Παλαιάς κοπής ρήμα που εννοεί την πράξη της αφόδευσης δηλαδή την αποβολή των περιττωμάτων από τον πρωκτό κατά τη διαδικασία της πέψης.

Με λίγα λόγια είναι το χέσιμο στην γιαγιαδίστικη σλανγκ. Σκοπός του λήμματος είναι να καμουφλάρει τη χυδαιότητα που εκπέμπει το χέσιμο σαν λέξη και σαν έννοια και να του δώσει έναν πιο καθώς πρέπει τόνο.

Το λήμμα προέρχεται προφανώς από την θέση που παίρνει το σώμα όταν κάνουμε τα κακά μας, δηλαδή το χοντρό μας, δηλαδή όταν χέζουμε.

Στις μέρες μας το λήμμα σπανίως χρησιμοποιείτε με σοβαρό ύφος ενώ τις περισσότερες φορές λέγεται χάριν αστεϊσμού.

Η αποτυχία της μακροημέρευσης του λήμματος έγκειται στο ότι η κωδικοποίηση αυτή διαδόθηκε πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να ταυτοποιηθεί άμεσα με την ίδια την πράξη χάνοντας έτσι το νόημα της ύπαρξής της.

Έχω την εντύπωση ότι αντικαταστάθηκε από την γενική έκφραση «πάω στο μέρος», το οποίο σιγά-σιγά μετατράπηκε σε καμπινέ και κατέληξε να λέγεται τουαλέτα (κυρίως μετά την απενοχοποίησή της και την εδραίωση μέσα στα σπίτι μας), έκφραση που δεν φανερώνει την άμεση επιθυμία μας για τα τεκταινόμενα μέσα σε αυτό.

  1. - Χα χα! εξάρες!
    - Γκγκχχμμ.
    - Τι έχεις βρε Μανώλη; Μια ώρα τώρα σε γλέπω και σφίγγεσαι!
    - Κωστή συγνώμη αλλά θα το τελειώσομε μετά το πλακωτό. Πρέπει να πάω να κάτσω.

  2. - Αργείς;
    - Κάθομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το λήμμα παραπέμπει στο γνωστότατο χορό ή στο επίσης γνωστό μαντήλι, εδώ αναφέρεται στο πολύ καλής ποιότητος ελαφρό ναρκωτικό, παράγωγο της ινδικής κάνναβης, που φύεται στην Μεσσηνιακή πρωτεύουσα Καλαμάτα και πέριξ αυτής.

Όπως αναφέρει ο φίλος Azargled στο λήμμα κρητικό (βλ. και παρακάτω), το βασικό ουσιαστικό που είναι το «χασίσι» παραλείπεται, όχι μόνο χάριν συντομίας, αλλά και για την αποφυγή πλήρους κατανόησης της φράσης από πιθανή ανυποψίαστη ομήγυρη.

Συνώνυμα: αφγάνι, γάρο, γελαστό τσιγάρο, γκάντζα, ινδική κάνναβις, κανναβούρι, κρητικό, λεμόνι, Μαίρη Τζέην, μαριχουάνα, μαρουγάνα, μαυράκι, μαύρη, μαύρο, μελαχρινή, μονόφυλλο, μπάφος, νταμίρα, νταφού, πράσινο, σινσεμίλια, σκάνγκ / σκάνκ, σοκολάτα, τούφα, τρίφυλλο, τσιγαριλίκι, φοσμπά, φούντα, χασίς, χασίσι, χόρτο κ.α.. (Κοπί το πίτα και από εδώ).

- Πάρε πάστες κι έλα!
- Τι; είμαστε για επίσκεψη ή παίζει τίποτα καλό;
- Καλαματιανό αγόρι μου! Σου λέει τίποτα;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταμεσονύχτιο μαγαζί που προσφέρει βαριά λαϊκή μουσική και ποτό αμφιβόλου ποιότητος ενώ προσφέρεται για υπερβολές και ασωτίες σε άτομα που θέλουν να καούν ή που είναι ήδη καμένα.

Τέτοια μαγαζιά είναι κυρίως συνοικιακά σκυλάδικα που οι τοίχοι τους έχουν ποτίσει από μυρωδιά τσιγάρου και οινοπνεύματος με χαρακτηριστικά λιτό ντεκόρ περασμένων δεκαετιών ενώ σε καμία περίπτωση δε διαθέτουν ζωντανή μουσική.

Δεν είναι κωλόμπαρα αλλά ούτε απέχουν και πολύ απ' αυτά ενώ διαθέτουν φανατικούς θαμώνες, αρκετούς με λερωμένο ποινικό μητρώο.

Συνώνυμα: μπιστολάδικο, μπουζουκλερί, γαβγάδικο κ.α..
Σχετικό: τελειωμενάδικο.

- Τι να απέγινε ρε 'συ ο Στέλιος ο δάσκαλος;
- Πάει αυτός, χάθηκε. Μέτα που βγήκε από τη στενή συχνάζει όλο σε κάτι καμενάδικα, σ' αυτά που σου βάζουν ουίσκι από μπουκάλι με δίχως μπίλια και ανοίγουν σαμπάνιες χωρίς αλκοόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος κουρέματος, γνωστότατο στην αργκό των κομμωτών, το οποίο είναι κοντό καρέ που τελειώνει σε απόλυτη ευθεία στο ύψος των αυτιών. Η ονομασία του προέρχεται, προφανώς, από την ομοιότητα του κουρέματος με καπελάκι.

Έδωσε βροντερό παρών στα τέλη του 80 με αρχές του 90, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες βρίσκοντας όμως συντριπτικά περισσότερη εφαρμογή στα ανοιχτόχρωμα αγοράκια.

Η κόμμωση ήταν λιγάκι εξεζητημένη (γι αυτό το επέτρεπαν μόνο οι προχώ γονείς στα παιδιά τους) με αποτέλεσμα σχεδόν όλα τα κοριτσάκια να προτιμούν τους κατόχους της, για τον ίδιο λόγο που τα αγοράκια δείχνανε ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτές που φορούσανε φούστα λαμπάντα ή φούστα-μπλούζα με κρόσσια (τα οποία δεν ήταν ξεχωριστά αλλά αποτελούσαν προέκταση του υφάσματος και δημιουργούνταν από το κάθετο και περίτεχνο σκίσιμο της μπλούζας) ή, ίσως σε λίγο μεγαλύτερες ηλικίες, πουκάμισο δεμένο κόμπο στο κάτω μέρος του και άλλα τέτοια ωραία.

Κατά την συγγραφή του λήμματος ανακάλυψα ότι αποτελεί υποκατηγορία του καρεδάκια και ότι στην Αγγλική συναντάται είτε ως bowl cut, είτε ως mushroom cut και σπανιότερα ως pot cut (απ' όπου και τα μύδια).

- Μαμά μαμά μαμά! θέλω κι εγώ να κουρευτώ καπελάκι!
- Σκάσε βλαμμένο! αυτά είναι του διαβόλου!

Got a better definition? Add it!

Published

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για το γήπεδο ποδοσφαίρου της ομάδας του Πειραιά, τον Ολυμπιακό, γνωστό και ως τηγάνι.

Προέρχεται από τη μετονομασία του πραγματικού ονόματος του γηπέδου που είναι το Καραΐσκάκη, αλλάζοντας το δεύτερο συνθετικό από -σκάκη σε -τάβλι.

Χρησιμοποιείται ευρέως σε στέκια φιλάθλων ποδοσφαίρου, σε δρόμους, σε πλατείες και σε γήπεδα.

- Παίζετε με γαύρο την άλλη βδομάδα, ε;
- Ναι, μέσα στο Καραϊτάβλι.
- Έλα ρε! Σας έχει εντός στο τηγάνι;

Το Καραϊτάβλι πριν... (από PUNKELISD, 12/12/10)Το Καραϊτάβλι τώρα. (από PUNKELISD, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για το γήπεδο ποδοσφαίρου της ομάδας της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλή.

Προέρχεται από τη μετονομασία του πραγματικού ονόματος του γηπέδου που είναι το Καυτατζόγλειο, αλλάζοντας το γράμμα -λ (λάμδα) σε -ρ (ρο), με αποτέλεσμα το δεύτερο συνθετικό να θυμίζει κάτι από γριά (ο Ηρακλής έχει συσταθεί ως ποδοσφαιρική ομάδα από το 1908 και θεωρείται από τις αρχαιότερες, εξού και το παρατσούκλι).

Χρησιμοποιείται ευρέως σε στέκια φιλάθλων ποδοσφαίρου, σε δρόμους, σε πλατείες και σε γήπεδα.

- Γιαυτό δεν μας έδωσε εισιτήρια η γκόμενα του πύρρου ο ρέμος,για να αλωνίζουν ανενόχλητες οι γριές....γιατί αν είχαμε κόσμο στο καυτατζόγρειο θα είχαμε δράματα! (από εδώ)

Το σπίτι της γριάς... (από PUNKELISD, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο υποσταθμόςδιανομής του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζεται έτσι λόγω της ομοιότητας του πλέγματος που δημιουργείται από τα ηλεκτροφόρα καλώδια, με το γνωστό αναρριχητικό φυτό.

Αν και πιο ειδικά είναι µια σιδερένια κατασκευή από ελάσµατα ενωμένα ώστε να αποτελούν δικτύωμα που στηρίζει και συνδέει όλα τα μηχανήματα και τις εγκαταστάσεις ενός υποσταθμού, για κάποιο λόγο έχει επικρατήσει με την πρώτη έννοια.

Οι υποσταθμοί αυτοί βρίσκονται κυρίως έξω από τις πόλεις και σκοπό έχουν την υποβάθμιση και διανομή του ρεύματος προς τους καταναλωτές. Η υποβάθμιση γίνεται σταδιακά, ως εξής: το ρεύμα φεύγει από το εργοστάσιο με συνήθης τιμή τάσης 150.000Volt και μέσω των πυλώνων στήριξης των καλωδίων φτάνει στον υποσταθμό όπου υποβαθμίζεται στην τιμή των 30.000 ή 6.000volt, από 'κει προωθείται στους τοπικούς μετασχηματιστές όπου υποβαθμίζεται και πάλι για να καταλήξει στους καταναλωτές με τιμή τάσης 380 ή 220Volt.

Όλο αυτό γίνεται για λόγους οικονομίας, μιας και όσο μεγαλύτερη είναι η τάση του ρεύματος τόσο μικρότερη είναι η απαιτούμενη διατομή του ηλεκτροφόρου αγωγού (καλώδιο). Αν για παράδειγμα το ρεύμα έφευγε με τιμή τάσης 220V, για να μπορέσει να διανύσει όλα αυτά τα χιλιόμετρα των χιλιομέτρων και να καταλήξει στις πρίζες μας, τα καλώδια θα έπρεπε να είναι τόσο χοντρά που το κόστος των υλικών και των εργασιών θα ήταν απλά αμύθητο.

(Συνάντησα τον όρο και για το εναέριο δίκτυο του ΗΛΠΑΠ (εδώ) αλλά δεν ξέρω αν όντως χρησιμοποιείται.)

Για την Ιρόνικ.  (από joe909, 06/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να καταδείξει την ανεπηρέαστη κατεύθυνση ατόμου προς έναν προορισμό.

Τον προορισμό αυτόν του ατόμου μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως απτό (π.χ. η κουζίνα, η Καλαμάτα, το παραθυρόφυλλο κ.α., παρ. 1.) ή νοητό (π.χ. μια ιδεολογία, μια κατάσταση κ.α., παρ. 2.), αλλά σε κάθε περίπτωση θα τον διανύσει με απόλυτη βεβαιότητα, ανεξάρτητα αν είναι σωστός.

Χαρακτηριστική είναι η εικόνα συνοφρυωμένου ατόμου, που εμπίπτει στον ορισμό, να έχει χαράξει πορεία με μεγάλα και βιαστικά βήματα, βυθισμένο στις σκέψεις του και βλέμμα στραμμένο στο έδαφος (πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί και να τουμπίσει σε καμιά κολόνα).

Απ' την άλλη, χωρίς να παίρνω και όρκο, ενδέχεται να έχει και την έννοια του κόβω καπίστρι ή του έκοψε την άλυσο.

*Το αζιμούθιοεδώ) είναι κάποιος ναυτικός όρος που βοηθάει στον καθορισμό ή και την εύρεση μιας θέσης πάνω στο σφαιρικό στερέωμα της γης με βάση τον ουρανό (απ' ό,τι κατάλαβα).

  1. - Ρε 'συ! που πάει αυτός από 'κεί;
    - Μανώωωωλ'! πού πα ρεεε; από 'κεί είν' η έξοδος!
    - Καλά! πάει αυτός, έχει κόψει αζιμούθιο!

  2. - Τι εννοείς δεν παίρνει από λόγια; δεν σου 'πα να του πεις ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια πλάκα;
    - Λες να μη του το 'πα ρε μαλάκα; έχει κόψει αζιμούθιο όμως και δε καταλαβαίνει τίποτα! λες και δεν τον ξέρεις τώρα κι εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την ακατάσχετη, την μανιακή και χωρίς οίκτο αντιγραφή κυρίως σε διαγωνισμό μαθημάτων, αλλά και σε επαγγελματικές εργασίες, σε έργα τέχνης, στην τεχνολογία κ.α., χωρίς απαραίτητα να έχει αρνητική έννοια.

Αν και παραπέμπει στο γνωστό κοπίδι (εργαλείο με κοφτερή λάμα-λεπίδα όμοια με ξυράφι), προέρχεται από την αγγλική λέξη copy που, εκτός των άλλων, σημαίνει και αντιγράφω.

Το κοπύδι είναι ο υπερθετικός βαθμός της αντιγραφής όπως είναι το κλανίδι για την κλανιά, το βρισίδι για τη βρισιά κλπ.

  1. (εν έτει 1994)
    - Μεγάλη μέρα η αυριανή!
    - Ναι, το ξέρω, είναι το θερινό ηλιοστάσιο.
    - Εννοώ ότι αύριο θα γράψουμε ιστορία...
    - Έεερεε κοπύδι που θα πέσει!
    - Όχι στο σχολείο ρε βλάκα! Θα γράψουμε ιστορία σαν έθνος, αύριο η εθνική Ελλάδος θα παίξει με την Αργεντινή τον πρώτο της αγώνα σε παγκόσμιο κύπελλο!!

  2. - Λοιπόν, τι λέτε κ. Τεπενδρή; Θα έρθετε μαζί μας στο Σούνιο;
    - Ξέρετε...
    - Α! Δε θέλω δικαιολογίες σήμερα! Είναι τόσο όμορφη η μέρα έξω...
    - Αχ! Το ξέρω αλλά έχω να κάνω κοπύδι στα σχέδια του Χατζηαναγνώστου για το εργοστάσιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πίσω κινούμενο μέρος του τόρνου όπου προσαρμόζεται το εξάρτημα εκείνο (άκα πόντα - βλ. μύδι 1) στο οποίο τοποθετείται το κέντρο του πίσω μέρους του προς τόρνευση κομματιού.

Το μπροστά μέρος τού προς τόρνευση κομματιού, τοποθετείται σε ένα σταθερό -ως προς την κάθετη και οριζόντια μετακίνηση- περιστρεφόμενο μέρος (άκα τσοκ - βλ. μύδι 1), όπου σφίγγεται και περιστρέφεται κι αυτό, ενώ το εργαλείο κοπής (που τοποθετείται στο εργαλειοφορείο - βλ. μύδι 1), το οποίο συνήθως προωθείτε κάθετα και παράλληλα ως προς το άξονα του κατεργαζόμενου κομματιού, αφαιρεί υλικό και του δίνει το επιθυμητό σχήμα.

- Γιώρη! κότσαρε μια την καινούρια πόντα στην κουκουβάγια.
- Καλά ρε αφεντικό, πότε πρόλαβες και σκάτζαρες πόντες;
- Ε, τι, μαρούλια πεταλώνουμε!

(από PUNKELISD, 14/05/11)Στα αριστερά φαίνεται η πόντα και μέρος της κουκουβάγιας ενώ στα δεξιά διακρίνεται  το τσοκ. Φαίνεται επίσης καθαρά και το εργαλείο κοπής. (από PUNKELISD, 14/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified