Η χάλια κατάσταση ενός αντικειμένου ή ατόμου.

Η σερβιτόρα παραπάτησε και μου 'φερε το δίσκο στο κεφάλι και μ' έκανε μουνί καπέλο! Η καριόλα...!

Μουνί capello (από panos1962, 06/11/09)(από Khan, 16/01/14)

Δες και καπέλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

John Fistikis, Τζον Φυστίκης

Ένας οποιοσδήποτε Ελληνοαμερικανός. Φοράει μεγάλο καουμπόικο καπέλο, μιλάει σπαστά «ελλήνικος» και έχει βγάλει πολλά «ντόλαρς» στο Αμέρικα.

Τζων Φιστίκης: «Εμείς στο Αμέρικα έχομε πιο μεγκάλο κάρο από Ελλάντα. Πολύ μεγκάλο κάρο, πολύ μεγκάλο, χο χο...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που αναφέρεται στο Λιάκουρα (Λιακόπουλο). ~ μέθοδος: τρόπος απόδειξης οτι όλα τα θαυμαστά τα χρωστάμε στους Έλληνες, και όλα τα κακά στους Εβραίους. ~ θεωρία: οι θεωρίες του Λιακό.

-Το ξέρεις οτι υπάρχουν Έλληνες που κατοικούν στον Άρη εδώ και χιλιάδες χρόνια;
-Σύμφωνα με ποιον; Με τη λιακούρειο θεωρία; Άσε μας ρε Μπάμπη...

(από Khan, 19/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέσιμο, το γλίστρημα, η σαβούρδα. Την τρώμε και συνήθως προκαλούμε τον γέλωτα των γύρω...

Την είδα που με κοίταγε από τις εξέδρες και λέω μέσα μου «παιχταρά μου, τώρα πρέπει να κάνεις την κίνηση να την εντυπωσιάσεις». Και με το που πάω να σουτάρω το ανάποδο ψαλίδι, τρώω μια σούπα, όλη δική μου! Ε, κι άρχισε να γελάει με τις φίλες της και την έκανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, σπαγγοραμμένος.

- Κέρνα μια μπύρα κι εσύ μια φορά ρε εβραίε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στον online γραπτό λόγο και σημαίνει Gia To Boutso, ή Για Το Μπούτσο. Χαρακτηρίζει άτομο ή αντικείμενο μικρής έως μηδενικής αξίας (όχι μόνο χρηματικής), υποδεέστερο άλλου.

- katebasa na paikso to doom 3
- pfff gtb

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρος ή κατάσταση που επικρατούν με διαφορά οι άρρενες. Που οι γυναίκες είναι μετρημένες στα δάχτυλα, αν υπάρχουν. Παράφραση του πιτσαρία.

Πού μας έφερες μωρέ μέσα στην πουτσαρία;! Εδώ ήταν που θα βρίσκαμε γυναίκα; Μαλάκα!

με 1 ψηφο, δώρο 3 π... τσες (από GATZMAN, 11/06/12)

Δες ακόμη: αρχιδόκαμπος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, τσατσάρα. Αντώνυμο: μουνοθύελλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορα και πρόχειρα, όπως κι όπως, πατ κιουτ.

Αν απενεργοποιούσαν και τις νάρκες έτσι τσάτρα πάτρα, την είχαμε κάτσει τη βάρκα!

Κάνω κότσο το μαλλί μου, και μαθαίνω στο παιδί μου, να μισεί τον Φρανκ Σινάτρα, να την βγάζει τσάτρα-πάτρα, οο. (από Khan, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.

Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...

Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απασχολώ με ανούσια ή μικρής σημασίας πράγματα. Χαλάω κάποιον με τα λεγόμενά μου, τον πρήζω. Το σημείο του σώματος που συνήθως υποφέρει είναι τ' αρχίδια.

- Έλα ρε φίλε τι σου ζητάω... 5 λεπτά απ' το χρόνο σου!
- Πωπω ρε Μπάμπη, μου σκότισες τ' αρχίδια ρε δικέ μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified