Further tags

Ή «μπει δε μπει» ή, αγγλιστί, bee the bee.

Πρόκειται για την πρώτη βολή (σουτ) σε μονό παιχνίδι στο μπάσκετ, μετά από πρόταση, η κατάληξη του οποίο ορίζει ποια θα είναι η ομάδα που θα έχει στην αρχή την κατοχή της σπυριάρας. Πολλές φορές αποτελεί και τη Σολομώντεια λύση σε διάφορες διαφωνίες των αντιπάλων.

Άλλες διαφωνίες που δεν λύνονται με μπίδεμπί, επιλύονται δια της παραδοσιακής μεθόδου.

Παραλλαγή του μπίδεμπί είναι το μπει μπει στο οποίο σουτάρουν και οι δυο μεριές.

- Ποιος έβγαλε;
- Αυτός.
- Αυτός.
- Θα βαρέσουμε μπίδεμπί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπορτίφ περιγραφή ζευγαριού στο οποίο ο άντρας είναι κατά πολύ κοντύτερος της γυναίκας ή/και απλά κοντός σε απόλυτες τιμές. Σπάνιο φαινόμενο στις βόρειες χώρες, σύνηθες μεταξύ πολιτικών (π.χ. Σαρκοζί), ραμολί πλουσίων, ηθοποιών (π.χ. Τομ Κρουζ), ο κανόνας στους τζόκεϊ. Ξύπνησε την αστική διανόηση προκαλώντας έναν διάλογο ιδεών που περιλαμβάνει την αστική μυθολογία του Κανόνα Αντίχειρα - Δείκτη, το ρομαντικό επιχείρημα του ακριβού αρώματος που μπαίνει σε μικρό μπουκάλι, αλλά και τον Κανόνα του Δείκτη - Μέσου, ψηλά στο κεφάλι ως κέρατα, και το Γκουσγκούνειας αισθητικής αντεπιχείρημα ότι και τη μαλακία σε μικρά μπουκάλια τη βάζουν στα εργαστήρια.

Η Βούλα μέχρι τα 25 της πρώτευσε στο άλμα επί κοντώ στους στίβους και μετά στο άλμα επί κοντό, μια και ο Αντωνάκης της είναι 1,60...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίχτης ποδοσφαίρου του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι, με την παραμικρή (ή πολλάκις και ανύπαρκτη) αφορμή, πέφτει στο χόρτο, με απώτερο σκοπό να αποσπάσει πέτσινο φάουλ, πέναλτυ, έμμεσο κτλ ανάλογα τη γκαβομάρα (ή μεροληψία) του άρχοντα του αγώνα (βλ. διαιτητής). Η λέξη κάνει και ρίμα παίχτης-πέφτης, κάτι που συντελεί στη βιωσιμότητά της. Η πτώση σχεδόν πάντα συνοδεύεται από θετρινισμούς ντεμέκ, «με σκότωσε», «με σακάτεψε», όπερ σημαίνει καλός πέφτης ίσον και καλός ηθοποιός.

- Σφύρα το ρε κοράκι. Δε βλέπεις που τον σακάτεψε; Σφαδάζει ο άνθρωπος!!!
- Τι να το δώσει ρε μεγάλε; Λες και δεν τον ξέρουμε τον καραγκούνη. Μεγάλος πέφτης!

Kαραγκούνης σε ύπτιο (από allivegp, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έναν παίχτη που σέρνεται, βρίσκεται σε άλλο γήπεδο, πατάει τα κορδόνια του και πέφτει, με λίγα λόγια είναι κρέας σε υπερθετικό βαθμό.

Αντώνυμο: παιχτούρα.

– Πολύ κρέας αυτός ο σέντρα-φορ που πήραμε φέτο. Μ΄αυτόν δεν βάζουμε γκολ ούτε στην Άνω Βροντού. – Μόνο κρέας; Πάγκρεας και βάλε...

pancreas (από allivegp, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα πάλαι ποτέ παιχνίδια που παίζαμε όταν είμαστε παιδιά. (Σ.ς.: Αν κρίνω από όσα λέγονται για την πρόσφατη συνάντα αυτό θα ήταν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες... Ή μήπως στον Μεσοπόλεμο;).

Η προέλευση έχει ως εξής: Παίζαμε λ.χ. βόλευ, ή ακόμη καλύτερα «μήλα» κ.ο.κ. και η μπάλα έβρισκε στο λεγόμενο «φυσικό εμπόδιο», δηλαδή στα κλαδιά μιας συκιάς, μουριάς, πεύκου κ.τ.λ. που δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε, γιατί δεν είχαμε πολύ χώρο για να διαλέξουμε πού θα παίξουμε.

Για αυτούς που μεγάλωσαν σε πόλεις, το «φυσικό εμπόδιο» μπορεί να ήταν κολώνα της ΔΕΗ ή η μπουγάδα της κυρα-περμαθούλας. Έτσι η φάση χάλαγε αδικώντας την μία ομάδα, η οποία φώναζε «φυσικό εμπόδιο» και διεκδικούσε την εξαρχής επανάληψή της.

Από εκεί προήλθε το «φυσικό» χάριν συντομίας, το οποίο σλανγκίστηκε με το αυθόρμητο σλανγκικό αισθητήριο που είχαμε ως παιδιά σε «φυσικός» και για μεγαλύτερη σλανγκ αίσθηση σε «χημικός». Αν ήταν τεχνητό εμπόδιο, λ.χ. κολώνα ΔΕΗ, λέγαμε και «τεχνητό». Αατα.

- Μπραααφ! (Κολώνα ΔΕΗ).

Κακομαθημένο παιδί: Δεν παίζω! Φυσικός! Φυσικός! Απ' την αρχή!
Αντίπαλη ομάδα: Σιγά μην σας δώσουμε και χημικό! Εμείς φταίμε που σημάδεψες την κολώνα;
Κ. Π. : Δεν παίζω! Δεν παίζω! Α. Ο. (ρυθμικά): Υ-πο-χώ-ρη-ση! Υ-πο-χώ-ρη-ση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «συμπληρώματα διατροφής» είναι συμπληρώσεις της διατροφής με ειδικές ουσίες, προκειμένου να γίνει κάποιος σφίχτερμαν, σβάρτσος κ.τ.ό. Ορισμένες από αυτές τις ουσίες είναι παράνομες και αν ανιχνευθούν, επέρχονται κυρώσεις στον αθλητή. Χαρακτηριστική έκφραση: τα ληγμένα του Τσέκου.

Τα συμπληρώματα διαστροφής είναι όταν ένας μερακλής, πέρα από το σεξ ημών το επιούσιον βάζει και μια διαστροφική λεπτομέρεια στην σεξουαλική ζωή του, to spice up things a little. Και από αυτά τα συμπληρώματα πολλά είναι παράνομα, και αν ανιχνευθούν επέρχονται κυρώσεις. Λ.χ. στον παντρεμένο που έχει σεξ με την γυναίκα του και συμπλήρωμα διαστροφής με κάποια πορνοδιαστροφική μαλακοπουτανιάρα ή εναλλακτικώς με μια σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα.

Η έκφραση χαλκεύθηκε από τον Τζίμη Πανούση για να περιγράψει τα φαινόμενα, όπως του προπονητή Τσέκου, που έδινε ειδικά συμπληρώματα διατροφής στους αθλητές για τα χρυσά, και στους σβάρτσους για να κάνουν το κομμάτι τους.

Αυτί της γής: Τά 'μαθες; Περνάει κρίση ο γάμος του Επαμεινώνδα και της Ευανθίας.
Φίλος: Για πες όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Α.: Ανιχνεύθηκε ο Επαμεινώνδας να παίρνει συμπληρώματα διαστροφής. Δεν τού 'φτανε το σεξ με την Ευανθία (λίγη του πέφτε η σαραντάρα του -ηντάρη γερομπισμπίκη;), ήθελε και συμπληρώματα διαστροφής με την γραμματέα του την Λάουρα! Τελικά, όμως, ανιχνεύθηκε! Πήγε η Ευανθία στον γραφείο και τον βρήκε δεμένο με λουρί από την Λάουρα να κάνει το σκυλάκι της και να γαβγίζει! Τώρα άφησε την διαστροφή και ψάχνει την διατροφή που θα πληρώνει στην Ευανθία, σαν βγει το διαζύγιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον άνθρωπο που βρίσκεται υπό την επήρρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Εμπνευσμένο από τον αμυντικό της ΑΕΚ Ντάνιελ Μαϊστόροβιτς (ψιλοτρελός... πχ. έριξε ένα ξύρισμα στη μέση ενός αγώνα).

- Ρε αυτός μου έλεγε κάτι κουφά χθες.
- Ε όχι μόνο χθες... αφού είναι μονίμως μαστούροβιτς!

(από nasos, 17/03/09)

Βλ. και σχετικό λήμμα μαστουρώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tον ήπιαμε: Πήραμε τον πούλο καθώς πίναμε φραπέ (μπορεί να συμβεί μόνο σε Έλληνες).

Our secret combination πιπα κώλο εμπλοκή
η γλώσσα μας μεγάλη μα η πούτσα μας μικρή
αντί για την Ευρώπη υποκλιθήκαμε εμείς
στα τέσσερα μας στήσαν, μας ξεσκίσαν εξαρχής

Τον ήπιαμε, μεγάλε! (από panos1962, 28/11/09)

βλ. και τιμημένο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασκούμαι με τη μέθοδο πιλάτες.

Για όσους δεν ξέρουν —τύποι που δέν συναναστρέφονται θήλεα νέας κοπής για παράδειγμα—, πιλάτες είναι τύπος γυμναστικής πολύ της μοδός τελευταία. Σύμφωνα με την αγγλόγλωσση Βικιπαίδεια, αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα από τον φρίτση Γιόζεφ Χουμπέρτους Πιλάτες (ενμέρει ελληνικής καταγωγής), και εστιάζει στην αναπνοή, τη σπονδυλική στήλη και τους μύες που βοηθούν στην ισορροπία του σώματος.

Το ρήμα πιλατεύω, που σημαίνει παραδοσιακά «ταλαιπωρώ», «παιδεύω», ετυμολογείται μάλλον από τον ίδιο τον Πόντιο Πιλάτο, ενώ ο Κοραής πιθανολογεί και την καταγωγή από το αρχαίο πιλέω, που σημαίνει «θλίβω».

– Τί έχεις βρε Φιφίτσα; Γιατί μου κλαίς;
– Άσε βρε Φωφάκι μου, ο Φίφης μου δέ με θέλει πιά!...
– Μα γιατί βρε γλυκιά μου;
– Γιατι δέν τον ικ- ικανοποιώωωω... μπού χού χού...
– Μα τί 'ν' αυτά που λές βρε χαζό;
– Ναί Φώφη μου, ναί... Μου λέει χθές, οτι δέν του κ- κάνω λέει πιά, γι'- γι' ασκήσεις εδάφ- φους... Δέν είμαι λ- λέει, αρκετά ευ- βλύγιστη... μπού χούου... Έχει άλληηηηη!... Μπού χού χούουουουου... Είμαι σ- σίγουρη, έχ- χει άλληηηη!...
– Έλα βρε κουτό, που έχει άλλη! Μή λές κουταμάρες. Αυτό ειναι όλο, η ευλυγισία; Άκου να δείς. Έχω μιά φίλη μου —την Κίτσα, τη θυμάσαι;— παλιά χορεύτρια, πήγε στην αγγλία τρία χρόνια, έκανε μεταπτυχιακά στη γυμναστική, έγινε σπουδαία!... Τώρα που λές, αυτή άνοιξε γυμναστήριο στο κέντρο και κάνει πιλάτες!... Εκεί πάω κι' εγώ, έλα να πηγαίνουμε παρέα.
– Κ- και τί να μου κάνουν εμένα οι π- πιλάτες;...
– Τί να σου κάνουν;... Ευλυγισία δε θές; Δύο μήνες Φιφή μου, δυό μήνες! Πιλατέψου για δυό μήνες, και θα δεί μετά ο κύριος Φίφης. Που τέτοιο λάστιχο θα γίνεις, που θα σ' έχει πισωκωλομπρούμυτα και θα του χαϊδεύεις τα αφτιά με τις πατούσες... Ξέρεις, εκεί που του σηκώνεται...
– ...
– ...
– Πού ξέρεις εσύ βρε Φώφη πώς του σηκώνεται του Φίφη μου;...

Δες και σπάζομαι. Επίσης χριστιανοσλάνγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγώνας- θρίλερ του Θρύλου, όπου ο Θρύλος κατορθώνει να κερδίσει/προκριθεί στο τσακ του τσακός, λ.χ. στα πέναλτι, ή με γκολ στις καθυστερήσεις, ή με winning-shot στο μπάσκετ κ.ο.κ.

Λεξιπλασία του χρήστη Vrastaman, την οποία κάνω clopy paste.

Πω πω τι θρύλερ ήταν αυτό χτες; Με τρίποντο του Τόμιτς από τα 9 μέτρα νίκησε στον πόντο ο Θρύλος κι ο Τζούροβιτς του Πανιωνίου να φωνάζει: «Άουτ ήτανε Τόμιτσου, άουτ»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified