Ο επαρχιώτης νεαρός, που προσπαθεί ν' ακολουθήσει την τελευταία λέξη της μόδας σε μουσική και ντύσιμο χωρίς παράλληλα ν' απωλέσει τη γοητεία του πρωτόγονου που τον διακρίνει απ' τους φλώρους της πόλης. Το αποτέλεσμα όμως, ακροβατεί συχνά στα όρια του κιτς και του νεοπλουτίστικου.

Εξέλιξη:

Προ δύο δεκαετιών, που η μέση ελληνική επαρχιακή οικογένεια δε μπορούσε να συντηρήσει 2 αυτοκίνητα (έστω και κορεάτικα) πλέον του αγροτικού (ή «αγρότη»), το τελευταίο ήταν και το όχημα που συνόδευε τον αγροτινέιτζερ στις εξόδους του. Την περίοδο δε των ποτισμάτων, έφευγε συχνά απ' το κλαμπ στη μέση της νύχτας για την καθιερωμένη «αλλαγή» (όχι του ΠΑΣΟΚ αλλά των σωλήνων). Σήμερα ενδέχεται να έχει εκλείψει το φαινόμενο αυτό, με τις εξελίξεις στην τεχνολογία αλλά και τη γενικότερη κρίση στην ελληνική γεωργική οικονομία.

- Για πού είμαστε απόψε; Κλαμπ «Γιδοκίνηση» για πριόνια ή στου «Τσέλιγκα» για ψητό και μπίρα;
- Κοψίδια ρε μαλάκα, η «Γιδοκίνηση» θα 'ναι ζίγκα στον αγροτινέιτζερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανοησίες. Δηλαδή παπάρια, τρίχες, μπούρδες, μαλακίες κ.λπ.

Είναι ανεξερεύνητο το αν αναφέρεται στην Καλαβρία ή στα Καλάβρυτα.

- Το Pitsos-Cool γαμάει τo Bosch-Ice όποτε θες.
- Αρχίδια καλαβρέζικα. Και τι ξέρεις εσύ ρε μαλάκα από ψυγεία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλείται έτσι ο οπαδός του ΑΡΗ, από τους υπόλοιπους συμπολίτες σε μια ψευδοεπιστημονική εκδοχή του πρωταρχικού χαρακτηρισμού σκουλήκι.

- Μαλάκα, τι παιχτούρα είναι αυτή που πήρανε τα σκουλήκια;
- Άσε με ρε! Ποιος τ' ακούει τ' ασπόνδυλα τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Συνήθης απάντηση στην ερώτηση «Ποιος;» με παράλληλη μέτρηση του σκορ από τον αδιαφιλονίκητο σκόρερ. Συνοδεύεται με κάποιον από τους ποικίλους τρόπους να υποδεικνύει κάποιος τ' αχαμνά του στον ηττημένο.

- Ποιος;
- Αυτός! 1-0!
- Ε, είσαι μαλάκας...

Περίπτωση βρώμικου στησίματος: Πολύ συχνά, η ερώτηση «Ποιος;» προκαλείται από τον ίδιο τον θύτη-σκόρερ με την αόριστη αναφορά κάποιου ονόματος που το θύμα δεν αναμένεται ν' αναγνωρίσει.

- Ωχ, κοίτα εκεί, ο Αριστοτέλης ο Σκορδομπούτσογλου.
- Ποιος;
- Αυτός! 1-0!
- Μουνάκι! Αυτό σημαίνει πόλεμο...

Επίσης ποια Ελένη;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσάτσος της διοίκησης στο στρατό, που οι διάφορες απαλλαγές του φορτώνουν συγκεκριμένα τις «σειρές» του αντί για τους «νέους». Αυτός που γαμάει τη σειρά του.

- Σειρά, ο Καραβυσμάτογλου πήρε αναρρωτική πάνω στην ταξιαρχική. Δε σε χάλασε το χωσέ.
- Δε θα γυρίσει το γαμοσείρι; Θα 'χουμε τεντώματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό τέρας του Θεσσαλικού κάμπου, σύζευξη καλιακούδας και σκύλου. Η σκέψη της μορφής του τρομάζει ακόμα και σήμερα παιδιά, γέρους και αντιπάλους της Αναγέννησης Καρδίτσας.

Ακούστηκε κάποτε από βετεράνο οπαδό της ΑΣΑ στο γήπεδο της ομάδας των Λύκων στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης:

"Λύκοι, όταν έρθετ' στη Γκαρδίτσα θα σας φαν τα γκαλιαγκδόσκλα."

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Κωλοτρυπίδα, σούφρα, ροδέλα, σφιγκτήρας.

β. Η σφιχτή συγκεκριμένα κωλοτρυπίδα που ανοίγει δύσκολα.

Προέλευση:

Αναφέρεται στην ομοιότητα της πρωκτικής οπής με την αστεροειδή (συνήθως) ροδέλα τύπου γκρόβερ που δεν αφήνει τη βίδα να ξεσφίξει.

- Σώπα ρε μπήχτη, βρήκες κιόλας πίσω πόρτα;
- Μαλάκα μου, η γκόμενα είχε ένα γκρόβερ άλλο πράμα. Μου τον έπιασε απ' το λαιμό και κόντεψε να μου τον πνίξει.

(από leouras, 15/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαιρέκακη έκφραση, που απευθύνουμε σε κάποιον ο οποίος μόλις έμαθε κάτι που τον έχει «χαλάσει» στα σίγουρα, για να του τρίψουμε τη νίλα στη μούρη και να γουστάρουμε με την πίκρα του.

Προέλευση:

Γεννήθηκε και απέκτησε τη διαχρονική της αξία στην κοιτίδα της ανανέωσης της γλώσσας μας που λέγεται «Ελληνικός Στρατός».

Παραλλαγές:

Δεν σε χαλάει, δεν σε χαλούμπα, δεν σε χαλούμι, δεν σε χαλούλου καθολούλου κλπ.

- Πω ρε πούστη μου, πάλι απ' τα μαγειρεία στη σκοπιά και τούμπαλιν με χώσανε.
- Δε σε χαλούλου καθολούλου ψαρούλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που συνοδεύει κωλοδάχτυλο ή άλλου είδους αναπαράσταση της γενετήσιας πράξης σε περιοχές του εύφορου θεσσαλικού κάμπου.

- Φτου ρε πούστη μου! Αρρώστησε ο πατέρας μου και πρέπει να πάω Σαββατόβραδο στα βαμβάκια γι' αλλαγή.
- Ζατς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι (δοχείο, χώρος, μνήμη, κλπ) είναι πιο γεμάτο απ' όσο παίρνει, δηλαδή παραπάνω κι από τίγκα. Ίσως να πρόκειται για δάνειο από το αγγλικό z-illion που αντιστοιχεί σε πρακτικά αμέτρητο αριθμό εκατομμυρίων.

Άσε μαλάκα Τάκη, το αμάξι είναι ζίγκα. Θα πρέπει να βάλεις τη βαλίτσα στον κώλο σου.

(από gizaha, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified