Λογοπαίγνιο του «παθός και μαθός» που είναι λογοπαίγνιο του «παθών μαθών», άρα λογοπαίγνιον στο τετράγωνον.

Σημαίνει βέβαια «έπαθα κι έμαθα», αλλά όταν απευθύνεται σε άλλον ενέχει κακεντρέχεια μεγάλη, τουτέστι «τα 'θελε ο κώλος σου», «πήγαινες φυρί φυρί», «τα 'θελες και τα 'παθες», «εγώ σου τά 'λεγα«) κοκ

- Έφαγα στη μάπα ένα μποτιλιάρισμα αδερφάκι μου, άλλο πράμα!! Δε με ξαναξεκουνάει κανείς καθαροδευτέρα, με καμιά κυβέρνηση.
- Παθός και Μαθιός, μαλάκα.

(από perkins, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπρόσκυλο (μάλλον από παραφθορά του τούρκικου köpek).

Απευθύνεται σαν βρισιά σε τεμπελχανάδες.

Συχνότατο σαν παλιοκουπούκι.

- Τι λέει ο νέος; Τρέχει;
- Άι σιχτίρ, το παλιοκουπούκι! Αν δε στρώσει σε μια βδομάδα, παίρνει πόδι. Ωσπού να κουνηθεί βρωμάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η τσιμπουκλού που πολύ το γουστάρει. Προφανώς από το καβλί + το ηχητικό «σλουρπ» που δηλώνει λαίμαργη ευχαρίστηση.

  2. Η άτσαλη τσιμπουκλού που από περήφανο τσολιά σου τον κάνει σκέτο λούρπακ. Εξού και καβλοσλούρπακ.

- Πώς πήγε ψες με την Πόπη;
- Γαμάτα!! Καβλοσλούρπα με τα όλα της. Με στράγγιξε σε χρόνο ντετέ. Κι εσύ με τη Φώφη;
- Γάμα τα!! Μου βγήκε καβλοσλούρπακ. Είδα κι έπαθα να τον συνεφέρω. Ξανά μόνο με βετεράνο.

Βούτυρο Λούρπακ - πριν το περιλάβει η εξαιρετική και το λιώσει (από poniroskylo, 06/11/10)Σκέτο σλουρπ. (από poniroskylo, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασφαλώς και είναι η «διακόσμηση» στα ελληνικά από το γαλλικό décor - όμως, παρέα με ρήματα όπως:

  1. κάνω: κάνω (κάποιον) ντεκόρ σημαίνει ό,τι και τα: τον γείωσα, του το βούλωσα, κι από 'κει και πέρα (το 'παιξε) γλάστρα, τον έσβησα (και έλαμψα) - κι όλα τα παρεμφερή κι ομοειδή.

  2. βγαίνω: βγαίνω απ΄το ντεκόρ σημαίνει παίρνω θέση (πάνω σε κάποιο ζήτημα), πήραν επιτέλους χαμπάρι πως υπάρχω, επανενεργοποιούμαι, κ.ο.κ.

  3. έχω: έχω για ντεκόρ σημαίνει έχω για μόστρα, έχω για γλάστρα κ.ο.κ.

  4. ... είμαι: δεν είμαι (για) ντεκόρ (εγώ), το γνωστό παράπονο παραμελημένης γκόμενας.

  1. - Μας πέθανε στην παρλαπίπα, μέχρι που ο Άρης του φρεσκάρισε τη μνήμη και τον έκανε ντεκόρ.

  2. - Γιαδέ ρε συ ποια κελαηδάει!!
    - Έχασες επεισόδια ε; Μετά την πλαστική βγήκε απ' το ντεκόρ.

  3. - Τι κάνει δω πέρα η μικρή;
    - Τίποτα, μόνο για ντεκόρ.

  4. - Ακούς; Τα μαζεύω και φεύγω. Δεν είμαι ντεκόρ εγώ. Ακούς βρε; Φεύγω σου λέω.
    - Α! ναι; Πού πας;
    - Όπου θέλω!!
    - Δώσε χαιρετισμούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα γνωστότατα ξάπλα + Αρντάν.

Ο υπερθετικός της κατάστασης στην οποία θέλει να βρεθεί κάθε ευσυνείδητος φαντάρος και βρίσκονται πλείστοι ασυνείδητοι δημόσιοι υπάλληλοι. Η πλήρης χαύνωση. Η νιρβάνα. Το ζεν. Η μαστούρα σε οριζοντιωμένη στάση.

- Τι νομίζει ότι κάνει έτσι ξαπλαρντάν;
- Κοιλιακούς.
- Μα καλά ρε μαλάκα, στην Πύλη;
- Μη το ψάχνεις: τσάτσαρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά εκεί που καθίζουμε τον κώλο. Συνήθως περιγράφει ένα καρεκλάκι ξύλινο που δεν το λες έπιπλο (δλδ σε καμιά περίπτωση ένα σκαμπό -θα ήταν απαξιωτικό), ή ό,τι θα μπορούσε σε ώρα ανάγκης να παίξει τέτοιο ρόλο (π.χ. ένα τελάρο, ή μια άδεια κάσα από μπύρες).

- Μια θέση για τον Πρόεδρο βρε παιδιά!!
- Δώσ' του το κωλοκάτσι και πολύ του είναι.

Κωλοκάτσι (από poniroskylo, 06/11/10)Κολοκάσι (από poniroskylo, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου τελειώνει ο παράς, εξαντλούμαι οικονομικά. Πολύ κοντά στα: «Μένω ρέστος», «μένω χωρίς μία», «μένω στον άσσο», «μένω δίχως σάλιο», «ξετινάχτηκα» κλπ. Όμως δεν φτάνω στο σημείο να χρωστάω.

Το «με ξεπαράδιασαν» υπονοεί μερικές φορές το «μ' έπιασαν κορόιδο», ενώ άλλες πως προέκυψαν πρόσθετα έξοδα που δεν είχα υπολογίσει και δεν μπόρεσα ν' αποφύγω.

- Αυτό το τσαρδί με ξεπαράδιασε.
- Δεν έχεις ανάγκη εσύ, σου χρωστάει ο Θεός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τυχερός άνθρωπος. Αυτός που του 'ρχονται όλα βολικά, που δεν βρίσκεται ποτέ σ' ανάγκη. Ο τίγκα στην κωλοφαρδία.

- Πώς πάει;
- Σκατά. Δεν κουνιέται φύλλο. Νέκρα η αγορά, γαμώ την κρίση μου γαμώ. - Τόσο χάλια;
- Εμ σατεσένα καρντάση που σου χρωστάει κι ο Θεός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαϊδευτικά, το φανταράκι που υπηρετεί στη Γκατζολία.

  2. Το πραγματικά περίφημο γάλα «Ροδοπάκι» που διατίθονταν στο ΚΨΜ όταν εγώ υπηρετούσα.

Παρεμπιπτόντως το Μίλκο δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά του. Εννοείται πως οι ντόπιοι δεν το αποκαλούν ποτέ έτσι.

  1. - Πού έκανες φανταρικό; - Γκατζολάκι ήμουνα. - Άντε ρε! Εγώ Διδυμότειχο μπλουζ.

  2. - Πιάσε δυο γκατζολάκια. - Σιγά! θα στομαχιάσεις.

(από sstteffannoss, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για γυναίκες που έχουν τσουχτερή γλώσσα, που στάζουν δηλητήριο, που δε χαρίζουν κάστανα, που δε μασάνε, που είναι επίμονες σε σημείο να γίνονται πρήχτρες, που πετούνε συνεχώς σπόντες που πονάνε, που σε τσιγκλάνε συνεχώς, που σου τα κάνουνε νταούλια.

Ο χαρακτηρισμός έχει γράψει λαμπρή ιστορία όταν εξακοντίστηκε απ' το μακαρίτη τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο στην Έλλη Στάη.

- Έλα ρε συ τώρα!! Τεκνατζού η Σίσυ;
- Έ όχι κι όλα τα ΠΣΚ. Τα τρία στα τέσσερα.
- Εμένα μου 'πε πως τα 'χει με τον Άρη.
- Όλη την ομάδα ή μόνο τα τσικό;
- Είσαι μια τσούγδω εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified