Ο τυπάς που φλερτάρει με την μπάλα από τα γεννοφάσκια του,αλλά εξακολουθεί να παραμένει άμπαλος. Κυριότερη αιτία το ότι «δεν το έχει», δηλαδή η έλλειψη ταλέντου. Η κατάληξη -inho,που υπάρχει στα ονόματα πολλών Βραζιλιάνων μπαλαδόρων χρησιμοποιείται για να τονίσει την ειρωνεία.

- Πολύ τσαρούχι ο τύπος. Πρώτη φορά κλωτσάει τόπι στην ζωή του;
- Όχι ρε, από 7 χρονών παίζει.
- Και τον λένε Αμπαλίνιο, κατάλαβα.

Ο Τογκολέζος αμυντικός Jean Paul Abalo (από allivegp, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τον φωνακλά με την απαίσια τσιριχτή, μονότονη φωνή, εκείνον που δεν βάζει γλώσσα μέσα, τον παπαρολόγο, εκείνον που σου παίρνει τα αυτιά, κ.α.

Προέρχεται από τη λατρεμένη σε όλους ακουστική ατραξιόν του φετινού Μουντιάλ, που δεν είναι άλλη από τη συμπαθέστατη πλην δυσβάσταχτη για τα αυτιά, αφρικανική ντουντούκα που λέγεται βουβουζέλα.

Παράλληλα, δημιουργείται από την τραγική εμπειρία όσων έκαναν απόπειρα να παρακολουθήσουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες της Εθνικής Ελλάδος, καθώς δεν μπόρεσαν να διακρίνουν αν η βουβουζέλα ήταν αντικείμενο ή άνθρωπος που προσπαθεί να διεκδικήσει τη θέση της φετινής ακουστικής ατραξιόν του μουντιάλ από την ίδια τη βουβουζέλα, εκφωνώντας με ιδιαίτερο πλην δυσβάσταχτο για τα αυτιά, τρόπο, τις φάσεις του αγώνα.

Συνώνυμο: πουρουπουπού.

— ΌΟΟΟΧΙΙΙΙ, ΠΡΟΣΕΧΕ ΛΟΥΚΑΑΑΑ! ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙ! ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ! ΜΑ......ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛΛΛΛΛ! ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ! ΤΙ; ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ;
— Δεν τ' αλλάζεις να δούμε Μυστικά της Εδέμ; Μας πήρε τ' αυτιά η βουβουζέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός όρος. Σύνθετη λέξη με την γιουγκοσλάβικη κατάληξη «-ιτς».

Αυτός που δεν μπορεί να πετύχει την μπάλα με τίποτα, δεν τη βρίσκει στο πέρασμα της. Ούτε με σφεντόνα, ούτε με όπλο, ούτε και με κανόνι.

- Μωρέ 'ντάξ, φιλότιμος είναι.. αλλά πολύ δεντηβρίσκοβιτς ρε παιδί μου...

Δες και δεν τη βρίσκει με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται στην ποδοσφαιρική αργκό ο παίχτης που στερείται τεχνικής κατάρτισης, ο αούγκανος ή ζούγκλος της ομάδας. Ενθουσιώδης πλην άμπαλος, αντί να κοντρολάρει ομαλά τη μπάλα με το coup de pied, χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό το καλάμι του, δηλ. την κνήμη, το δεύτερο μαζί με το βραχιόνιο σε μήκος οστούν του ανθρωπίνου σώματος που υπολείπεται μόνο του μηριαίου και που στην πρόσθια επιφάνεια του βρίσκεται αμέσως κάτωθεν του δέρματος ==> άρα σκληρή, ανένδοτη επιφάνεια ==> ελαστική κρούση της μπάλας ==> γκελάρισμα και απώλεια του ελέγχου της τελευταίας.

Οι καλαμοκοντρόλερς προκαλούν τη θυμηδία της εξέδρας σε κάθε τους ενέργεια, που μεταρσιώνεται σε μπινελίκια, βρισιές, φτυσιές και εκτόξευση κύπελων καφέ μέσα στον αγωνιστικό χώρο, σε περίπτωση που το αποτυχημένο κοντρόλ οδηγήσει σε απώλεια ευκαιρίας ή, αντίστοιχα, σε κίνδυνο για την ομάδα τους.

Χαρακτηριστικοί τύποι καλαμοκοντρόλερ των ελληνικών γηπέδων έχουν υπάρξει οι Τζακ Καλλιτζάκης, Γιώργος -Member of the Parliament - Ανατολάκης, Γιώργος Αμαν-Αμάν Αμανατίδης, κ.α.

- Πήρατε κάνα γκαλό στόπερ ή θα συνεχίζετε να παίζετε με τον καλαμοκοντρόλερ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ηχεί σλανγκ στα ελληνικά, αλλά: α. δεν είναι πάντα σλανγκ (είναι και δόκιμη), β. ο σλανγκ ήχος της είναι η ακριβής ηχητική μεταφορά από τα ιαπωνέζικα. Σημαίνει τον αθλητή του καράτε.

Κανονικά λοιπόν είναι ο καρατέκα (και χρησιμοποιείται η λέξη κατά κόρον, αλλά όχι ως σλανγκ, βλ. παρ. 1), αλλά καθώς φαντάζει ελληνική η λέξη μπαίνει ένα τελικό -ς, και σλανγκοποιείται (παρ. 2, 3). Έτσι το απλό καρατέκα περιορίζεται στο θηλυκό, είτε για σλανγκ, ή για δόκιμη χρήση (παρ. 4, 5).

Για τη διαφορά μξ καρατίστα, καρατέκα και καρατερίστα, δείτε τι λέει εδώ.

  1. Ο καρατέκα ορκίζεται εκδίκηση
    Ο Τσακ Νόρις επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με την ταινία «Αναλώσιμοι 2».

  2. Βραζιλιάνος καρατέκας!
    Ο Βραζιλιάνος άσος της Λάτσιο Ερνάνες θύμισε τον Ολλανδό Ντε Γιονγκ στον περσινό τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου κάνοντας ένα εξίσου εγκληματικό φάουλ πάνω στον Μπενζεμά στο χθεσινό φιλικό της Γαλλίας με την Βραζιλία(1-0)

  3. ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΙΔΗΣ: ΤΕΡΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ, ΔΕΝΔΡΟΠΗΠΟΥΡΟΣ, ΚΑΡΑΤΕΚΑΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ....

  4. Μία γάτα «καρατέκα» Δεν ξέρουμε για τη δική σας γατούλα, αλλά εάν δείτε το βίντεο θα καταλάβετε πως η πρωταγωνίστρια ξέρει από πολεμικές τέχνες.

  5. Η καρατέκα παίρνει θέση μάχης και καταφέρνει μια παραλυτική γονατιά στο στομάχι του ληστή, ενώ ακολουθούν κεφαλοκλείδωμα, λαβή-στρίψιμο στο χέρι που κρατά το λεπίδι: «του σταματάω την αναπνοή, αρχίζω τις κλωτσιές στα πλευρά, τα ακούω να σπάνε ένα ένα, κρακ, κρακ, κρακ…» Και οι τρεις ληστές, ανοίγουν την πόρτα και τρέπονται σε φυγή.

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκακιστική σλανγκ.

Αυτός που μένει στάσιμος στη μετριότητα. Ο έμπειρος μεν, αλλά ανεπίδεκτος μαθήσεως.

Από το γαλλικό mazette, άσχημο άλογο.

Άντε ρε καραμαζέτα, θα μάθεις σκάκι επιτέλους, ή να σε μαμήσω ν' ασπρίσεις!!

(από drunkard, 23/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αγγλική naturalise σημαίνει παίρνω κάτι από αλλού (συνήθως από άλλη χώρα), και το κάνω ντόπιο. Στα γαλλικά, από όπου και η σλανγκιά, ο όρος σημαίνει δίνω τη γαλλική υπηκοότητα σε κάποιον ξένο που ζει στη Γαλλία (naturaliser το ρήμα, naturalise(e) επιθετική μετοχή που αναφέρεται στον πολίτη που αποκτάει την υπηκοότητα όχι από γέννηση). Παρότι περιγραφικός ο όρος εμπεριέχει και μία πρέζα ρατσισμού. Αυτά τραβάνε οι αποικιοκρατικές δυνάμεις.

Ο όρος εισήχθη γύρω στα μέσα του '80, και αρχικά από το μπάσκετ μετά στο ποδόσφαιρο, και μετά σε όλα τα αθλήματα. Διότι οι Γάλλοι, χρησιμοποιούσαν στις εθνικές ομάδες πολίτες από τις αποικίες τους (συνήθως έγχρωμους Αφρικανούς, αλλά και λευκούς Αφρικανούς), στους οποίους έδιναν τη γαλλική υπηκοότητα (με συνοπτικές διαδικασίες), μόνο και μόνο για να τους συμπεριλάβουν σε αυτές. Τότε, υπήρχε μεγάλο ζήτημα σε FIFA και FIBA, και μάλιστα υπήρχαν νόμοι που απαγόρευαν για παράδειγμα τη χρήση πάνω από δύο νατουραλιζέ παικτών στην πεντάδα και λοιπά. Η παγαποντιά αυτή βέβαια έφτασε και στον τόπο μας, παρότι δεν είχαμε αποικίες. Αλλά εμείς ως ελληνάρες ανατρέξαμε στο παιδομάζωμα του εμφυλίου, και καταφέραμε να ελληνοποιήσουμε, Ρώσους ταλαντούχους μπασκετμπολίστες. Μην ξεχνάμε και τον Μπουμπλή!!!! Ενώ την ίδια ώρα, οι Πόντιοι τραβούσαν τα πάνδεινα για να γυρίσουν στη μητέρα πατρίδα.

Όλα αυτά αποτελούν ιστορία, στη μετά Μπόσμαν εποχή, και στην εποχή της Ενωμένης Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης. Αλλά ο όρος έμεινε για να μας θυμίζει αυτήν την εποχή.

Σήμερα εκτός από την κυριολεκτική σημασία (ερχόμενος από άλλη χώρα), χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε που αλλάζει μέρος, νησί, πόλη, ακόμα και χωριό και αποκτά εντοπιότητα.

  1. - Δε μου λες, ο Γιάννης καλός μάστορας;
    - Μου βγήκε η πίστη για να τον μάθω την τέχνη, δέκα χρόνια που είναι στην Ελλάδα.
    - Νόμιζα ότι ήταν Έλληνας.
    - Νατουραλιζέ είναι. Από Αλβανία.

  2. - Ο ξάδελφος σου, από ποιο χωριό είναι;
    - Ο Μάκης δεν είναι από Σάμο. Από Καλαμάτα είναι. - Τόσα χρόνια νόμιζα ότι είναι από εδώ.
    - Μπα, νατουραλιζέ είναι. Πήρε την υπηκοότητα με το γάμο. Τον κάναμε νησιώτη.

(από electron, 05/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής χαρακτηρισμός προσώπων, εμπνευσμένος από τον ομώνυμο δικαστή (δημιουργία των John Wagner και Carlos Ezquerra, δημοσιευόμενο επί σειρά ετών στο πάλαι ποτέ «Αγόρι». Οι φήμες λένε ότι υπάρχει και ταινία με τον Σταλόνε, αλλά δεν το πιστεύω).

Ο Ντρεντ γενικώς αποδίδει δικαιοσύνη στο δρόμο, κοινώς δικάζει. Είναι ο τσαμπουκαλής, ο ευφυής και ετοιμόλογος, ο απρόσκλητος σχολιαστής και ένα σωρό άλλα.

Ειδική κατηγορία στην αντισφαίριση: Αυτός που καθαρίζει άσσους αφήνοντας τον αντίπαλο παγωτό!

Παρερχόμενος ταξιτζής σε προπέτη και ζοχαδιασμένο αποβιβαζόμενο:
- Άμα σου πάρω την πόρτα, θα σε αρέσει;
- Άμα σου σπάσω τα μούτρα, θα σε αρέσει;
Συνεποχούμενος: Ώπα, σιγά ρε ντρεντ!

Προσηνής συνταξιούχος σε νεαρό δικυκλιστή:
- Με συγχωρείτε νεαρέ μου, αλλά δεν επιτρέπεται η είσοδος μετά της μηχανής.
- Και συ ποιος είσαι ρε, ο Ντρεντ;

Θεατές αγώνος αντισφαίρισης:
- Ρε συ τι μπουμ σερβίς έχει η γκόμενα!
- Ντρεντ! Την δίκασε εντελώς την άλληνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες κατηγορίες πιτσαρίσματος, όλες κάργα αμερικλανιές.

- O Brian Duensing με υποδειγματικό πιτσάρισμα σε οκτώ innings, οδήγησε τους αποδεκατισμένους Minnesota Twins στη νίκη με 6-0 επί των Kansas City και παράλληλα στο πρώτο σουίπ μετά από τέσσερα χρόνια!
(εδώ)

- Στο Χόλιγουντ η ανωνυμία δεν απέχει παρά ένα βήμα από την επιτυχία, και αυτό το βήμα το λένε πιτσάρισμα. Πιτσάρω σημαίνει αφηγούμαι μια ιστορία με τον πιο δελεαστικό τρόπο, για να πουλήσει. Μέσα σ' έξι λεπτά το πολύ, ακόμα καλύτερα σε τέσσερα, στην ιδανική περίπτωση δύο. (εκεί)

- Κοβω ξερω γω κανα chop και το ριχνω και ενα Pitching στα 300 Cents για παραδειγμα υπαρχει καποιος τροπος/ορισμος (πεστος οπως θες τσπν) ωστε να ρυθμισω το μπασο με τετοιο τροπο ωστε να εφαρμοστει «ακριβως-περιπου» στο chop (που εκοψα) οσον αφορα τα cent;
- δοκιμασε να πιτσαρεις και το μπασο οσο πιτσαρες το sample και βρες την μελωδια λιγο πιο πανω
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified