Υγρό απροσδιόριστης σύστασης και αμφίβολης ποιότητας και αποτελεσματικότητας σε σχέση με ό,τι πλασάρεται πως είναι.

  1. Έχεις δει τους Κινέζους που πίνουν τσιτσιμούσι από το σακουλάκι;
  2. Μού έριξε ένα τσιτσιμούσι στη μηχανή και μού είπε πως αυτό θα γεμίσει τα κρακ
  3. Τί χυμός και παπαριές με ένα ευρώ το πεντόλιτρο; Τσιτσιμούσι είναι!

Got a better definition? Add it!

Published

Βιλάι και ιβιλάι (από το αγγλικό heaving line = σκοινί ανύψωσης) ελληνιστί ορμίδιο. (Συνεκδοχικά στο βαπόρι λένε έτσι και όλα τα λεπτά σκοινιά) Πρόκειται για ένα λεπτό σχοινί αρκετού μήκους (10 – 30μ ανάλογα) που στη μια άκρη του υπάρχει ένα βάρος για να το πετάνε μακριά και στην άλλη μπορεί να προσδεθεί κάτι που πρέπει να ρυμουλκηθεί, ανυψωθεί κλπ όπως (το συνηθέστερο) η θηλιά (γάσα) του κάβου, από ένα πλοίο στη στεριά, σ’ ένα άλλο πλοίο κ.ο.κ. (ΕΙΚ 1)

Το χαρακτηριστικό του είναι η μπαλίτσα από σχοινί (τώρα και έτοιμες από διάφορα υλικά) που φτιάχνεται με ένα ιδιαίτερο κόμπο (ΕΙΚ 2) και που μπορεί να είναι μόνο σκοινί ή να περιέχει ένα πυρήνα από κάτι βαρύ πχ ένα μεγάλο παξιμάδι για μεγαλύτερο βάρος.

Το σκοινί είναι τυλιγμένο σε ίσους κύκλους για να ξετυλίγεται μόνο του. Το διαιρούμε στα δύο με μερικές θηλιές στη μεριά του βαριδιού και τις υπόλοιπες στο άλλο χέρι (ΕΙΚ 3) ή κάτω με την ελεύθερη άκρη ήδη προσδεμένη στο αντικείμενο που θα ρυμουλκηθεί ή κάπου σταθερά ( ώστε αν αστοχήσουμε να μην καταλήξει όλο στη θάλασσα).

-Σκοινί σου γύρεψα ρε, να μποτσάρουμε τα ξύλα στο τρέιλερ, σκοινι κι εσύ μού 'φερες βιλάι;

-Μή φωναζεις καπταΚωσταντή, θα σου φέρω το πιό χοντρό (παναγκασμά σε κωλόγερε αμπως [=απο τοτε που] βγήκες στη σύνταξη όλα σου φταίνε)

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Χιώτικα, αυτός που διατηρεί μιά κάποια υγρασία, νωπός, που δεν έχει στεγνώσει τελείως. Συνήθως για ρούχα απλωμένα αλλά όχι μόνο. (Αγνοώ τόσο την ετυμολογία, όσο και την ορθογραφία γιατί μόνο ακουστά την έχω και όχι κάπου γραμμένη. Όποιος μπορεί ας με φωτίσει...)

-Αφού ημάζωξες που ημάζωξες τα ρούχα, το τζίν σου πως τ' άφηκες στα σκοινιά;

-Ήτανε απλωμένο στα πιό σκεπά κι είναι ήμουδο. Α τ' αφήκω καμιάν ώρα να το βαρέσει ο ήγιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Χιώτικα η (συνήθως χειροποίητη) σβούρα.

Απο πού και πώς δεν ξέρω... και δεν το έχω ακούσει κι αλλού (πάσα βοήθεια δεκτή)

Πλανόδιος πωλητής, με το γά(ι)δαρο γύριζε τα χωριά, back in the days, διαλαλώντας: - Ζβίνν... ζβίνν... Αζγαβααάδες και γαιτάνια... (=Σβούρες και κορδέλες)

Got a better definition? Add it!

Published

Σοκολατιέρα είναι μια λέξη των καραβιών που αναφέρεται στα κορίτσια που καθόντουσαν μαζί σου μέχρι να σου πάρουνε κέρασμα μερικά ή πολλά ποτά.

Εργαζόμενα κορίτσια, άνευ συνοδού, που συνηθίζουν μόνα ή με συντροφιά να πηγαίνουν στις καφετέριες, στα μπαρ -συχνότερα-, στα πάρκα, στα χοροπηδάδικα, στα λούνα-παρκ για έναν καφέ ή ένα αναψυκτικό. Συζητούν, σχολιάζουν, χαχανίζουν, καπνίζουν το τσιγαριλίκι τους.

Οι ναυτικοί τις ονομάζουν χαϊδευτικά σοκολατιέρες. Ίσως απ' το γάλα με σοκολάτα που πίνουν. Έτσι τις ξεχωρίζουν από τις business-girls.

Μέχρι την παρέα και το κέρασμα όλοι συμφωνούν. Μετά οι γνώμες διίστανται ανάλογα με το τι έτυχε στον καθένα.

Συνήθως ψάχνουν για τσάμπα ποτό και παρέα με άγνωστο-ξένο ( μη ντόπιο στα μικρά μέρη, αλλοδαπό, που σήμερα είναι, αύριο δεν είναι) και μετά την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Σε κάποιες αρέσει και που καυλώνουν τους άντρες.

Ενίοτε -σπάνια πάντως- υπάρχει και συνέχεια. Εδώ το πράμα αλλάζει.

Μπορεί τελικά –βοηθούντος και του ποτού- να γουστάρησε τον συγκεκριμένο. Μπορεί μετά να ζητήσει και κάνα χαρτζηλίκι. (Στα φτωχά μέρη όλα μετράνε αλλιώς). Μπορεί να αποδειχτεί πόρνη μεταμφιεσμένη σε σοκολατιέρα (εξόριστη από τα κλασικά στέκια).

Ανθρώπινες σχέσεις. Όλα είναι πιθανά εξίσου.

Κοινοί συντελεστές: Η ανία, η μοναξιά, η φτώχεια, οι ανάγκες (για ποτό η/και ουσίες, σεξ) από τη μια και η ανία, η μοναξιά, οι ανάγκες (για σεξ, ποτό η/και ουσίες) από την άλλη.

-Να καθίσουμε εδώ. Ωραία είναι... Κι έχει και γκόμενες το μαγαζί.
-Μπα! Σοκολατιέρες είναι. Θα στα πιούνε και θα φύγουνε και θα μείνεις με τη ψωλή στο χέρι.
-Ας είναι. Πιο πολύ μου λείπει η γυναίκα παρά το μουνί... και που ξέρεις…
-Είσαι άξιος της μοίρας σου. Άμα βαρεθείς, ξέρεις που θα ΄μαι…
-Στη λάσπη, πού αλλού…
-Εγώ θα γαμήσω απόψε! Εσύ βάστα της το χεράκι.

Σλανγκασίστ, συνδρομή, παρακίνηση:

Ιησούς (Jesus)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια λέξη που ήρθε από την Άπω-Ανατολή με τους ναυτικούς.

Σημαίνει εκεί την προϊσταμένη, μαντάμα, πατρόνα οίκου ανοχής (μπουρδέλου), κωλόμπαρου κλπ με περισσότερες από μία κοπέλες. Κατά τα λεξικά, (Βίκη, Urban, Oxford κ.ά.π.) προήλθε από τους Αμερικάνους στρατιώτες στην Ιαπωνία μετά τον Β΄ΠΠ παντρεύοντας το mama- με το Ιαπωνικό τιμητικό επίθεμα -san για να γίνει mama-san και από κει να εξαπλωθεί σε όλη την Ανατολική Ασία (όπου είχε λιμάνια και στρατόπεδα).

Η μαμασά μπορεί να εκδίδεται, μπορεί και όχι. Μπορεί να περιορίζεται σε κονσομασιόν (πολύ ακριβά πληρωμένη). Στην Ταϊλάνδη, το λειτούργημα μπορεί να το εξασκεί και ladyboy.

Στο Βιετνάμ σήμαινε και τις γυναίκες που έπαιρναν τα άπλυτα των στρατιωτών.

Αλλού τις οικιακές βοηθούς.

Σε περιοχές με ναυτικούς (υβριστικά) και όποια μεσήλικη θέλει να κάνει κουμάντα - ιδίως εκεί που δεν την σπέρνουν-.

Σήμερα υπάρχουν εστιατόρια Mama-san με εξωτικά απω-ανατολίτικα φαγητά με «μαμαδίστικη» φροντίδα και βραβεία κλπ κλπ . O tempora O mores!

- Είπαμε να τις πάρουμε και να πάμε σε κάνα ξενοδοχείο και πετιέται η μαμασά και λέει «Όχι! Θα πάρετε άλλα δυό μπουκάλια ουίσκι και μετά θα πάτε στο ξενοδοχείο απέναντι».

- Και τι κάνατε;

- Τι άλλο να κάνουμε; Τσαμπουκάδες στη μαμασά; Θες να σε βρούνε -αν σε βρούνε κιόλας- το πρωί στο χαντάκι να βόσκουνε οι σκύλοι τ’ άντερά σου;

σλανγκασίστ Donmhtsos

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βατσιμάνης / ντεϊμάνης / ντοκουμάνης / ταλλυμάνης / μπόμαν

Πέντε βαπορίσιες λέξεις με κοινή την αγγλική καταγωγή και το β΄συνθ. -man που εξελληνίστηκε σε -μάνης (εκτός από τον μπόμαν)

Βατσιμάνης (από το αγγλ. watchman) είναι ο ναυτικός που παραμένει φύλακας σ' ένα πλοίο (στο λιμάνι, δεμένο ή παροπλισμένο). Στο πλοίο που είναι στο λιμάνι είναι ναύτης που κάνει νυχτερινή βάρδια, ελέγχει τους κάβους, τη σκάλα (τον γκάγκουε = gangway), την φορτοεκφόρτωση σαν βοηθός του ανθυποπλοίαρχου, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Η βάρδια του συνήθως είναι εβδομαδιαία εκτός αν το πλοίο δεν πιάνει συχνά λιμάνι οπότε μπορεί να αλλάζει κάθε μέρα, κάθε δύο μέρες (για να γράψουν όλοι υπερωρίες). Στα παροπλισμένα είναι γενικά φύλακας - security.

Ντεϊμάνης (από το αγγλ. day-man) είναι φύλακας με καθήκοντα όπως του βατσιμάνη αλλά η βάρδια του είναι ημερήσια.

Στην Αμβέρσα που φορτώναμε, το βατσιμανιλίκι ήτανε παράδεισος. Κλειστά τ΄αμπάρια τη νύχτα, μαρέα(1) δεν είχε, δημόσιος υπάλληλος. Μιά ματιά στο γκάγκουε κι έγραφες ώρες. Τις υπόλοιπες μέρες τις έκανα στην ξεφόρτωση, στο Κενάι στην Αλάσκα. Με 28 ποδ(άρ)ια μαρέα μέχρι ντεϊμάνηδες βάλαμε να γρασάρουν τους κάβους.

(1) μαρέα. Η άνοδος και η πτώση της στάθμης της θάλασσας σε 12ωρο κύκλο άμπωτης και πλημμυρίδας.

Ντοκουμάνης (από το αγγλ. Donkey man). Στα ατμόπλοια ήταν ο αρχιθερμαστής (από το steam donkey ή donkey engine πού ήταν το βίντζι με ατμό -με δική του ατμομηχανή ή όχι- το ιππάριο) και όταν ο ατμός απεβίωσε, ο λοστρόμος της μηχανής όπου χρειαζόταν και τέτοιος.

Ταλιμάνης και Ταλλυμάνης (από το αγγλ. tally man). Είναι ο καταμετρητής όταν το φορτίο δεν είναι χύμα αλλά σε τεμάχια (σακιά, κιβώτια). Μπορεί να είναι μέλος ή όχι του πληρώματος και μετρά πόσα κομμάτια μπήκαν ή βγήκαν ανά αμπάρι στη βάρδια του. Tally marks είναι οι χαρακιές, γραμμούλες, τετραγωνάκια κλπ που χρησιμοποιούνται στην καταμέτρηση.

Τέλος ο Μπόμαν (από το αγγλικό pump man που τη γλίτωσε και δεν έγινε -μάνης -αν και κάπου είδα το πομάνης) είναι ο αντλιωρός και τον βρίσκεις στα δεξαμενόπλοια όπου υπάρχει και αντλιοστάσιο (pump room) να ανοιγοκλείνει βάρδουλες.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον πρώτο ορισμό (τον Αγρινιώτικο) σημαίνει κάνω μια δουλειά ταχύτερα, βιάζομαι. Ειδικότερα, στη Χίο, σημαίνει την πίεση που εξασκούμε στο έντερο κατά το χέσιμο για να βγει η πεισματωμένη κουράδα (επιτέλους), το σφίξιμο, το ζόρι(σμα).

Παράγωγο ουσιαστικό (και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο), η ανέγκαση, που περιγράφει την εν γένει διαδικασία όπως και την κατάσταση του ανεγκάσματος.

  1. Μετά την εγχείρηση του χορήγησαν ένα ελαφρύ καθαρτικό για να μήν ανεγκάσει και σπάσουν τα ράμματα.

  2. Μπήκε σαν σίφουνας στις τουαλέτες κι άρχισε να βροντάει τις πόρτες, αλλά ο Μήτσος ήταν πάνω στην ανέγκαση και δεν μπορούσε να αντιδράσει...

  3. «Η παντρειά και το τσουκάλι θεν ανέγκαση μεγάλη» Χιακή παροιμία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιλέγω με στρίψιμο νομίσματος (κορώνα - γράμματα). Παλιά έκφραση σε παιδικά παιχνίδια (κυρίως).

Α. Εσείς θα κάτσετε μάνα.

Β. Να το κορωνίσουμε!

(Βγάζει ένα κέρμα απο την τσεπη του, το δείχνει μπρος πίσω, το στερεώνει σε αντίχειρα και δείκτη και πρίν το πετάξει στον αέρα ρωτά:)

Κορώνα γιά λεφτά; (αυτό που αργότερα κι απο την τηλεόραση έμαθα πως λέγεται "Γράμματα ή κεφαλή")

Α. Λεφτά! ... Φτου! ...κορώνα ήρτενε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μέκι (το)

Το μερτικό, το μερίδιο, το αναλογούν ποσοστό (σε οτιδήποτε). Συντάσσεται συνήθως με αιτιατική προσ. αντωνυμίας.

Λέξη σε χρήση (στη Χίο αλλά και από πρόσφυγες) παλιότερα μέχρι και τα '80ς, της οποίας αγνοώ την ετυμολογία.

Είχε στο μέκι του το χωραφάκι με το αποθηκάκι του (κληρονομιά).

Μπήκε στην κουζίνα, άρπαξε ένα κομμάτι πίτα λέγοντας "το μέκι μου" κι έφυγε...

Πήραν τα κλεψιμέικα και πήγαν να τα κόψουν μέκια (να τα μοιράσουν σε μέρη ανάλογα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified