Τρυφερίτσα: η μαγική χώρα τσῆ τρυφῆς, τσῆ ἀκολασίας καὶ τσῆ μαλθακίας.

Βγαίνω στην τρυφερίτσα: πρωτάρχισαν τα όργανα, τα μπαλαμούτια, τα φίκι-φίκι καθώς βγαίνω στο κλαρί ή / και από την ντουλάπα.

Κλασικός γιαγιαδισμός που δίκην τζιλφ διατηρεί την φρεσκαδούρα και την σλανγκενέργειά του.

1.
Στις 6 του Φλεβάρη του 1981, ο Ράλλης εκτός από την καθαρεύουσα κατάργησε την ποδιά από τις μαθήτριες όλων των βαθμίδων και έδωσε δουλειά στην αντιπαράθεση εχόντων και μη εχόντων, αντί της ισότητας που έδινε η ποδιά. Αποτέλεσμα να αναπτυχθεί το μίσος μεταξύ των παιδιών, λόγω αδυναμίας αγοράς των διαφόρων σινιέ που διέθεταν οι πλούσιες. Το επόμενο βήμα ήταν η τρυφερίτσα για να αποκτηθούν τα σινιέ. Ευτυχώς που τα ΜΜΕ δείχνουν την κατάντια των σημερινών παιδιών ακόμα και μέσα στα σχολεία.

2.
Κάθε χρόνο το Athens Pride (και πλέον το ακόμα πιο πολωτικό Thessaloniki Pride) βγάζει στην τρυφερίτσα όλες τις τρελές: τις θεούσες, τους παπάδες, τους φασίστες, τους δήθεν φιλελεύθερους «με gay φίλους».

3.
Ας μη βγουμε λοιπον στη τρυφεριτσα (κι αλλο μπλαβο στους κοκκινους) και... παθητικη αντισταση! Γιατι, μαγκες, η επανασταση οταν ειναι βασιμη και μαζικη, εχει... το εμπριμέ της!!

Got a better definition? Add it!

Published

Χαριτωμενίστικη εκδοχή του πούπουλα.

Ο σλανγκενεργός πλην εκνευριστικός αυτός όρος εκφέρεται κυρίως από πίπουλες με αρκούδως τρυφηλή, γκέϊκη και κίνκι διάθεση· συνειρμικά παραπέμπει σε πίπες.

Εναλλακτικά: πέπουλα, πίπιλα.

1. [Στο Athens Pride] αδυνατούσα να πετύχω αυτό το «προκλητικό» θέαμα της παρέλασης που έχω δει να αναφέρεται παντού: τους ημίγυμνούς ή θεόγυμνους, λαδωμένους ή γεμάτους glitter και πίπουλα τύπους που βγαίνουν έξω μόνο με ένα λαμέ στρινγκάκι για να επιδείξουν επιθετικά τη διαφορετικότητα τους και που, σύμφωνα με όλα αυτά τα άρθρα αποτελούν και τη γενική εικόνα της παρέλασης.

2. Ένιωσα σα να είμαι σε κάποια παλιά ασπρόμαυρη ταινία του Δαλιανίδη και πως από κάπου θα ξεπηδήσει με διπλό τόλουπ και ένα στρέμμα πίπουλα η Μάρθα Καραγιάννη. Ένιωσα μια αγνότητα και μια ανθρωπιά απερίγραπτη όπως σε αυτές τις παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου…

3. Τα πτερά και πίπουλα που στολίζουν διακριτικά τους βραχίονες, φτιάχνουν επίσης και πρωτότυπες κομμώσεις, όταν προσπαθεί το μοντέλο να πιει ένα ποτήρι Εβιάν. Χλωμά όμως φαντάζουν τα πίπουλα του Γκωτιέ όταν συγκριθούν με τη δημιουργία του Μακ Κουήν, αρχισχεδιαστή του οίκου Ζιβανσύ. Οικολογικότερος πάντων, προτείνει μια άμεση επιστροφή στον Αμαζόνιο και γενικότερα σε ζούγκλες, βάλτους, έλη.

4. Μας βάλαν σε ανάκλιντρα, μας κεράσαν πορτοκαλάδες και τσαμπιά σταφύλια, και κάτι ξώβυζες μας κάναν αέρα με πίπουλα απο στρουθοκάμηλο..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο πλαίσια εφαρμογής της χαζοχαρούμενης αυτής σλανγκιάς:

1. - Συγχαρητήρια κύριε Καραγκιόζη.
- Συγχεστήρια μαϊμουζέλ.
- Σας ευχαριστούμε.

2. Γυναίκα κτυπά ηλικιωμένο ποδηλάτη επειδή πήγαινε αργά. Πώς στην ευχή βρέθηκε εκεί η κάμερα και τράβηξε το βιντεάκι; Μήπως η μαϊμουζέλ γύριζε ταινία και ο ποδηλάτης είναι συμπρωταγωνιστής; ή μήπως είναι διαφημιστικό

3.
ΜΑΪΜΟΥ ή ORIGINAL
- iceage2609: Τελικα ξερετε που καταληγω παιδια;Αρχιζω να στενοχωριεμαι που δεν βγαινουν και μαιμουδες 7020 :P :) :) :)
- davinci: Eρχονται, Βασίλη και για τον 7020 μαιμουζέλ... ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεραϊδιάρικο παιδοβούβαλο, με ό,τι δεινά αυτό συνεπάγεται.

1. Σκέφτομαι ότι η βασική μαλακία του ΓΑΠ, όσον αφορά τον ίδιο και το κόμμα του, ήταν που επέμενε στις πρόωρες εκλογές και δεν άφησε το νεραϊδοβούβαλο να υποστεί το μαρτύριο μέχρι τέλους φτάνοντας το χρέος στο 300%...

2.Πορωτικές λεξούλες - Βοθρολύματα, Κερχελέδες, (μου έφυγε το) Κλαπέτο, Εκτόπλασμα, Μπάμ Τιριλέμ, Τσιριμώκο, Νεραϊδοβούβαλος, (Λαπαδερός) Γουρδούπακας, Φραμπαλάς.

(από Khan, 28/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελά γκατζετόνια; έχουμε ό,τι βλέπετε, σε αντικείμενα και υποκείμενα:

Να σας τα τυλίξω να τα πάρετε μαζί σας;

1. Η 510 ειναι τρελο γκατζετονι......αν δεν βγαζεις φωτο σε χαμηλο φωτισμο, χτυπα νικον. Αν βγαζεις, χτυπα σονυ.

2. Ο ρίζος ήταν απ τις πρώτες εφημερίδες που κυκλοφόρησε και διαδικτυακά και μάλιστα νομίζω για μια περίοδο ήταν και η μόνη που «ανέβαζε» το φύλλο της ημέρας κι όχι της προηγούμενης. Το Αλεκάκι επίσης μην ξεχνάς ότι είναι τρελό gadgetετόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλινο μπινελίκι για τους σε-διατεταγμένη-υπηρεσία τραμπούκους νεροκουβαλητές πολιτικών ρευμάτων ή κομμάτων, και πάσης φύσεως συμφερόντων.

Μονίμως έγκαυλα για γαβγάδες, τα μαντρόσκυλα υπερασπίζονται λυσσαλέα τα αφεντικά τους. Η παρούσα οικονομική και κοινωνική κρίση ευνοεί την ανάπτυξη μαντρόσκυλων ανθεκτικών στην φόλα (βλ. ενδεικτικά: Η. Κασιδιάρη, Ζ. Κωνσταντοπούλου, Α. Γεωργιάδη).

1. Φασισμός: Το μαντρόσκυλο του καπιταλισμού.

2. ΤΟ ΠΡΩΗΝ «ΜΑΝΤΡΟΣΚΥΛΟ» ΤΗΣ ΝΤΟΡΑΣ, Ο ΣΚΥΛΑΚΑΚΗΣ, ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΑΣ... ΣΤΗΝ ΔΡΑΣΗ!

3. Κουνήσου τώρα όσο προλαβαίνεις μαντρόσκυλο, γιατι στις εκλογές θα σε ξεχάσει κι η μάννα σου θεομπαίχτη …

2. Και ως Πλεύρης, και ως ΛΑΟΣ που ήσαστε παλαιότερα, και ως οπαδός της 4ης Αυγούστου που ήσαστε πιο πριν και ως μαντρόσκυλο της ΝΔ που είστε τώρα.
(Δέσποινα Κουτσούμπα, εκπρόσωπος ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προς Θάνο Πλεύρη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός έως και κομπλεξικός χαρακτηρισμός σε βάρος των ομογενών μας στις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με το εγχώριο στερεότυπο, οι ελληνοαμερικλάνοι πιατάδες είναι ακαλλιέργητοι βερμουδιάρηδες μικροαστοί με μεγάλα καουμπόικα καπέλα, φανταχτερά εμπριμέ κοντομάνικα και χρυσές αλυσίδες στο δασύτριχο τους στέρνο. Φέρουν γελοία ονόματα τ. John Fistikis, μιλάνε δυνατά μια ακατάληπτη διάλεκτο «ελλήνικος» και ως άξεστοι αλαραμάνηδες μπρούκληδες επιδεικνύουν χυδαία τα «ντάλαρς» που έβγαλαν στο Αμέρικα ασκώντας το αναξιοπρεπές επαγγέλματα του πιατά.

Πράγματι, οι περισσότεροι Έλληνες των ΗΠΑ ξεκίνησαν ως λαντζέρηδες ή πουσκαρτάδες (μικροπωλητές λουκανικουμπώνε με καροτσάκια). Με σάλιο και υπομονή όμως, το βιοτικό τους επίπεδό ξεμύτισε. Στα εβδομήνταζ έγιναν εστιάτορες και παρέδωσαν την σκυτάλη σε Πορτορίκους, οι οποίοι με την σειρά τους την παρέδωσαν σε Ινδοπάκηδες και Αιθίοπες στα 00ς. Οι απόγονοι των πιατάδων μορφώθηκαν και πλέον γαμάνε σε «ευγενέστερα» επαγγέλματα. Πολλοί δε σήμερα υιοθετούν πικρόχολα τον χαρακτηρισμό του πιατά δίκην αντιήρωα (βλ. παράδειγμα 4).

1.
Εάν υπήρχε στην Ελλάδα η γερμανική δομημένη κοινωνία οι Έλληνες εργαζόμενοι θα ήταν παγκόσμιο υπόδειγμα παραγωγικότητας. Γιατί ο Έλληνας παραμένει ευφυής, ευέλικτος και ευρηματικός. Στην Γερμανία οι Έλληνες μετανάστες είχαν πάντα θέσεις υψηλής αποδοτικότητας. Και στην Αμερική οι Έλληνες πιατάδες έφθασαν να γίνουν σχεδόν το δεύτερο κυβερνητικό λόμπι.

2.
Τελικα μονο οι «πιαταδες» της Αστοριας ειναι υπερηφανοι που ειναι Ελληνες... (Αυτο τον χαρακτηρισμο («πιαταδες») στην Αθηνα τον ακουσα, οι «πιαταδες» ειναι γιατροι, δικηγοροι, δασκαλοι, αστυνομικοι, πυροσβεστες, δημοσιοι και δημοτικοι υπαλληλοι και κυριως μαγαζατορες (ναι, πιαταδες), τραπεζιτες, φαρμακοποιοι, εντομοκτονοι)...

3.
Αμερικανογενίτσαροι, επιδειξιομανείς, νεόπλουτοι, πρώην πιατάδες που το παίζουμε δήθεν πατριώτες με τα τσάμικα και τα πεντοζάλια
(οι ομογενείς των ΗΠΑ, σύμφωνα με πολιτευτή της Νέα Δημοπρασίας)

4.Μόνο εμείς τα «κορόιδα ή οι πιατάδες» τους κάνουμε υποκλίσεις και μετάνοιες όταν έρχονται. Ας τολμήσουν, οι περισσότεροι απ’ αυτούς, να κυκλοφορήσουν ελεύθερα πίσω στην Ελλάδα χωρίς μπράβους ή την συνοδεία της Ελληνικής Αστυνομίας. Γιαούρτια, αυγά, πατάτες, ντομάτες και μερικές ξόφαλτσες θα εισπράξουν σίγουρα.
(ελληνοκαναδός μπλογοτέχνης για την επίσκεψη Μέϊμαράκη στο Τορόντο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό δενδρύλλιο ινδικής κάνναβης, η φούντα του οποίου περιέχει ελάστιχη τετραϋδροκανναβινόλη και ωσεκτουτού δεν κάνει κεφάλι. Κατ' επέκταση, κάθε χόρτο ή ναρκωτικό της πούτσας.

Πηγή: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω σκαστός: αποδημώ από τον μάταιο τούτο κόσμο πνιγμένος από το δίκιο, έχοντας πληγεί ψυχολογικά («σκάσει») από κάποιο καημό, κάποια αδικία, κάποιο σαράκι.

Συμπλήρωμα στον εξαιρετικό ορισμό του Πάτσμαν.

1.
«Ο Γιάννης πήγε σκαστός. Πρόκειται για μια ακόμη κρατική δολοφονία. Αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα σακχάρου το οποίο προφανώς επιδεινώθηκε λόγω του άγχους και των προβλημάτων που βιώναμε ως σύλλογος από τα χρήματα που μας έφαγαν και τις ζωές που μας κατέστρεψαν όσοι μας κυβερνούν» δήλωσε στην εφημερίδα Δημοκρατία ο ενεργός πρόεδρος του σωματείου μικροομολογιούχων...

2.
Δείτε το βίντεο όπου ο εξάδελφος του 62χρονου, μιλώντας στο ilialive, υποστηρίζει ότι ο Νίκος Π., γνωστός με το παρατσούκλι «Κουτάλας», «πήγε σκαστός» από την αδικία που υφίστατο κάθε μέρα.

3.
«Ο Μανώλης πήγε σκαστός. Έσκασε από το άγχος του και από την στενοχώρια του. Μίλησα με την μητέρα του. Ήταν σαν το λιοντάρι μέσα στο κλουβί τις τελευταίες μέρες. Κάτι περίεργο τον είχε αγχώσει τρομερά. Από τη μία η συρρίκνωση προσωπικού, οι απολύσεις και το φάσμα της ανεργίας και από την άλλη οι δυσχερείς συνθήκες εργασίας, τον είχαν καταβάλει. Κρίμα. Η οδύνη μας είναι απερίγραπτη»

Got a better definition? Add it!

Published

Ναρκοσλάνγκ για τον μικρό σωλήνα, συνήθως από τυλιγμένο χαρτονόμισμα, που χρησιμοποιείται σε μύτινγκ για το σνιφάρισμα κοκού ή (σπανιότερα) ηρωίνης. Οι ξιπασμένοι άρχοντες της νύχτας και οι καγκουρογιάπηδες τση πούτσας χρησιμοποιούν χρυσά ή πλατινένια γιούφι.

Γιούφι αποκαλείται και ο αυτοσχέδιος σωλήνας από αλουμινόχαρτο που χρησιμοποιείται για το κάπνισμα ηρωίνης (βλ. 4ο παράδειγμα).

Βλ. επίσης: γιουφ, σνιφάρω, ♪♫ κι αν τα ρουθούνια μου μείνουν μισά, κανένα πρόβλημα, θα βάλω χρυσά ♪♫.

1.
Τα νεαρά χέρια μου μεταμορφώθηκαν πρόωρα σε χέρια υπερήλικης μαστροπού. Εκδίδω τα θηλυκά σοφίσματα που γεννούν οι απειροελάχιστες συνευρέσεις με το κοκό πολύ πριν ενηλικιωθούν. Οι ψευδαισθήσεις μου ροφούν την νεότητά τους με γιούφι φτιαγμένο από σελίδα της Βίβλου. Τελικά η ζωή μου είναι διεστραμμένη, όχι εγώ.

2.
Υπουργός “σνιφάρει”;; Ε όχι ρε παιδιά! Εμείς τι θα έπρεπε να κάνουμε δηλαδή; Θα μας τρελλάνει τελείως το dream team τις Πασοκάρας που μας έριξε στα νύχια του ΔΝΤ. Βγαίνει τώρα ότι υπάρχει υπουργός της κυβέρνησης που έχει “αναπνευστικά προβλήματα” και ακολουθεί θεραπεία με “γιούφι” στα ρουθούνια.

3.
♪♫ για να σε εκδικηθώ
σου βρέχω τα χαρτάκια
σου πίνω το κοκό
το γιούφι που αγαπούσες ♪♫

4.
Για το κάπνισμα, η ηρωίνη τοποθετείται σε ένα αλουμινόχαρτο ή ένα λεπτό κομμάτι μέταλλο. Ένας κωνικός σωλήνας σε μέγεθος τσιγάρου ή στιλό, από αλουμινόχαρτο επίσης (το λεγόμενο “γιούφι”) μπαίνει στο στόμα και κρατιέται πάνω από το ναρκωτικό. Μία φλόγα κρατιέται κάτω από το μέταλλο, η ουσία θερμαίνεται και βγάζει καπνό και ο χρήστης κυνηγά τον καπνό που ανεβαίναι με το σωλήνα. Μετά από μερικές χρήσεις, σημαντική ποσότητα ουσίας κρυσταλλώνεται μέσα στο γιούφι, το οποίο χρησιμοποιείται πλέον ως βάση, με ένα άλλο γιούφι.

Γιούφι από χαρτονόμισμα (από σφυρίζων, 08/07/13)Ο John Lennon σε λολοπαιγνιώδη διάθεση σκιφάρει κόκα (από σφυρίζων, 08/07/13)Γιούφι για κάπνισμα ηρούς (από σφυρίζων, 08/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified