψιμυθιωμένη (μακιγιαρισμένη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται γιὰ λεξιπλασία, τὴν ὁποίαν προτείνω ὡς χαρακτηρισμὸ γιὰ ἀξιόλογα λήμματα, βαθμολογημένα μὲ πολλὰ ἀστέρια, τὰ ὁποῖα ὅμως «ἐκλάσθησαν» σὲ ἐπίπεδο σχολίων, διότι οἱ σχολιασταὶ προτίμησαν νὰ τὸ γυρίσουν σὲ λογοπαιξίες, ἀναγραμματισμούς, σὲ μοτοσυκλετιστικά, μπασκετικά, ποδοσφαιρικὰ κλπ, ἄσχετα μὲ τὸ λήμμα, θέματα.

Τὸ «κλάνεται μετὰ πολλῶν ἀστέρων» εἶναι ἕνα εἶδος ἀντιφατικοῦ χειρισμοῦ, κάτι σὰν τὸ «ἀπορρίπτεται μετὰ πολλὠν ἐπαίνων», ἢ «πολὺ ὡραῖο τὸ Μεταξᾶ 5**, ἀλλὰ θὰ πιῶ *Κουρτάκη μὲ Κόκα Κόλα».

Ἐτυμολόγησις: κλαστερᾶτο < κλασ-μένο + ἀστερᾶτο.

Βλ. λῆμμα γαμίδι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται καὶ ἡ ἔμπνευσις.

Ἐπίσης, τὰ ἡμέτερα τουτού, σαραμπαμπίτς καὶ πολλὰ ἄλλα, πολὺ ἀξιολογότερα.

Ἀστερᾶτο (από aias.ath, 16/12/09)Κλασ- (από aias.ath, 16/12/09)(από Vrastaman, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΠΑΣΟΚοσλανγκικὴ λέξις τῆς Ἀντρεϊκῆς περιόδου, κατὰ κόρον χρησιμοποιηθεῖσα, ἰδίως σὲ μεγάλες, μπαλκονᾶτες προεκλογικὲς συγκεντρώσεις ἀπὸ τὸν ἱδρυτή τοῦ κινήματος. Ὑπενθυμίζω ὅτι τὸ ὄνομά του συνήθως δὲν προφέρετο Ἀνδρέας Παπανδρέου, ἀλλὰ σκέτο Ἀντρέας ἀπὸ τοὺς εὐμενῶς διακειμένους, ἢ σκέτο Παπαντρέας ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους.

Στὸ χρονοντούλαπο λοιπὸν τῆς ἱστορίας ἐπρόκειτο σταθερῶς νὰ τοποθετηθῇ ἡ δεξιά, ἡ ἀλλέως πέως καλουμένη καὶ ἐπάρατος. Αὐτὲς οἱ ἐκφράσεις εἶχαν κάνει τότε ἐντύπωσι στὸν κοσμάκη, καὶ κάποιοι ἄρχισαν νὰ τὶς λένε στὰ καφφενεῖα κι έτσι. Δὲν ἄργησε ὅμως νὰ γενικευθῇ ἡ χρῆσι τους μὲ εἰρωνικὸ περιεχόμενο, καὶ ὄχι πολὺ ἀργότερα νὰ ἀτονήσῃ.

Τὸ ἰδεολογικὸ περιεχόμενο τῆς ἐκφράσεως συνίσταται στὴν ἰδέα περὶ γραμμικότητος τῆς Ἱστορίας. Ἡ Ἱστορία νοεῖται ἐδῶ μὲ τὴν θεολογική, μαρξιστική της ἔννοια. Ἡ κατάστασι, ποὺ θὰ προέκυπτε μετὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς δεξιᾶς μέσα στὸ χρονοντούλαπο, ἐβιώνετο ὡς κάτι τὸ μόνιμο καὶ ὁριστικό, μὲ παραδείσιο χαρακτῆρα, διότι ἔτσι θὰ ἐξησφαλίζετο ἡ διαρκὴς εὐτυχία τοῦ λαοῦ, ἐφ' ὅσον «στὶς 18» θὰ ἐνεκαθίστατο πλέον ὁ «Σοσιαλισμός».

Ἡ δεξιὰ ἐθεωρεῖτο ὑπὸ μεγάλης μερίδος τοῦ λαοῦ ὡς ἐπάρατος, διότι, στὸ πλαίσιο τῆς γενικότερον ἐπικρατούσης ἐν Ἑλλάδι μεταπρατικῆς (κομπραδόρικης, τὸ ἔλεγε ὁ Ἀντρέας, ὁ Καραμπελιάς, ὁ Ψιρούκης κλπ ἐξωκοινοβουλευτικοί) ἰδεολογίας, ἔλαβε πάντοτε θέσεις ἐξυπηρετοῦσες τὸν ξένο παράγοντα. Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἔπραξαν τὸ ἴδιο, στὸν βαθμὸ πού, κάποια στιγμή, τοὺς ἐνηγκαλίζετο ἡ μεταπρατικὴ ἀστικὴ τάξις (τὸ ἐντόπιο στήριγμα τοῦ ξένου παράγοντος), ἢ ἡ ἐξ ἀνατολῶν Ἄρκτος.

Τὸ πλῆθος:
«Στὶς 18 Σοσιαλισμός» (bis)
Ὁ Ἀντρέας:
«Ναί, λαὲ τῆς Θεσσαλονίκης, λαὲ τῆς Ἑλλάδας, στὶς 18 θὰ φέρουμε τὸ σοσιαλισμό καὶ ἡ δεξιὰ θὰ καταδικαστῆ στὸ χρονοντούλαπο τῆς Ἱστορίας».
(Ἰαχὲς καὶ ἀλλαλαγμοὶ χαρᾶς, ἀπὸ κάτω).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ γυναίκα ἐν γένει, στὰ καλιαρντά. Ἐν συνθέσει προσδιορίζει τὸ εἶδος τῆς γυναικός, πχ ἡρακλομουτζοῦ=κόρη.

Ἔχει πολλὰ ἐνδιαφέροντα παράγωγα. Ἰδιαιτέρως ᾿ἀξιοσημείωτο θεωρῶ τὸ ἡρακλωτά = ἀνάσκελα (δηλ. γυναικεῖα). Τὸ ἀντίθετο λέγεται νορμάλ!

Ἡ ἐτυμολογικὴ συσχέτισις μὲ τὸ Ἡρακλῆς (τὸ προτείνει καὶ ὁ Πετρόπουλος) φαίνεται νὰ σχετίζεται μὲ τὸ δέος πρὸς τὸ ἀρχέτυπο τοῦ ἄλλου ἀπὸ αὐτὸ τῆς γυναικός, ἀλλὰ ἰδίου μὲ αὐτὸ τοῦ κιναίδου, φύλου, δέος τὸ ὁποίο καθορίζει καὶ τὴν φύσι τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὡς διαταραχῆς (κι ἂς μήν τὸ δέχεται πλέον ὁ συνασπισμὸς κιναίδων καὶ συμπαθούντων ποὺ ἔβγαλαν τὸ DSM4).

Ἐπειδὴ ἡ διπλῆ ἀντιστροφὴ φύλου μοῦ προκαλεῖ πρόβλημα κατανοήσεως, ποὺ ἀδυνατῶ νὰ λύσω, προκηρύσσω δημοσία διαβούλευσι γιὰ τὸ θέμα τῆς ἐτυμολογίας.

Ἡ Λίτσα, ἡρακλομουτζοῦ τοῦ μπαρμπα-Γιάννη. (Μετάφρασι: Ἡ Λίτσα, ἡ κόρη τοῦ τάδε...)

Η κυκλαδίτισσα Ηρακλειά (από GATZMAN, 26/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντετμημένη, τρόπον τινά συνθηματική, ἐκδοχὴ τοῦ μουνοβοσκός, ἤγουν τοῦ ἀγαθοῦ ἐκείνου τύπου ποὺ πηγαινοφέρνει τὶς γκόμινες, χωρὶς ὅμως νὰ ἀπολαμβάνῃ τπτς γιὰ τὸν κόπο του. Πρόκειται δλδ γιὰ καληνυχτάκια καὶ γκομενοφύλακα, ὁ ὁποῖος ἀντὶ νὰ φέρῃ τὴν στολὴ καὶ τὰ διάσημα τοῦ ἐνδόξου σώματος τῆς Γκομενοφυλακῆς, φέρει ἁπλῶς γκλίτσα, διὰ τὸ σαλάγημα τῶν μουνιῶν (νὰ δῶ, βρὲ πστδοι, ποῦ θὰ βρῆτε μῆδι κατάλληλο).

Ἀπὸ τὸ βοσκὸς παράγεται καὶ τὸ ρῆμα βόσκω, μόνο, φυσικά, μὲ τὴν ἔννοια κυκλοφορῶ ἢ πηγαινοφέρνω τὰ μουνιδάκια, χωρὶς νὰ βάζω τὸ δαχτυλάκι μου στὸν ἀφαλό τους. Τὸ ρῆμα αὐτὸ χρησιμοποιεῖται καὶ μεταφορικῶς, ὡς ἀμετάβατο καὶ μεταβατικό, γιὰ νὰ δηλώσῃ ὅτι τὸ ὑποκείμενο πηγαινοφέρνει τὸ ἀντικείμενο, ἢ πηγαινοέρχεται, μὲ κάποιο σκοπὸ, χωρὶς νὰ τὸν πραγματοποιῇ.

- Δυὸ μήνους τὶς σαλαγᾶς τὶς γκόμινες, ρὲ Βαγγέλα· βοσκός κατήντησες μαδερφάκι μου!
- Τί νὰ κάνω ρὲ Γιωργάρα; Τὸ τάβλι θέλει ὑπομονή, κι ἡ γκόμινα κυμῆγι.

(Ὁ μεσίτης)
- Κύριε Κώστα, σᾶς ἔχω δείξει 30 οἰκόπεδα, τὸ ἕνα καλλίτερο ἀπὸ τὸ ἄλλο, καὶ δὲν ἀποφασίζετε...
- Ἀκοῦστε κύριε Νῖκο, χρειάζεται ὑπομονή· ἐγὼ τώρα τὰ τριγυρίζω· τὰ ψωνίζω· τὰ βόσκω. Μόλις μαλακώσουνε οἱ πωληταί, θὰ δείξω φῶς.

(μπεε) (από patsis, 21/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Συνώνυμα: Σφαίρα, μπάμια, μπάμια Μπογιατίου (Μπογιάτι=Ἁγ. Στέφανος Ἀττικῆς).

Βλ. ἐπίσης ταυτόσημο λῆμμα τουτού.

- Τσάμπα ὁ μπερχαμὰς γιὰ τὸ τεκνό, μωρὴ Κοῦλα! Φυστίκι ἄβελε στὸ πακέτο!

Τοὐτέστιν:

- Ἄδικα ὁ καυγὰς γιὰ τὸν ἐπιβήτορα, ἀφοῦ τὸ φούσκωμα τοῦ παντελονιοῦ στὴν περιοχὴ τῶν γεννητικῶν ὀργάνων (προφανῶς μὲ βάτες) ἔκρυβε ἕνα μικρὸ καὶ ἀνάξιο λόγου πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει «κάλος», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ βλακός, βλαμμένου, κολλημένου, ἰδιορρύθμου κλπ.

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται ἀκόμη.

Συντάσσεται μὲ τὸ ρῆμα ἀβέρω, τὸ ὁποῖον περιέργως, ἐκτὸς τῆς λεκτικῆς ὁμοιότητος, ἔχει ὅλες τὶς χρήσεις τοῦ αβέλω τῆς καλιαρντῆς. Ἐν προκειμένῳ, ἀβέρω ντινοάρι σημαίνει ἔχω «κάλο» στὸν ἐγκέφαλο.

_Νὰ ποῦμε καὶ τῆς Λίτσας ρὲ γιὰ σινεμά;
_Ἄσε ρέ, ἀβέρει ντινοάρι τὸ ἄτομο... Θὰ μᾶς τὰ πρήξῃ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified