Ψαρὰς ποὺ ψαρεύει μὲ ἐκρηκτικὰ, συνήθως δυναμίτη.
Ἰδιαίτερα καταστρεπτικὸς, ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνος τρὸπος ψαρέματος. Τἰς παλιότερες ἐποχές ἔβλεπε κανεὶς στὰ νησιὰ πολλοὺς ψαράδες μὲ κομμένα χέρια, τοὺς πιὸ "τυχεροὺς". Οἱ ἄτυχοι "ἁναπαύονταν" στὸ κοιμητῆρι τοῦ νησιοῦ, ἐνῶ ἀπὸ κάποιους δὲ βρίσκανε οὔτε κομμάτι γιὰ νὰ θάψουν.
Ξακουστοὶ φουσεκάδες ἦταν οὶ Σπετσιῶτες, ποὺ κρατοῦσαν (κατὰ τὰ λεγόμενά τους) τὴν παράδοση τῶν παλιῶν μπουρλοτιέρηδων! Σχετικὸ τὸ πρῶτο παράδειγμα ποὺ "ψάρεψα" στὸ γούγλη.
Τὰ φουσέκια τὰ φτιάχνανε ἀπὸ δυναμὶτη, ποὺ ἔβρισκαν ἀπὸ τὰ λατομεῖα. Ἀπαραίτητα ἐπίσης ἦταν τὸ καψοῦλι καὶ τὸ βραδύκαυστο φυτίλι, ποὺ τὰ ἔβρισκαν ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ. Ἀργὸτερα "ἐκσυγχρονίστηκαν" κι ἔριχναν μπουκάλες ὑγραερίου, πραγματικὲς βόμβες βυθοῦ, ποὺ "σήκωναν καὶ τὶς πέτρες ἀπὸ τὸν πάτο τῆς θάλασσας".
Ἑτυμολογία:
Από το φισέκι > Τουρκ. fişek (αντιδάνειο εκ του φυσίγγιο). Ἀπὸ 'δῶ
Ο Περικλής ο Μπούμπουλης έκανε πολλά καλά στους φουσεκάδες. Τους πιάνανε, τους πηγαίναν στ’Ανάπλι και πήγαινε ο Περικλής και τους έβγαζε. Με τον πατέρα δούλευε ένα παιδί, λιγάκι χαζό που έβγαινε και πουλούσε στα σπίτια. Πάει και στου αστυνόμου, πόσο κάνουν, τόσα. «Γιατί είναι πιο φτηνά;», ρωτά ο αστυνόμος. «Γιατί είναι από φουσέκια» του λέει το παιδί. Κι έπιασε τον πατέρα. ἐδῶ
Τὸ δεύτερο παράδειγμα μοῦ τό 'χουν διηγηθεῖ γιὰ πραγματικὸ. Μπορεῖ ὅμως νά 'ναι καὶ ἀνέκδοτο. Δὲν περιέχει τὴ λέξη ἀλλὰ εἶναι σχετικὸ.
Στὴν Κατοχὴ ἕνας ρακένδυτος πιτσιρικὰς μάζευε γόπες ἀπὸ τσιγάρα στὸ πεζοδρόμιο. Ὅπως εἶχε σκύψει τοῦ 'φυγε μιὰ πορδὴ. Τότε ὁ καλαμπουρτζῆς τῆς παρέας, ποὺ ἦταν ἀραχτὸς μπροστὰ στὸ καφενεῖο, φώναξε σὲ ἄπταιστη καθαρεύουσα:
"Χωροφύλαξ συλλάβατε τὸν μικρὸν. Ἁλιεύει γόπας διὰ δυναμὶτιδος!"