Σοκολατιέρα είναι μια λέξη των καραβιών που αναφέρεται στα κορίτσια που καθόντουσαν μαζί σου μέχρι να σου πάρουνε κέρασμα μερικά ή πολλά ποτά.
Εργαζόμενα κορίτσια, άνευ συνοδού, που συνηθίζουν μόνα ή με συντροφιά να πηγαίνουν στις καφετέριες, στα μπαρ -συχνότερα-, στα πάρκα, στα χοροπηδάδικα, στα λούνα-παρκ για έναν καφέ ή ένα αναψυκτικό. Συζητούν, σχολιάζουν, χαχανίζουν, καπνίζουν το τσιγαριλίκι τους.
Οι ναυτικοί τις ονομάζουν χαϊδευτικά σοκολατιέρες. Ίσως απ' το γάλα με σοκολάτα που πίνουν. Έτσι τις ξεχωρίζουν από τις business-girls.
Μέχρι την παρέα και το κέρασμα όλοι συμφωνούν. Μετά οι γνώμες διίστανται ανάλογα με το τι έτυχε στον καθένα.
Συνήθως ψάχνουν για τσάμπα ποτό και παρέα με άγνωστο-ξένο ( μη ντόπιο στα μικρά μέρη, αλλοδαπό, που σήμερα είναι, αύριο δεν είναι) και μετά την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Σε κάποιες αρέσει και που καυλώνουν τους άντρες.
Ενίοτε -σπάνια πάντως- υπάρχει και συνέχεια. Εδώ το πράμα αλλάζει.
Μπορεί τελικά –βοηθούντος και του ποτού- να γουστάρησε τον συγκεκριμένο.
Μπορεί μετά να ζητήσει και κάνα χαρτζηλίκι. (Στα φτωχά μέρη όλα μετράνε αλλιώς).
Μπορεί να αποδειχτεί πόρνη μεταμφιεσμένη σε σοκολατιέρα (εξόριστη από τα κλασικά στέκια).
Ανθρώπινες σχέσεις. Όλα είναι πιθανά εξίσου.
Κοινοί συντελεστές: Η ανία, η μοναξιά, η φτώχεια, οι ανάγκες (για ποτό η/και ουσίες, σεξ) από τη μια και η ανία, η μοναξιά, οι ανάγκες (για σεξ, ποτό η/και ουσίες) από την άλλη.
-Να καθίσουμε εδώ. Ωραία είναι... Κι έχει και γκόμενες το μαγαζί.
-Μπα! Σοκολατιέρες είναι. Θα στα πιούνε και θα φύγουνε και θα μείνεις με τη ψωλή στο χέρι.
-Ας είναι. Πιο πολύ μου λείπει η γυναίκα παρά το μουνί... και που ξέρεις…
-Είσαι άξιος της μοίρας σου. Άμα βαρεθείς, ξέρεις που θα ΄μαι…
-Στη λάσπη, πού αλλού…
-Εγώ θα γαμήσω απόψε! Εσύ βάστα της το χεράκι.
Σλανγκασίστ, συνδρομή, παρακίνηση:
Ιησούς (Jesus)