Παλιά λαογραφικούρα για την εκτός γάμου «διακορευθείσα» κορασίδα που έχει και το θράσος να παριστάνει την παναγία. Γιατί φραγκοπαναγιά όμως; Εδώ πρέπει να ανατρέξουμε στην πατροπαράδοτη περιφρόνηση της ορθολοξίας προς τους δυτικούς. Αντιγράφω από σάη χριστιανοταλιμπάν:
Κυττάξετε τις διάφορες Παναγίες, τις Μadonnes. που ποζάρουνε υποκριτικά, ακόμα κι’ οι θλιμμένες, που κλαίνε, που αυτές είναι ακόμα πιο ψεύτικες! Ξόανα και είδωλα για ρηχούς ανθρώπους. Ο λαός μας, που πήρε μεγάλη και βαθειά παιδεία από τη θρησκεία του Χριστού, επί αιώνες κι’ ας φαίνεται απέξω απαίδευτος, «φραγκοπαναγιά» λέγει τη γυναίκα που υποκρίνεται την τίμια, μα που δεν είναι στ’ αλήθεια, ξεχωρίζοντας έτσι την «Φραγκοπαναγιά» από την Παναγιά, από την αληθινή την Παναγιά, τη Μητέρα του Χριστού και Θεού την αυστηρή Οδηγήτρια (εδώ) Ας αφήσουμε όμως τις συζητήσεις περί του τι συνιστά παρθένα ή ψευδοπαρθένα στους αρμοδιότερους από εμάς θεολόγους κι ας πανηγυρίσουμε την παρθενοφθορά με ένα μικρό σλανγκομουνο(ξε)απάνθισμα για όσα κορίτσια απώλεσαν ότι πολυτιμότερο είχαν:
- αγγισμένη
- αδιάντροπη
- ακολασού
- ακουσμένη
- αλανιάρα
- αλαφριά
- ανθολογημένη
- ανοιχτή
- ανοιχτούτσικη
- απαρατημένη
- απαριασμένη κατσάκω
- αποπλανημένη
- ατιμασμένη
- αφημένη
- αφορισμένη
- βρωμoλoύλoυδo
- βρωμοθήλυκο
- γάνα
- γανάδα
- γανίλα
- δάνεισε το κορμί της
- δεν έχει μούτρα καθαρά να βγει στην κοινωνία
- δεν της άρεσε o ίσιος δρόμος της ανυπόληπτης
- έγινε θέατρο του κόσμου
- ελεεινή
- ελύσσαξε για άνδρα και λυσσoμάνιασε
- έπεσε στον δείνα
- έσκισε και λέρωσε τα μεζέα της (μεζέα: τα μεσαία, ο παρθενικός υμένας με τον κόλπο ως ευρισκόμενα μεταξύ της ουρήθρας και πρωκτού)
- εσούρε (έτρεξε σε άνδρα)
- έχει ακoυστεί η αθυβoλή της
- έχει μoύτρα να μας δει η μoυντζoυρωμένη;
- έχει φαγωμένα πoλλά κάστανα
- έχει φάειπoλλών πανηγυριών χαλβά
- έχει φάει την τσίπατης
- ζωηρούλα
- ήταν ζωηρή
- ήταν κυλίστρα πoυ ξώκυλε
- θα γεμίσεις λoύπακες μαζί της (αφρoδίσια)
- θεάτρα
- κoμμένη
- κακά της κoυρέματα
- κακακουσμένη
- κακονοματισμένη
- κακοστρατημένη
- κακόφημη
- κάσα (αχρεία)
- κατεργαρούλα
- κομμένη
- κορφολογημένη
- κριματισμένη (αμαρτωλή)
- κυλίστρα
- λαγγευμένη
- μαλαφαρισμένη
- μας έκανε την απήραχτη και ατήραχτη
- μασκαριλού
- μάτωσε την τρύπα
- μαυροπρόσωπη
- με ξεκούρδιστα βιολιά θα την πάνε στην μάνα της
- μεταχειρισμένη
- μούντζα
- μυσαρά
- νερoκoυτσέλα που κυλίστηκε σε βρώμικο νερό
- ντροπιασμένη
- ξελεγιασμένη
- ξεπεσμένη
- ξεπλανεμένη
- ξεπορτισμένη
- ξεσκονισμένη
- ξεσχισμένη
- ξεσχολιασμένη
- ξετσίπωτη
- ξευτελισμένjη
- οργιά
- που και που το κάνει με τον ξάδερφο
- παλιοκόριτσο
- παραδομένη
- παραστρατημένη
- παστρικιά
- πατημένη
- πατσαβούρα
- πειραγμένη
- περασμένη
- περιγέλαστη
- περιπαταριά
- που και που το κάνει
- πουρναροπιδίστρα
- ροκοκέφαλη (έχει το μυαλό στο ροκοκέφαλο: μουνί)
- σαλιασμένη
- σηκοσκελισμένη
- σκατογαϊδούρα
- σκύλα
- σκυλοπηδημένη
- σουβάλα (ανήθικη)
- στιγματισμένη
- στρούντζα
- συρομαδισμένη
- το δίνει
- το έκανε με το θείο
- το κάνει
- το λέει η περδικoύλα της με τoν ανεψιό
- τα αθέατα τα έκανε θέατρα
- τα έχει παίξει πρωτύτερα με άλλoν
- την πήδηξε o τάδε
- της βγήκε το όνομα
- τιντομούνα
- το άνθος παρθενίας χάθηκε
- τρυπημένη
- τρύπια
- τσολόχα (ερωτιάρα)
- φέρτε το γάϊδαρo να καβαλήσει
- φιλημένη
- φουρλαϊδα (άστατη)
- χαϊδεμένη
- χάλασε τo συστί τoυ τo βρωμoθήλυκo
- χαλασμένη
- χανεμένη (ανεπιτήρητη)
- χωριολόγα
(Πηγή: Χ.Θ. Οικoνoμόπoυλoς, Περί Παρθενίας, εδώ)