Χαρακτηρισμός χαζού. Συνώνυμο του βλίτο, αλλά «εξευρωπαϊσμένη» μορφή. Εν αντιθέσει επίσης με το βλίτο, το γκαζόν δεν είναι ήπιος ορισμός και συνήθως λέγεται αρκετά υποτιμητικά για να χαρακτηρίσει νεαρής ηλικίας και βορείων προαστίων βλήμα.

Απρόσωπο, δηλώνει πολύ χαμηλό νοητικό επίπεδο.

  1. - Να πω της Μαρίας να έρθει μαζί μας το απόγευμα;
    - Όχι σε παρακαλώ! Η τύπισσα είναι σκέτο γκαζόν, δεν σκαμπάζει γρυ!

  2. ... Ελεος πια καποια στιγμή θα πρέπει να διαβάσεις και μια άλλη εφημερίδα ή εντυπο εκτός από την Τραφικ και το Αβάντι. Βεβαια επειδή το επίπεδο είναι γκαζόν, είμαι σίγουρος πως θα συνεχίσεις με Εσπρέσο...
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντανακλαστική κίνηση κατά την οποία το κεφάλι του παρατηρητή στρέφεται άμεσα προς την κατεύθυνση που βρίσκεται ή κινείται αυτοκίνητο ή γκόμενα/-ος θεϊκής, κατά τις προτιμήσεις του παρατηρητή, εμφάνισης, με σκοπό τον θαυμασμό.

Σε μερικές περιπτώσεις η στροφοκεφαλή προκαλείται από άλλα αντικείμενα όπως: μηχανές, κότερα, παπούτσια σε βιτρίνες (γυναικείες στροφοκεφαλές) κλπ. Σύμφωνα με έγκυρες στατιστικές μελέτες πάντως το 94.89% των στροφοκεφαλών προκαλείται από αυτοκίνητα ή γκόμενες/-ους. Τα ακριβή ποσοστά είναι: 52.34% αυτοκίνητα 37.69% γκόμενες 4% γκόμενοι και 0.86% συνδυασμός αυτοκινήτου/γκόμενας/-ου. Σαφώς και τα ποσοστά αυτά ποικίλουν σε σχέση με την περιοχή παρατήρησης (στις παραλίες οι στροφοκεφαλές προκαλούνται κατά βάση από γκόμενες/-ους) αλλά τα ποσοστά στο σύνολο του πληθυσμού και της χώρας παραμένουν τα προαναφερθέντα.

Η στροφοκεφαλή συνοδεύεται συνήθως από επιφωνήματα και άλλες φράσεις θαυμασμού (κλασική έκφραση είναι το «πω πω τι μου 'κανες μάνα μου») καθώς και από άνοιγμα του στόματος και διαστολή των οφθαλμών.

Καθώς η στροφοκεφαλή είναι αντανακλαστική κίνηση, είναι και άμεσα δηλωτική του «συστήματος αξιών» του παρατηρητή και με προσεκτική παρατήρηση των στροφοκεφαλών κάποιου μπορούμε να εξάγουμε σχετικώς ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με τον χαρακτήρα του. Για παράδειγμα, άτομο το οποίο επιδίδεται συστηματικά σε στροφοκεφαλή άμα την παρουσία ΜηΣουΣβήσει Λάνσερ 1.4 με φτερά και πούπουλα είναι κάγκουρας. Άτομο το οποίο επιδίδεται συστηματικά σε στροφοκεφαλή άμα την παρουσία ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ θηλυκού είναι σαβουρογάμης. Κλπ. Κλπ. Κλπ.

Παράγωγος όρος είναι ο λεγόμενος Δείκτης Στροφοκεφαλής αυτοκινήτου, γκόμενας/-ου ή άλλου αντικειμένου. Ο δείκτης αυτός είναι ένα χαρακτηριστικό του αντικειμένου και αν δεν κάνω λάθος έχει εισαχθεί στις αναλύσεις αυτοκινήτων από τον Κώστα Καββαθά. Εννοείται ότι ο Δείκτης Στροφοκεφαλής είναι υποκειμενικός και οι τιμές του αλλάζουν ανάλογα με τον παρατηρητή. Εξαίρεση αποτελεί ο Δείκτης Στροφοκεφαλής της Άλφα Ρομέο 8C competizione οι οποίος είναι εξ ορισμού εκατονεξακόσια.

Ο Δείκτης Στροφοκεφαλής είναι σε τελική ανάλυση καθαρά οικονομικός όρος καθώς κατά κανόνα (γενικές αισθητικές αξίες) η τιμή του είναι ευθέως ανάλογη με την αξία του αντικειμένου (υψηλή τιμή αυτοκινήτου ή υψηλό κόστος απόκτησης και συντήρησης γκόμενας με μεγάλους Δείκτες Στροφοκεφαλής).

Προσοχή: η παρόμοια κίνηση που προκαλείται με σκοπό την αποδοκιμασία του αυτοκινήτου ή γκόμενας/-ου λόγω απαράδεκτης εμφάνισης ΔΕΝ θα πρέπει κανονικά να ονομάζεται στροφοκεφαλή.

Ο όρος κεφαλοστροφή πρέπει να θεωρείται συνώνυμο.

  1. - Πω πω ρε μαλάκα το είδες αυτό που πέρασε!
    - Αν το είδα λέει, πόνεσε ο σβέρκος μου από την στροφοκεφαλή.

  2. - Και τι λέει το περιοδικό για την καινούργια Άλφα;
    - Δείκτης στροφοκεφαλής στο μάξιμουμ λέει!

(από lifeingr, 25/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρίζει χαλαρή «φάση ζωής» κατά την οποία το υποκείμενο σπαταλά τον περισσότερο χρόνο του χωρίς να κάνει κάτι δημιουργικό. Αν δεν αναφέρεται σε μακρά χρονική περίοδο τότε μπορεί να υποδηλώνει και την στιγμιαία βαριεστημάρα.

  2. Χαρακτηρίζει μία κατάσταση για την οποία πρέπει να γίνει κουβέντα μεταξύ φίλων για να ξεκαθαριστούν κάποια θέματα. Η κουβέντα αυτή θέλει αρκετό χρόνο και γίνεται πιο άνετα με συνοδεία φραπέ και συναφών.

  3. Χαλαρή συνάντηση μεταξύ φίλων έτσι για να βρεθούνε.

  4. Φραπεδοκουβέντες.

- Eκτοτε και λογο φοιτητικης ζωης εν οψη τα ψιλοπαρατησα και πηρα την αγουσα στην φραπεδοκατασταση τοτε.....
(εδώ)

- Aστο βρε Στελιο αφου ειναι παλιοραμολιμεντα δεν κουνιεται κανεις απο τη φραπεδοκατασταση που βρισκεται.....
(εδώ)

- Και τι θα κάνουμε με τις καινούργιες απαιτήσεις του Νίκου σχετικά με το moderation του forum;
- Φραπεδοκατάσταση, θέλει συζήτηση για να δούμε πως θα αντιδράσουμε

(από Khan, 20/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτρέψτε μου κατ' αρχάς να πω ότι έχω υπάρξει αυτήκοος μάρτυρας της βρισιάς αυτής σε γήπεδο στα τέλη της δεκαετίας του 70, σε αγώνα τοπικού πρωταθλήματος και ενώ βρισκόμουν στην τρυφερή ηλικία των 12.

Είναι βρισιά που ξεστομίστηκε από αγανακτισμένο οπαδό της γηπεδούχου ομάδας προς τον διαιτητή μετά από κατάφωρα λανθασμένη απόφασή του για πέναλτι κατά της γηπεδούχου.

Η εξήγηση της βρισιάς είναι αυτονόητη νομίζω (λεξιπλασία) και σχετίζεται άμεσα με τα ψωλορουφήχτρα και ψωλομπούκανο, με τη διαφορά ότι αφενός αναφέρεται σε άντρα και αφετέρου υπονοεί ικανότητες ρουφήγματος σεξουαλικών οργάνων στον υπερθετικό βαθμό.

— Πέναλτι λέει ο μαλάκας!!!!
Ρε αρχιδοψωλομπουκωμένε διαιτητή! Πόσα έχεις πάρει ρέ %*&(^&”$”@!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό. Κατ' αναλογία του μπουγάτσα με πουλί, λέγεται υπό τύπο αινίγματος.

- Πώς λένε στη Θεσσαλονίκη το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό;
- Μπουγάτσα με χύσια μήπως;

Βλ. και σκέτη μπουγάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπασκετικός όρος που υποδηλώνει την επίτευξη 100 πόντων από μία ομάδα. Απαντά και στην ενεργητική (έβαλε κατοστάρα) και στην παθητική (έφαγε κατοστάρα) φωνή.

Μεταφορικά υποδηλώνει επίσης και την μεγάλη νίκη (ή ήττα) σε κάθε μορφής παιχνίδι.

  1. - Τι έγινε χθες τελικά;
    - Κατοστάρα μαλάκα! Τους σκίσαμε!

  2. - Πόσο χάσαμε;
    - Άσ' τα, κατοστάρα φάγαμε...

  3. Κατοστάρα κόντρα στον [βάλτε εδώ την ομάδα που μισείτε] ο [βάλτε εδώ την ομάδα σας].
    (για να μην μας πάρουν με τις πέτρες αν δώσουμε συγκεκριμένο παράδειγμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό: φοντανάκι, φουντανάκι

Μικρό γλύκισμα (σοκολατάκι, ζελεδάκι κλπ.) που χρησιμοποιείται για κέρασμα. Η λέξη προέρχεται από το Γαλλικό fondant που αναφέρεται σε μία βάση ζαχαροπλαστικής (ζάχαρη, νερό κλπ.) που χρησιμοποιείται συνήθως για την κάλυψη ή διακόσμηση κέικ (σε αυστηρά ζαχαροπλαστικούς όρους τα fondant για κάλυψη και διακόσμηση είναι διαφορετικά).

Τα φοντάν αποτέλεσαν μία από τις πιο γλυκιές αμαρτίες των παιδιών μεσοαστικών οικογενειών των δεκαετιών του 60 και 70. Η νοικοκυρά που σεβόταν τον εαυτό της έπρεπε να είχε υποχρεωτικά στο σπίτι ανά πάσα στιγμή μια φοντανιέρα με φοντάν. Ήταν ζήτημα τιμής να υπάρχει ένα μικρό γλύκισμα για να κεραστεί ο απρόσμενος επισκέπτης. Ήταν θέμα τιμής για την μεσοαστική νοικοκυρά να έχει φοντάν (Ευρωπαϊκού τύπου γλύκισμα), καθώς τα άλλα εναλλακτικά κεράσματα της στιγμής ήταν τα γλυκά του κουταλιού και το υποβρύχιο, τα οποία ήταν δηλωτικά φτώχειας (μιλάμε για το 60 και το 70, μην κοιτάτε που σήμερα το γλυκό του κουταλιού και το υποβρύχιο είναι λάιφ στάιλ). Συνήθως η φοντανιέρα με τα φοντάν ήταν κρυμμένη σε μυστική τοποθεσία για να αποφευχθεί η κατανάλωση των φοντάν (και άρα το ντρόπιασμα της νοικοκυράς) από τα παιδιά του σπιτιού. Έλα όμως που κάθε παιδί που σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να ανακαλύψει την μυστική τοποθεσία και να καταναλώσει ΟΛΑ τα φοντάν!

Ένα άλλο τραγελαφικό που μπορούσε να συμβεί όμως, γινόταν όταν αφενός τα παιδιά του σπιτιού δεν κατάφερναν να ανακαλύψουν την φοντανιέρα και αφετέρου τύχαινε να μην υπάρχει επισκέπτης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν υπήρχε λοιπόν μια ξαφνική επίσκεψη, γινόταν αντιληπτό ότι τα ξεχασμένα φοντάν έχουν αλλοιωθεί και είτε είναι πέραν κάθε σκέψης το κέρασμά τους στον επισκέπτη, είτε το κέρασμα ακολουθούσε (μετά από λίγη ώρα) μακροχρόνια επίσκεψη στην τουαλέτα προς αποβολή του στομαχικού ή εντερικού περιεχομένου (σοκολατάκια ξεχασμένα για τρεις μήνες σε συνθήκες ελληνικού καλοκαιριού αποτελούν το καλύτερο υπόστρωμα ανάπτυξης σαλμονέλας και άλλων βακτηριδίων).

Το φουντάν είναι ουσιαστικά η «βλάχικη» προφορά του φοντάν και έχει γίνει θρυλικό από την αναφορά του από τον Ζήκο (Χατζηχρήστο) στην ταινία «Της κακομοίρας».

- Τι θα σας κεράσουμε;
- Ένα φοντάν θα το έπαιρνα ευχαρίστως!

Ζήκος: Της Κακομοίρας. "Φουντάν" (από lifeingr, 23/07/10)(από Vrastaman, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καμπαρετζού ή, επί το ορθότερο, κονσοματρίς. Ο όρος προέρχεται από το τσάι και οφείλεται στο γεγονός ότι οι κονσοματρίς έπιναν ως επί το πλείστον τσάι, το οποίο και έχει χρώμα παρόμοιο με το ουίσκι και άρα μπορούσε να καλυφθεί η απάτη. Επειδή βέβαια μερικές φορές ο πελάτης (κονσομίστας) δεν ήταν πάντα βλίτο, στα καλά μαγαζιά υπήρχε και μια υποψία ουίσκι στο τσάι. Πρέπει επίσης να πούμε ότι η αντικατάσταση του ουίσκι από τσάι δεν γινόταν μόνο για κερδοσκοπικούς λόγους. Πολλές φορές ήταν αδύνατο για τις καμπαρετζούδες να καταναλώνουν μπουκάλια ουίσκι κάθε βράδυ γιατί δεν άντεχαν, οπότε και εφευρέθη το τσάι!

Ο όρος μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορικός, διότι σπανίως χρησιμοποιείται σήμερα. Έχει τις ρίζες του στα καμπαρέ της Τρούμπας τα οποία και εφάρμοσαν πρώτα την πατέντα τσάι-ουίσκι. Είμαι αυτήκοος μάρτυρας του όρου μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 80, αλλά έχω όντως χρόνια να τον ακούσω.

Ο όρος απαντά και στον πληθυντικό αριθμό ως «τσαγούδες».

Μία ενδιαφέρουσα χρήση του όρου έχει να κάνει με την αναφορά του ως «παρατσούκλι» που συνοδεύει κύριο γυναικείο όνομα (Λίτσα ή τσαγού). Σε πολλές περιπτώσεις οι καμπαρετζούδες ήταν κορίτσια από χωριά ή μικρές συνοικίες πόλεων, οι οποίες δούλευαν την νύχτα κρυφά. Είχαν εφεύρει μια ιστορία ότι δουλεύουν πάντα νυχτερινή βάρδια σε βιοτεχνία για να δικαιολογήσουν τις ώρες εργασίας, αλλά «το χωρίο» υποτίθεται δεν ήξερε τίποτα. Κάποια στιγμή όμως κάποιος θα μάθαινε κάτι οπότε η κοπέλα αποκτούσε το παρατσούκλι «τσαγού».

Εκτός από προσωνυμία της καμπαρετζούς, ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρκετά σε κλειστές κοινωνίες και για να χαρακτηρίσει γυναίκες οι οποίες δεν ήταν κατ' επάγγελμα ούτε καμπαρετζούδες ούτε πόρνες. Στην περίπτωση αυτή ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον από άλλες γυναίκες, αναφερόμενες υποτιμητικά σε (συνήθως αρκετά όμορφες) γυναίκες, οι οποίες είχαν μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και χαρακτηρίζονταν επίσης από υψηλό δείκτη στροφοκεφαλής στο αντρικό κοινό και ως εκ τούτου τις ζήλευαν οι άλλες.

  1. Πάλι στις τσαγούδες τα έφαγες τα λεφτά ρε φίλε!

  2. - Τι τρέχει ρε φιλενάδα με τη Μαρία και όλο νυχτερινή βάρδια δουλεύει;
    - Ποια Μαρία;
    - Η Μαρία του κυρ Βαγγέλη καλέ.
    - Αααααα, την Μαρία την τσαγού λες...

  3. - Αυτή η Νίκη ρε παιδί μου, έχει έναν αέρα, ένα τουπέ, μια ομορφιά. Όλοι οι άντρες αυτή κοιτάνε μόλις θα σκάσει μύτη.
    - Α ρε την τσαγού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κυριολεκτικά είναι «η πίτα της κυρίας» (τούρκικο). Συνήθως το χανούμ μπουρέκ αναφέρεται σε ένα είδος ατομικού γαλακτομπούρεκου, αλλά πολλές φορές ονομάζονται ως χανούμ μπουρέκ διάφορα φαγητά (είναι γεγονός ότι επικρατεί μεγάλη σύγχυση για το ποιο φαγητό ή γλυκό είναι το χανούμ μπουρέκ και θα μπορούσα να απλώσω σεντόνι αλλά θα κατηγορηθώ ότι δεν είναι σλάνγκ).

  2. Ως χαρακτηρισμός είναι η παχιά και αφράτη γυναίκα συνήθως κοντού αναστήματος και με ιδιαίτερα μεγάλη περιφέρεια. Ο χαρακτηρισμός αυτός υπονοεί ότι το χανούμ μπουρέκ είναι ένα είδος γαλακτομπούρεκου και ως εκ τούτου η γυναίκα χανούμ μπουρέκ είναι παχιά και αφράτη όπως η κρέμα του γαλακτομπούρεκου. Το χανούμ μπουρέκ με αυτή την έννοια δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά αλλά χρησιμοποιείται από άντρες που τους αρέσουν οι γυναίκες με πολύ μεγάλες περιφέρειες για να εκφράσουν θαυμασμό. Πρέπει να αναφερθεί ότι η γυναίκα χανούμ μπουρέκ ΔΕΝ είναι η νταρντάνα ανδρογυναίκα αλλά η, κατά αυτούς που τους αρέσει, ερωτική χοντρούλα.

  3. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει συλλήβδην γυναίκες από την Μέση Ανατολή.

  4. Ο όρος αναφέρεται επίσης και σε τραγούδια ανατολίτικης προέλευσης, συνήθως τσιφτετελοειδούς ρυθμού.

  1. Πήγα χθες στον Χατζή και πήρα ένα χανούμ μπουρέκ, μόλις το είχε σιροπιάσει! Ναρκωτικό σκέτο σου λέω!

  2. - Κοίτα η Μαιρούλα κούνημα, σαν κρέμα τρίζει το κωλομέρι της! - Άστα, χανούμ μπουρέκ είναι η Μαιρούλα. Να τη βάλεις κάτω, να χωθείς μέσα στα βυζιά της και τα κωλομέρια της και να χαθείς μες στον παράδεισο!

  3. ...Τελικά το αποφάσισα, είμαι ανατολίτισσα χανούμ μπουρέκ κι ας με πέταξε η μοίρα μου στα ανατολικά παράλια του Ατλαντικού... (απόεδώ).

  4. Ένα από τα προβλήματα που έχω με την Ελλάδα είναι αυτή η μόνιμη αλλοιθώρια στην ανατολά. Τα χανούμ μπουρέκ κωλοτράγουδα, τα ντέφια και οι λαϊκούρες που τις χαίρεται ο Αμπντούλ στην Βαγδάτη και την Δαμασκό... (από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σλανγκολισμός, επίσης γνωστός ως σλανγκεξάρτηση ή σλανγκο-εξάρτηση, είναι μια παθολογική εθιστική διαταραχή. Χαρακτηρίζεται από την καταναγκαστική και ανεξέλεγκτη κατανάλωση υπερβολικού χρόνου στο σλάνγκ.τζιάρ παρά τις αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, τις σχέσεις, και τέλος την κοινωνική θέση του σλανγκολικού. (Ως υπερβολικός χρόνος ορίζεται το διάστημα άνω των 8 ωρών συνεχούς ενασχόλησης με το σλάνγκ.τζιάρ). Όπως και άλλες εξαρτήσεις ο σλανγκολισμός χαρακτηρίζεται ιατρικώς ως θεραπεύσιμη ασθένεια.

Να αναφέρω εκ προοιμίου ότι ο όρος συνδέεται άμεσα και με τον σλανγκοπαθή την σλανγκοπάθεια και την σλανγκοφρένεια τα οποία αναφέρονται στο πολύ εμπεριστατωμένο λήμμα του Vrastaman. Θεωρώ όμως ότι καθώς είναι δυνατόν να υπάρχουν διάφορες παθήσεις σχετιζόμενες με το σλάνγκ.τζιαρ καλό θα είναι να υπάρχει και ο όρος σλανγκολισμός ως αυτόνομο λήμμα.

Ο όρος σλανγκολισμός πάντως αναφέρθηκε για πρώτη φορά το εθνοσωτήριον έτος 2010 από τον συντάκτη του λήμματος μετά από 16 ώρες συνεχούς ενασχόλησης με το σλανγκ.τζιαρ σε μία σέσιον. (Αποποίηση Ευθύνης: ο συντάκτης δεν ευθύνεται για αναφορά του όρου πέραν του γούγλε γούγλε σύμπαντος. Κατή την δε ημέρα δημοσίευσης του όρου ο συντάκτης προέβη σε γούγλε γούγλε το αποτέλεσμα του οποίου δίνεται στο μύδι νούμερο 1).

Ετυμολογία. Εκ του σλανγκ και αλκοολισμός.

Τυπολογία ασθενών.

  • Παθητικός σλανγκολικός: Αρέσκεται κυρίως στην ανάγνωση λημμάτων τα οποία αργότερα και θέλει υποχρεωτικά να τα μάθει το σύνολο του κοινωνικού του περίγυρου.
  • Ενεργητικός σλανγκολικός: Ακατάπαυστη συγγραφή νέων λημμάτων. Υπο-τύπος είναι ο επιδειξίας ενεργητικός σλανγκολικός ο οποίος και θέλει να κάνει γνωστό ανά την οικουμένη ότι γράφει στο σλανγκ.τζιαρ και αρχίζει την ακατάπαυστη επίσης αποστολή μέιλς του στυλ “Βρήκα ένα σάιτ φοβερό: γουγουγου..κλπ και παρεπίπταμπλυ δες και τον ορισμό .........”. Ερωτοτροπεί με το σπάμινγκ όπως γίνεται αντιληπτό.
  • Σπαστικός σλανγκολικός: Αρέσκεται κυρίως στην βαθμολόγηση λημμάτων και εισαγωγή ασχέτων σχολίων
  • Μισθοφόρος σλανγκολικός: Επιδίδεται ακατάπαυστα σε μπαγαποντοδοσία
  • Ψυχαναγκαστικός σλανγκολικός: Από τις δυσκολότερες περιπτώσεις. Αυτό το είδος ασθενούς είναι ο ενεργητικός σλανγκολικός που περνά το 98% του χρόνου του στον να ελέγχει αν τα λήμματα του έχουν βαθμολογηθεί υψηλά και επίσης τριπάρεται άγρια όταν ανακαλύπτει υψηλές βαθμολογίες σε λήμματα τα οποία κατά την κρίση του είναι χαμηλής πχοιότητας. Προβληματικό είναι ότι στον τύπο αυτό ο ασθενής όχι απλά δεν έχει επίγνωση της κατάστασής του αλλά νομίζει ότι έχει περάσει σε άλλη σφαίρα. Στην πραγματική του ζωή δέον να ήταν νευρικούλιακας.

    Συνδυασμοί των ανωτέρω είναι δυνατοί.

Επιπτώσεις.
Παρόμοιες με αυτές που περιγράφονται στην Βίκυ σχετικά με την εξάρτηση από το ίντερνετ και ΕΠΙΠΛΕΟΝ:

  • Πόνοι στα χέρια από την άρση βαρών του λεξικού Μπαμπινιώτη για τον έλεγχο λεξικογραφημένων όρων.
  • Μπουρδοσυλλαβισμός ακατάληπτων όρων στην προσπάθεια εύρεσης νέων λημμάτων. Σε προχωρημένες μορφές σλανγκολισμού ο μπουρδοσυλλαβισμός γίνεται μεγαλόφωνα ενώ σε ήπιες καταστάσεις γίνεται μόνο νοητικά.

Παθολογία.
Το κυριότερο αποτέλεσμα ανεξέλεγκτης χρήσης του σλανγκ.τζιαρ είναι η αύξηση της διέγερσης του υποδοχέα CNR1 στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ) του ασθενούς. Εικάζεται ότι η επίδραση στον άνω υποδοχέα διαφέρει με βάση το φύλλο, την ηλικία, την συχνότητα σεξουαλικών επαφών και άλλους παράγοντες αλλά η εμπεριστατωμένη αποδοχή ταύτης τοιούτης επιδράσεως απαιτεί περαιτέρω κλινικάς έρευνας.

Διαχείριση – Θεραπεία.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων ο σλανγκολισμός παρέρχεται με την πάροδο του χρόνου. Σε περίπτωση που ο σλαγκονισμός επιμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα θα πρέπει να θεωρείται δευτερογενής αντίδραση και σύμπτωμα άλλης διαταραχής. Σε κάθε περίπτωση η παρακάτω μέθοδος δέον να βοηθήσει την απεξάρτηση:

  • Εύρεση νέας -ου (ή επιπλέον) γκόμενας -ου . Όταν ο ασθενής βρίσκεται στο μέγιστο στάδιο εξάρτησης εννοείται ότι η γκόμενα -ος πρέπει να είναι βεληνεκούς Λίλιαν ή θεού (παίδες γιατί δεν έχουμε αρσενικό ανάλογο της Λίλιαν;) και η/ο οποία -ος θα ψάξει, θα βρει και θα την πέσει στον ασθενή χωρίς ο δεύτερος να χρειάζεται να κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια.

Για να βάλουμε ένα τέλος, because we have a life for God's shaker! Λόγω της ανάγκης για πιο επισταμένη μελέτη της παθήσεως ο συντάκτης του λήμματος δεσμεύεται, λέμε τώρα, να ανανεώσει τον ορισμό μετά από την παρέλευση χρονικού διαστήματος ικανού για την συλλογή νέων κλινικών και κλιματολογικών ερευνών. Για τον λόγο αυτό παρακαλούνται θερμώς όλοι οι κάτοχοι πληροφοριών, ιδεών, μελετών, διπλωμάτων, παπλωμάτων, ακινήτων κλπ περί τον σλανγκολισμό να μοιρασθούν τα ανωτέρω είτε με σχολιασμό του λήμματος είτε με την αποστολή μηνύματος στον συντάκτη. Εντάξει γιατρέ μου;

Παραδείγματα;
Σηκωθείτε να πάτε να δείτε την μούρη σας στον καθρέφτη ρεμάλια!

(από lifeingr, 01/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified