Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το χαλασμένο κρασί γίνεται ξίδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.
Χθες ήρθε ο Βαγγέλης σπίτι και λιώσαμε στα ξίδια!
Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το χαλασμένο κρασί γίνεται ξίδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.
Χθες ήρθε ο Βαγγέλης σπίτι και λιώσαμε στα ξίδια!
Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που κοιτάει μόνο την πάρτη του. Φροντίζει για το βόλεμά του και συμπεριφέρεται καιροσκοπικά και ωφελιμιστικά. Χρησιμοποιείται και με πιο ήπια σημασία για να καταδείξει ανάλογες περιστασιακές συμπεριφορές.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ψηλή γκόμενα με τα ανυψωμένα, καλλίγραμμα οπίσθια.
- Την είδες την καινούρια γυμνάστρια;
- Πωωω ρε φίλε, τι είναι αυτή;!
- Άλογο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(πληθυντικός μόνο) Εμφατικός χαρακτηρισμός των οπισθίων. Συνήθως συνοδεύεται από την έκφραση «θα σου/ της ξεσκίσω τα».
- Τι άλογο είναι αυτή η Ελένη!
- Ε ρε και να την βάλω κάτω, θα της ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φαρμακευτικό σκεύασμα που χρησιμοποιείται για να ξορκίσει τον ανδρικό εφιάλτη της φαλάκρας. Τα αποτελέσματα είναι φτωχά, οπότε μετά ο παθών φιλοσοφεί τη ζωή και με νέα γνώση διακυρήσσει ότι η καράφλα προκύπτει από την έντονη σεξουαλική του ζωή, άρα είναι υπερήφανος γι' αυτή. Με την άνοδο του YouPorn, RedTube κτλ προβλέπεται λοιπόν και αύξηση της ζήτησης καραφλάιζερ...
- Μισό λεπτό να βάλω καραφλάιζερ και φύγαμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται ως ένδειξη δυσφορίας, σχολιάζοντας κάτι κατακριτέο ή παράλογο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.
Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.
Σχετικά: μουνόδουλος, μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βασικά είναι ο μαλάκας (με όσες σημασίες μπορεί να υποδηλώνει), αλλά από πιο ποιητική σκοπιά...
Αξιοσημείωτο είναι ότι η λέξη παράγεται από το ουσιαστικό ψωλοβρόντι (το), με προέλευση από τα καλιαρντά.
Πάλι αυτόν τον ψωλοβρόντη κάλεσες στο πάρτυ;
Βλέπε ακόμη: βροντάω την ψωλή μου, πεοκρούστης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποια που (σχεδόν) παρακαλάει να δεήσει κάποιος να την τσιμπουκώσει (αν την πηδήξει δηλαδή κιόλας, θα κάνει Ανάσταση!). Συναντάται πολύ συχνά και σε γένος αρσενικό (βλέπε φωτό).
- Είδες πώς μου χαμογέλασε το μπάζο;
- Μεγάλη τσιμπουκοζητιάνα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κακός ομοφυλόφιλος. Με άλλη σημασία, χρησιμοποιείται υποτιμητικά απέναντι σε ομοφυλόφιλα άτομα. Και τουλάχιστον σε μια περίπτωση (πρόκειται για την cult ελληνική ερωτική ταινία Πάρτα όλα μωρό μου, αγνώστου χρονολογίας), χρησιμοποιείται ως δείκτης οικειότητας κατά την σεξουαλική πράξη...
- Να, κοίτα! Αυτός είναι ο Βαγγέλης!
- Ναι, τον ξέρω... Μεγάλος βρωμόπουστας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified