Η μακριά, χοντρή και κυλινδρικής διατομής κουράδα, από την ομοιότητά της με το λουκάνικο (χωριάτικο, κατά προτίμηση). Παράγεται συνήθως λόγω παρατεταμένης κατανάλωσης κρεατικών. Σφηνώνει άσκημα στη λεκάνη, και άντε ύστερα να βρεις ποπέρα να την ξεβουλώσεις...

Σύνθετο: λουκανοπαραγωγός.

- Βρήκα μια λουκάνα σαν υπερωκεάνιο μες στη λεκάνη!
- Θα έχεσε πάλι ο Βασίλης...

Ο παλαίμαχος άσος του ΠΑΟ Τάκης Λουκανίδης (από allivegp, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. τυρόλδος (2)

- Θα πάμε διακοπές με τον Ντίνο.
- Θα μείνετε σε διαφορετικά δωμάτια, φαντάζομαι. Ποιος τον αντέχει, τον τυρέμπορα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλαγάνας, ο καταφερτζής, στην κορινθιακή slang.

- Ντίνα, είσαι πολύ πρώτο κοριτσάκι. Άσε τον άλλο το μαλάκα κι έλα να κονεδιαστούμε.
- Τι μαλαμούρδας είσαι 'σύ, Αλάριχε! Θα το σκεφτώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γνωρίζομαι με υποψήφια σχέση.

  2. Τα φτιάχνω με την εν λόγω υποψήφια σχέση.

Ο όρος προέρχεται από το κονέ.

Παράγωγα: κονέδιασμα, κονεδιάρης /-α, κονεδάκι, κονεδογκόμενα.

  1. Κονεδιάστηκα με ένα γκομενάκι εχτές, σκέτη καβλα!

  2. - Τι θα γίνει επιτέλου(ς) ρε Γιωργία; Θα με κονεδιάσεις με καμιά φίλη σου;
    - Δεν τις έχω για τα μούτρα σου ρε, σκατόφατσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα με την οποία αξίζει να κονεδιαστεί κανείς. Διαφέρει από την κονεδιάρα, η οποία είναι η κοπέλα με τα πολλά κονέ.

- Γνώρισα και την Ερασμία σ' εκείνο το παρτάκι.
- Και πώς σου φάνηκε;
- Είναι κονεδογκόμενα, δεν το συζητώ!

Δες και -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καράβλαχος, ο μπουρτζόβλαχος. Άτομο της υπαίθρου, με αστικές αξιώσεις (όχι με τη νομική έννοια).

Ο όρος προέρχεται από το τουρκ. Karacova < Karaca + ova (τοπωνύμιο).

- Για κόψε τον καρατζόβα, που μου θέλει και ακριβό γκομενάκι!
- Τι περίμενες, ρε μαλάκα. Άμα έχεις φράγκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).

— Θα έρθεις απόψε να τα πιούμε;
— Αβλεπί!

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπατος, ο άμπακας, ο αγλέουρας (στα επτανησιακά ιδιώματα).

Σημ:. ο όρος προέρχεται από το στερητικό α- και το ρήμα «βλέπω» (πβ. βλέμμα).

- Πάλι έφαγε τον αβλέμμονα ο Γεράσιμος.
- Και μετά παραπονιέται ότι έχει αποκτήσει μπάκα!

Ο Αβλέμονας Κυθήρων. Μαγεία. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η σανταποδαρούσα που δεν τσιμπάει, αρθρόποδο της ομοταξίας Diplopoda.

  2. Γέρος που τζοχαδιάζεται εύκολα.

  1. Σκότωσα ένα ντριλιμόναρο στην κουζίνα πριν από λίγο.

  2. - Γιατί έχεις τέτοια μούρη;
    - Με κατσάδιασε πάλι αυτός ο ντριλιμόναρος ο παππούς μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified