Έκφραση που δείχνει αναίδεια, θράσος. Λέγεται για περιπτώσεις που κάποιος υπερβαίνει τα εσκαμμένα και ζητάει ή κάνει πράγματα που δεν αρμόζουν στη θέση του, π.χ. όταν κάποιος νέος σε κάποιο χώρο ζητά πράγματα που οι παλιότεροι δεν έχουν κατακτήσει ακόμη, ή όταν ο νέος φαντάρος ζητάει καλύτερο νούμερο κλπ.

- Ε νέος, τσάκα την τσαπού!
- Δε σ' άκουσα, πάρε το μηδέν.
- Επ, τι έχουμε εδώ; Μαγκεψάμαν; Κοίτα να δεις, χόρτασε η ψείρα και βγήκε στο γιακά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει άλλ' αντ' άλλων, αλλά είναι πιο ποιητικό και πιο εύηχο. Εξάλλου, σε κάποιες περιπτώσεις βολεύει, ενώ το άλλ' αντ' άλλων όχι.

  1. Καλά, η γκόμενα είναι χαμένη στο διάστημα, νομίζει ότι τη γουστάρω. Αλλού ντ' αλλού σου λέω!

  2. - Τρία σπαθιά.
    - Καλά, αλλού ντ' αλλού. Αφού είπες πάσο!

  3. Πήγα εκεί που μου 'πες. Αλλού ντ' αλλού. Βενζινάδικο είναι ρε μαλάκα!

Στο 1.10 η Γιαλαλαού "κάθε βράδυ βγαίνει παρφουμαρισμένη και αλλού ντ\' αλλού" (από Khan, 28/10/09)

Δες επίσης και αλλού και αλλού γι' αλλού αλλά και Άλαν Ντάλον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον πούλο, κάν' τηνα, λε πουλ. Βολεύει καλύτερα σε περιπτώσεις εκνευρισμού, καθώς συνδυάζει και το αλέ.

  1. - Να κάτσω μέχρι να 'ρθει η Μαίρη;
    -Τι λες, ρε μαλάκα; Μπουλελέ!

  2. - Έρχεται ο μεγάλος. Τι κάνουμε τώρα;
    - Μπουλελέ!

Μπουλελέ! (από panos1962, 29/10/09)

Δες επίσης και τον πουλελέ κι αμάν αμάν και Τομπούλογλου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τζίφος, αποτυχία. Κυρίως χρησιμοποιείται από κομπιουτεράδες όταν δοκιμάζουν νέους drivers ή προγράμματα. Πιθανόν να προέρχεται από το μπα, που δηλώνει επίσης άρνηση ή αποτυχία.

  1. - Έβαλα το 3.4 με τα patches που μου έστειλες.
    - Δούλεψε;
    - Μπάμπης! Μου γυρνάει στα αγγλικά!

  2. - Βγήκα χθες με τη Δέσποινα και της την έπεσα.
    - Σού 'κατσε;
    - Μπάμπης...

  3. - Κάτω αριστερά έχει ένα εικονίδιο με ένα μπαρμπαδέλι. Πάτα το!
    - Μπάμπης! Κρέμασε, δεν κάνει τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκέι ολκής, υψηλού επιπέδου. Κυριολεκτικά σημαίνει την Γιαπωνέζα πόρνη πολυτελείας, η οποία αναλαμβάνει και τη γενικότερη «επιμόρφωση» του πελάτη. Ως εκ τούτου πρέπει να έχει αρκετές περγαμηνές και ανεβασμένη κουλτούρα.

Πήγα στο γραφείο του να συζητήσουμε για το διδακτορικό μου και μου την έπεσε ο μαλάκας. Μεγάλη γκέισα!

-Πάμε στη διάλεξη του ΧΧΧΧΧ;
-Τι λε ρε μαλά; Τι να μας πει η γκέισα τώρα;

Πήγαμε στο καινούριο μπαράκι. Τελικά είναι κωλομπαράκι. Πίτα γκέισες!

(από panos1962, 28/10/09)(από Vrastaman, 28/10/09)(από Vrastaman, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπερμέγεθες ανδρικό γεννητικό όργανο.

Προφάνουσλυ ο όρος προέρχεται από το μοντέλο Hayabusa της Suzuki, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της εν λόγω φίρμας με πάνω από 1300 cc.

  1. - Χθες με «τάισε» ο Μπάμπης.
    - Πώς ήταν;
    - Χαγιαπούτσα! Τι να σου λέω· δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου...

  2. Ρε συ, είδα το παπάρι του Άγγελου στα αποδυτήρια. Πω, ρε μαλάκα! Τι χαγιαπούτσας είναι αυτός;

Ναυ-αρχίδα (από panos1962, 28/10/09)Suzuki Hayabusa (από panos1962, 29/10/09)Χαγιαπούτσας (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «κάπελας», σημαίνει τον παντελώς άσχετο, τον τελείως σκράπα.

  1. Μαλάκα, ο καινούριος είναι σκράπελας. Του δώσαμε να περάσει τα τιμολόγια και τα γάμησε τη μάνα!

  2. Τι λέει ρε ο σκράπελας; Πάει καλά;

  3. Ο Γιάννης λέει θα δώσει για σώματα ασφαλείας. Τι να κλάσει ο σκράπελας; Αφού δεν πιάνει τη βάση. Πες του κι εσύ κάτι...

Ο Γιάννης (από panos1962, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το ζάπλουτος, ζάβλακας κλπ, ο πολύ φτωχός, αυτός που δεν έχει μία.

  1. - Θα 'ρθει κι ο Νίκος;
    - Μπα, αυτός ρε συ είναι ζάφτωχος, δεν έχει να πάρει τσιγάρα.

  2. - Με απέλυσαν πάλι, κι είμαι και ξερός...
    - Κατάλαβα, ζάφτωχος κι εσύ. Welcome to the club!

Πανί με πανί (από panos1962, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τελείως φαλακρός, ο καραφλάζ. Ετυμολογείται μάλλον από το γουλί (κουρεμένος με την ψιλή), αλλά οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει να κάνει με τον γνωστό αστέρα του Χόλιγουντ Γιουλ Μπρίνερ που έδειξε το δρόμο.

Επίσης, γιούλης.

  1. - Στο ταμείο θα δεις έναν γκιούλη. Σ' αυτόν θα πας.

  2. - Ρε συ, νιώθω άσχημα με τη μαλλούρα. Όλοι γκιούληδες είναι εδώ μέσα.

  3. - Είναι δυνατόν; Πιο πολλά σαμπουάν από μένα έχει ο γκιούλης. Τι τα κάνει μου λες;

Yuliy "Yul" Borisovich Brynner (από panos1962, 29/10/09)Pierluigi Collina (από panos1962, 29/10/09)Ό άξιοτερος όλων (από BuBis, 29/10/09)Ceci n\'est pas Γκουζγκούνης (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ψευδώνυμο με το οποίο έγινε πασίγνωστος ο Bill Cardille, κυρίως στις ΗΠΑ, κατά την 20ετία 1963-1983, μέσω της Σαββατοβραδινής τηλεοπτικής εκπομπής «Chiller Theatre» απ' όπου του βγήκε και το παρατσούκλι. Ο Cardille ήταν άνθρωπος της τηλεόρασης και του θεάματος γενικότερα και έκανε αμέτρητες παραγωγές ποικίλου περιεχομένου (από πρωινάδικα μέχρι αθλητικά), ενώ ταυτόχρονα παρουσίαζε ο ίδιος αρκετές από αυτές.

Σημαίνει τον άνθρωπο που κάνει τα πάντα, τον ακούραστο, αυτόν που καταγίνεται ταυτόχρονα με πολλά και ποικίλα αντικείμενα.

  1. - Μήτσο, θα κάνεις και έναν καφέ, ρε συ;
    - Κάτσε, ρε μαλάκα, ποιος είμαι, ο Χίλι Μπίλι;

  2. Τον Αντρέα τον έχουνε σκίσει στην εφημερίδα. Επειδή ξέρει κομπιούτερ, τον βάλανε τώρα να κάνει και τη σελιδοποίηση. Χίλι Μπίλι!

  3. Χίλι Μπίλι, μαλάκα. Δεν προλαβαίνω να κατουρήσω. Τρέχω σαν τον πούστη!

Bill Cardille  (από panos1962, 30/10/09)Ο Αντρέας (από panos1962, 30/10/09)Τρέχω σαν πούστης! (από panos1962, 30/10/09)Ο Chilli-μίδης! (από BuBis, 30/10/09)To εξώφυλλο του LP των Kinks "Muswell Hillbillies" (1971) (από allivegp, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified