Ο Κωστάκης Καραμανλής, όπως τον αποκαλούσε η αείμνηστη Μαλβίνα Κάραλη στις τηλεοπτικές εκπομπές της (Μαλβίνα Hostess κλπ), προάγγελους των σατιρικών πολιτικών εκπομπών τύπου Αλ Τσαντίρι Νιούζ, οι οποίες και της στοίχισαν δεκάδες απολύσεις, αλλά σε μας πρόσφεραν άφθονο γέλιο και προβληματισμό.

- Βγήκε πάλι ο δάμαλος και τα έχωσε στον Τάπερμαν! (= στον Σημίτη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της φράσης τρεις κι εξήντα, δηλώνει ελάχιστο ποσό χρημάτων.

- Σ' αυτήν τη δουλειά παίρνω τρεις και ξύστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυρόγαλο και τυρογαλάς, συνήθως στον πληθυντικό: τα τυρόγαλα.

Ο κάτοικος της Λάρισας και ο οπαδός της ομώνυμης ομάδας.

Καλά ούτε τα τυρόγαλα δεν καταφέρατε να κερδίσετε στο ποδόσφαιρο;

βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόλδος, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο υπερθετικός βαθμός της έκφρασης τα ξύνω, δεν κάνω απολύτως τίποτα.
    και
  2. Ταλαιπωρώ, σεξουαλικά κυρίως, νεαρές κοπέλες, υπερθετικός βαθμός του τα σκίζω.

1.- Οι δημόσιοι υπάλληλοι τα ματώνουν όλη μέρα στο γραφείο!

  1. - Εγώ αυτά τα μικρούλια τα ματώνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα αμετάβατο, δεν κάνω τίποτα.

- Βαριέμαι, όλη μέρα ξύνω!

- Τις τελευταίες μέρες όλο ξύνω!

- Έξυσα πολύ το Σαββατοκύριακο που δεν δούλευα!

Βλ. και το ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κτηνοβάτης, με κατσίκα.

(από το ΑΜΑΝ)
- Έχτισα σπίτι μόνος μου και κανείς δεν με είπε μηχανικό, μια φορά πήγα και εγώ με την Ασπρούλα και αμέσως όλοι ο κατσικογάμης, ο κατσικογάμης!

(από Khan, 28/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακατάσχετη φλυαρία.

Τι λογοδιάρροια σ' έπιασε πάλι απόψε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρή, προκλητικά ντυμένη, σε συνδυασμό με σνομπισμό, λαγνεία και πουτανιά, η μικρή ψώλα χαϊδευτικά.

- Κοίτα κάτι ψωλίτσες που βγήκαν από το φροντιστήριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καταιγισμός από μάπες, δηλαδή σφαλιάρες, το ξυλοκόπημα σε μέτρια προς μεγάλη ένταση.

συνώνυμο: μαπίδια

Αν έρθει προς εμένα το κωλοπαίδι θα έχουμε μάπετ σόου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση της ιδιαίτερης απαξίας την οποία τρέφει κάποιος για το λειτούργημα του μόντελινγκ, αλλά και του μάρκετινγκ και για όλα τα λήγοντα σε -ινγκ, όπως πχ το μάρκετινγκ, όταν εκτελούνται από κοπέλες χωρίς ιδιαίτερες ηθικές αναστολές.

- Η κόρη του Χ κάνει μόντελινγκ, το ξέρεις;
- Αυτά είναι μπόρντελινγκ, όχι μόντελινγκ!

ή

- Το πιπίνι σπουδάζει μάρκετινγκ!
- Ναι καλά, μπόρντελινγκ σπουδάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified