Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.

- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;

(από Lafkadio, 03/02/09)(από Lafkadio, 03/02/09)(από pavleas, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον άνθρωπο που βρίσκεται υπό την επήρρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Εμπνευσμένο από τον αμυντικό της ΑΕΚ Ντάνιελ Μαϊστόροβιτς (ψιλοτρελός... πχ. έριξε ένα ξύρισμα στη μέση ενός αγώνα).

- Ρε αυτός μου έλεγε κάτι κουφά χθες.
- Ε όχι μόνο χθες... αφού είναι μονίμως μαστούροβιτς!

(από nasos, 17/03/09)

Βλ. και σχετικό λήμμα μαστουρώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεστοστερόνη για τους μπίλντερς. Οι εν λόγω κύριοι (και κυρίες βεβαίως βεβαίως) έχουν αναπτύξει μια ιδιότυπη steroid slang για να συνεννοούνται μεταξύ τους για θέματα τα οποία η μέχρι ξεράσματος υποκριτική ελληνική κοινωνία αρνείται να συζητήσει, επιμένοντας να παραχώνει τη σκόνη κάτω από το χαλί και να μπουκώνει το κεφάλι της στην άμμο ωσάν τη στρουθοκάμηλο...

Η τέστο διατίθεται και σε oral μορφή (χάπι), δραστικότερη όμως είναι σε μορφή ενέσιμη (injection, λέγε με και σουτάρισμα). Ως η κατεξοχήν ανδρική ορμόνη, η τέστο μεταμορφώνει σε μάγκα και το μεγαλύτερο μπουχέσα. Σε κάνει να πρήζεσαι, να γαμάς σαν πούστης, να μην κουράζεσαι κλπ. Προσοχή στα o.d.

– Tι νέα ψηλέ;
– Φίλε χτύπησα κάτι γαμάτες πρωτεΐνες και μέχρι το καλοκαίρι με βλέπω να 'χω τουμπανιάσει...
– Μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι. Αγορίνα μου στο 'χω ξαναπεί: χωρίς τέστο, χαΐρι δε θα δεις ούτε σε δέκα χρόνια, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω. – Έλα ρε μαλάκα, τα παραλές..
– Αν είναι να συνεχίσεις μ' αυτά τα μυαλά, καλύτερα κόφ' τα βάρη και γύρνα το στο πλέξιμο...

Την πολλή τεστοστερόνη την βαριέται κι ο Stallone (από Vrastaman, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (η περισσότερο γνωστή σημασία)
    Κόκες, πρέζες και σχετικά παράγωγα. Σε αντίθεση πάντα με το χασίς που είναι σε στερεή μορφή (πρεσαρισμένο / πατικωμένο / σοκολάτα) ή χόρτο.

  2. (η λιγότερο γνωστή σημασία)
    Μποντιμπιλντεράδικα συμπληρώματα διατροφής σε μορφή σκόνης, που διαλύονται σε νερό, γάλα ή χυμό. Οι πιο γνωστές σκόνες είναι οι περιβόητες πρωτεΐνες, που διακρίνονται βασικά σε «όγκου» (περιέχουν πολλούς υδατάνθρακες, τη λεγόμενη σαβούρα), «γράμμωσης» (οι λεγόμενες καθαρές), «ενδιάμεσες» (ή «ογκογράμμωσης», με λίγους υδατάνθρακες). Υπάρχουν κι άλλες σκόνες: κρεατίνες, γλουταμίνες και άλλες ειδικές «φόρμουλες», σχεδόν όλα με την κλασική κατάληξη -ίνη.

Οι σκόνες αυτές είναι κατά βάση ακίνδυνες, εκτός βέβαια κι αν κάποιος αρχίσει να καταπίνει καθημερινά υπερποσότητες, οπότε θα πάει μάλλον για μια ξεγυρισμένη πλύση στομάχου. Οι σκόνες, καθ' όλα νόμιμες και εγκεκριμένες από ΕΟΦ κι έτσι, προσφέρουν μεγάλα περιθώρια κέρδους στον έμπορα, σε αντίθεση με τα πολύ πιο αποτελεσματικά και πολύ πιο επικίνδυνα steroids. Αυτά τα παίρνει κανείς στην ξεφτίλα, π.χ. μια ενεσούλα τέστο θα σου κοστίσει το πολύ 2,5-3 ευρώ.

Καμιά φορά, σπάνια πλέον, παίζει να σου πασάρει κανείς και μουφάτζικες σκόνες, που αντί για πρωτεΐνη είναι τίγκα στη ζάχαρη (παρόμοιοι τρόποι νοθείας εφαρμόζονται ως γνωστόν και στις πρέζες / κόκες). Τότε λέμε ότι πιάστηκες μαλάκας, διότι σου πούλησαν αλεύρια.

  1. «Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί»

Στίχοι: Καββαδίας Νίκος
Μουσική: Μικρούτσικος Θάνος
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε

Μου 'λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μου 'λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που 'χε πιει
πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
σαν πάμε στ' Άντεν μου 'λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ' τον πυρετό
πέρα στην ʼπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη

  1. - Τι έγινε μητσάκο, πώς πάμε; Πρηζόμαστε, πρηζόμαστε;
    - Το κατά δύναμιν φίλος... Τώρα μόλις πήγα και πήρα μια πρωτεΐνη, καινούρια μάρκα... Για να δούμε πως θα μας πάει...
    - Είσαι αδιόρθωτος αγόρι μου. Εφτακόσα ευρά παίρνεις όλα κι όλα, και πας και τ' ακουμπάς σε σκόνες και μαλακίες. Έτσι το μόνο που πρήζεται είναι η τσέπη του κωλοέμπορα, όχι εσύ...
    - Καλά, μην το λες, έχω δει διαφορά σε σχέση με πριν...
    - Τι διαφορά και αρχίδια με τη ρίγανη μου λες ρε μητσάκο... Αφού σου 'χω πει, δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο... Βάλε λίγο φαρμακάκι καημένε κι έχεις τουμπανιάσει πριν το πάρεις χαμπάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιληπτική ονομασία των αναβολικών, στο ιδίωμα μπιλντεράδων και άλλων γυμναστηριάκηδων.

Stricto sensu, τα αναβολικά σε μορφή χαπιού (oral) - βλ. σχετικά και λήμμα καργιόλια.

Lato sensu, τα παντός είδους αναβολικά, ενέσιμα και μη, καθώς και τα διάφορα συμπληρώματα διατροφής: σκόνες, χάπια, αλοιφές, σνακ πρωτεΐνης, αμινοξέα υγρής μορφής, διαλύματα κλπ.

Ο όρος εκφράζει με επιτυχία την αμφίθυμη διάθεση (ambivalence) των χρηστών έναντι των ανωτέρω σκευασμάτων, τα οποία, ναι μεν βοηθούν στην εκπλήρωση του ποθούμενου, αφετέρου εγκυμονούν κινδύνους σε περίπτωση αλόγιστης κατανάλωσης. Όταν μιλά κανείς για διαόλια, καργιόλια κττ, δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς ότι διατηρεί τον πλήρη έλεγχο επί της διαδικασίας λήψεώς τους. Ότι παίζει τα «μυστικά» τους στα δάχτυλα. Ότι γνωρίζει καλά τις παγίδες και τις ενδεχόμενες παρενέργειές τους, αλλά επειδή είναι μάγκας και ωραίος και εμπειρίκος ξέρει να προστατεύεται από αυτές. Δεν είναι κανάς ανίδεος, κανάς χτεσινός που του πούλησαν παραμύθι οι επιτήδειοι κι έπεσε με τα μούτρα στη ντρόγκα χωρίς να ξέρει που παν τα τέσσερα.

- Μ' αυτά τα διαόλια που θα σου φέρω θα γίνεις φιτίλια, θα σε βλέπουν στην παραλία και θα τρέχουν να φορέσουν κελεμπία.

Τον πιάσαν τα διαόλια του. (από Vrastaman, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιθέμενη ουσία (τ. συμπληρώματα διαστροφής) ή "ορμόνη" που κάνει κάποιον φουσκωτό μπιλντέρι. Λέγεται μάλλον υποτιμητικά για να δηλώσει ότι κάποιος το κορμί που έκανε δεν το χρωστάει μόνο στην ατέλειωτη γυμναστική αλλά και σε ουσίες. Βλ. και τουμπανίνη.

  1. H φουσκωτίνη και η συνακόλουθη έλλειψη στύσης θα πηγαίνουν σύννεφο, υγεία και ευρωστία μάι αςς (Από το Facebook).

  2. Τους δινει και λιγη φουσκωτινη για να τονωσει την αυτοπεποιθεση τους και προχωρει αναλογα με τις εντολες που παιρνει. (Από σχόλια στο Youtube για τα "παλλικάρια της Χρυσής Αυγής")

  3. Εδώ: Ποσοι εχουν τετοια "τρελλα" ωστε να κανουν ατελειωτες οδυνηρες προπονησεις και να ακολουθουν μια ιδιαιτερη διατροφη στερουμενοι πολλα σε ολο το τροπο ζωης τους ωστε να αποκτησουν το σωμα που επιθυμουν? [...] Ενα ματσο χαζα βλεπω καθε μερα που για να κανουν μπρατσα να μη τους κολαει κανεις η να κανουν κοιλιακους για τη παραλια θα επερναν και φουσκωτινη και τουμπανίνη και σουπερμαντολινη οπως αναφερθηκαν. Στο κατω κατω δε ζηταμε ενα γυμναστηριο με 5 πορωμενους μεσα και μενα να χτυπιομαστε αφου τετοιο γυμναστηριο παει για φουντο,αλλα ενα γυμναστηριο που...ΟΚ να μην ειναι ολοι σα και μας αλλα οχι να μας κοιτανε και περιεργα ρε παιδια επειδη θελουμε να γυμναστουμε με εναν συγκεκριμενο τροπο και πανω απ ΟΛΑ:να μπορουμε να κανουμε τη προπονηση μας οπως πρεπει και οπως θελουμε.

Φουσκωτοί Dangerous

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο που σημαίνει Πούστη Και Πρεζάκια Γιαννακόπουλε, αναφερόμενο στον ιδιοκτήτη της ομάδας του Παναθηναϊκού (μπάσκετ) Τράκη Γιαννακόπουλο. Από τη στιγμή που στον δεύτερο τελικό μπάσκετ 2025 ο ίδιος ο Τράκης Γιαννακόπουλος οικειοποιήθηκε ειρωνικά το σημαίνον, φορώντας λευκό T-shirt με τα αρχικά σε κόκκικο, όταν πήγε να παρακολουθήσει το παιχνίδι στο λιμάνι (έκανε queering, που λέμε και στο χωριό μου), επήλθε διαπραγμάτευση νέων σημασιών. Λ.χ. μεταξύ άλλων:

  1. Πάω Και Πηδάω Γαύρους
  2. Πότε Κόκα Πότε Γάρο
  3. Πίτα Κοτόπουλο Πίτα Γύρο
  4. Πού και Πού Γαμιέμαι
  5. Πάω Και Παίρνω Γιόκιτς
  6. Πίτα Κρεμμύδι Πατάτες Γύρο
  7. Παραλίγο Και Πήγαινα ΓΑΔΑ

Η έκφραση πατάει πάνω στο πούστης και πρεζάκιας και χρησιμοποιείται και ως τίτλος του Τράκη Γιαννακόπουλου, τον οποίο μάλιστα οικειοποιείται τρολαριστικά.

Ο ΠΚΠΓ κατάφερε να συσπειρώσει τους Ολυμπιακούς σε μια στιγμή που δεν συνέφερε τον Παναθηναϊκό.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που είναι μεθυσμένος.

- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Άλλη λέξη για το χόρτο στη ναρκοσλάνγκ.

  2. Συνεκδοχικά, το ποδόσφαιρο από το γκαζόν του γηπέδου.

  3. Το γυναικείο αιδοίο και δη το αξύριστο. Πρόκειται για γαλλιά, όπως και το γκαζόν (πρβλ. το ποτίζει το γκαζόν, για όλα φταίει το γκαζόν κ.ο.κ.)

Το γρασίδι και το γρασίδι είναι το γρασίδι των λαών.

Got a better definition? Add it!

Published

Αποτελούν φανταστικά-κοροϊδευτικά συμπληρώματα διατροφής ευρέως διαδεδομένα στους κύκλους που συχνάζουν επίδοξα μπιλντέρια.

Αποδίδεται (η χρήση τους) με έναν ειρωνικό τόνο, σε αυτούς που καυχιούνται ότι «έχτισαν» το εν λόγω σώμα τους περνώντας αμέτρητες εργατοώρες στα γυμναστήρια, ενώ μια βδομάδα πριν είχαν το σώμα του Παναγιώτη (σώμα γνωστού τυροπιτούλη).

Εικάζεται λοιπόν ότι η απότομη αλλαγή αυτή οφείλεται στο κούμπωμα των ουσιών αυτών από τον εκάστοτε τσαρώφ των gym.

Πιάνοντας το χέρι του φίλου μας

- Τι έγινε μωρή ξεφτίλα, τουμπάνιασες σε μια βδομάδα μέσα; Τι πήρες, κοκταίηλ απο πρισμενολ και πριξτίν πάλι;
- Ρε μαλάκα ξεκόλλα, γαμιέμαι δυο μήνες στα βάρη!
- Έλα τώρα... μεταξύ μας μεταξά..

(από notheitis, 19/05/10)

Βλέπε και σταρχιδιαμόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified