Further tags

Νεόκοπη -και εκπληκτική κττμγ- σλανγκιά των μποντιμπιλντεράδων.

Ερημιά είναι η κατάσταση της απόλυτης γράμμωσης. Όταν κάποιος έχει στεγνώσει εξολοκλήρου. Όταν ίχνος υποδόριου λίπους δεν έχει απομείνει πάνω του. Όταν το δέρμα του έχει γίνει λεπτό σαν του φιδιού, διάφανο σαν τσιγαρόχαρτο.

Ερημιά, διότι τόση στέγνα μόνο στην έρημο θα συναντήσεις. Εκεί που σταγόνα νερού δεν έχει απομείνει -ας μην ξεχνάμε ότι στο τελευταίο στάδιο της γράμμωσης, καναδυό μέρες πριν τους αγώνες, οι μπίλντερς χτυπάνε διουρητικά (π.χ. lasix) για να αποβληθούν όλα τα υποδόρια υγρά (για το λίπος δεν συζητάμε καν, την έχει τιγκανά προ πολλού).

Ως αποτέλεσμα της εξαντλητικής αυτής δίαιτας, οι μπίλντερς πριν τους αγώνες αποκτούν μια εξαϋλωμένη όψη ασκητή / ερημίτη αγίου της χριστιανικής παράδοσης: ρουφηγμένα μάγουλα, μάτια κάτασπρα γουρλωτά που νομίζεις θα πεταχτούν έξω απ' τις κόχες τους, ζυγωματικά που εξέχουν γυαλίζοντας, βλέμμα σκιαχτικό, «πρωτόγονο», πεινασμένο... Το Μπαρόκ μας έχει κληροδοτήσει μια τεράστια παρακαταθήκη τέτοιων εξαθλιωμένων μέσα στο μεγαλείο τους μορφών αγίων (π.χ. Άγιος Ιερώνυμος, αρχετυπικός ερημίτης-ασκητής και αθλητής του πνεύματος).

Ένα σώμα-ερημιά, με τα μυώδη εξογκώματά του, μοιάζει με γυμνό βραχώδες τοπίο, ξερό κι άνυδρο, σαν τα βουνά του Αφγανιστάν όπου οι αμερικλάνοι βρίσκουν το μάστορή τους απ' τους ταλιμπάν...

Στους αντίποδες της ερημιάς βρίσκονται οι παχύσαρκοι, τα σώματα των οποίων μπορούν να παραβληθούν με εδάφη πλούσια και εύφορα, τίγκα στο λίπος-λίπασμα και το νερό...

Όσο κι αν οι μπίλντερς επιζητούν την ερημιά, ώστε να κατέβουν κάργα κομμένοι στο διαγωνισμό, δεν παύουν στιγμή να αγχώνονται μήπως το παράχεσαν με την απώλεια βάρους και έχασαν πολύτιμο κρέας, δηλ. αγνή μυική μάζα... Γι' αυτό και αμέσως μετά τον αγώνα πλακώνονται σε ό,τι σαβούρα βρουν μπροστά τους, σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν γρήγορα το χαμένο έδαφος. Δεν είναι σπάνιο να συναντήσεις μπιλντερά πριν τον αγώνα, σφαγμένο μέχρι αηδίας, να ψευτοκλαίγεται με φράσεις τύπου: «πω ρε πούστη, ερημιά έμεινα, σαν τον άγιο Ονούφριο...»

Η ερημιά είναι δηλ. ένας τρόπος να επιστήσεις την προσοχή του συνομιλητή σου στο πόσο πολύ έχεις γραμμώσει, χωρίς να καταφύγεις σε εκφράσεις αμιγούς κομπασμού, τ. φέτες, άγριος, τούμπανο, χαρτί κ.ο.κ. Με την ερημιά τονίζεις και την αρνητική πλευρά του πράγματος (ότι έμεινες μισή μερίδα), έχοντας όμως πετύχει το πρωταρχικό: να επιδείξεις το θωμαστό επίτευγμά σου... Αποσπάς δηλ. τεχνηέντως την benevolentia του συνομιλητή σου, που πιθανότατα θα σπεύσει να σου απαντήσει κάτι σε στυλ: «έλα ρε συ, τι λες τώρα, αλφάδι είσαι, ας ήμουνα κι εγώ το μισό από σένα»...

  1. - Ρε συ φίλος το παράχεσες με τη γράμμωση φέτος το καλοκαίρι.. Είπαμε να γραμμώσεις, οκ, αλλά εσύ έμεινες ερημιά, σαν τον Άι-Γιάννη το Νηστικό...

  2. - Ερημιά έμεινα ρε μαλάκα, πά να πάρω καμιά σκόνη τίγκα στον άνθρακα να ογκωθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος /-α που έχει γεμίσει με πολλές τρύπες.

Μερικές υποπεριπτώσεις:

  1. Κάποιος που έχει φάει πάρα πολλές σφαίρες. Λέγεται σαν γκανγκστερική απειλή: «Θα σε κάνω σουρωτήρι». Σε μη πραγματικές συνθήκες χρησιμοποιείται και από gamers. Βλ. και θα σε γεμίσω κουμπότρυπες, ράβω.

  2. Κάποιος που έχει κάνει πολλά piercing. Υπάρχει και η έκφραση γκόμενα- σουρωτήρι.

  3. Στα ομαδικά αθλήματα (ιδίως ποδόσφαιρο και μπάσκετ) μια διάτρητη άμυνα ή το τέρμα του τερματοφύλακα, ή συνεκδοχικώς, ο τερματοφύλακας.

  4. Παρ' όλο που δεν στέκει ακριβώς (πολλές τρύπες), σουρωτήρι χαρακτηρίζεται ενίοτε και ο πολυγαμημένος κώλος, ιδίως σε υβριστικές απειλές τ. «θα σου κάνω τον κώλο σουρωτήρι».

  5. Θεσμοί, διαδικασίες που είναι διάτρητοι ως μη έδει. Λ.χ. νομοθεσία, σύνορα, σφράγιση θεμάτων σε εξετάσεις κ.τ.ό.

  1. Ίσως το καταλάβουν μόνο αν τους απειλείσεις ότι θα τους κάνεις σουρωτήρι έτσι και ξαναπεράσουν τα σύνορα παράνομα (εδώ)

  2. δυστηχως δεν με συγκινει καθολου η ιδεα πλεον να κρυβομαι πισω απο αντικειμενα προκειμενου να φαω καποιον αθορυβα, προτιμω να ερχομαι face 2 face και να τον κανω σουρωτηρι αδιαφορωντας αν θα χτυπησει συναγερμος (εδώ)

  3. Γυναίκα- σουρωτήρι: Η Elaine Davidson μπήκε στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες γιατί έχει επάνω της 6.005 σκουλαρίκια από τα οποία τα 1500 είναι βαλμένα σε εσωτερικές κοιλότητες!
    (εδώ).

  4. Το αποτέλεσμα είναι οτι από το 70' και μετά παρουσιάσαμε μια μεσαία γραμμή Ελβετικό τυρί και μια άμυνα σουρωτήρι που έμπαζαν από παντού (εδώ).

  5. ΟΣΟ ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΑΝ ΚΑΥΛΩΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΤΟΣΟ ΤΑ ΠΕΡΝΑ ΚΙ ΕΓΩ ΣΤΗΝ ΚΡΑΝΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΓΑ ΟΤΙ ΘΑ ΤΗΣ ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΟΥΡΩΤΗΡΙ (εδώ)

  6. Ελλήνων αφύπνιση. Σουρωτήρι η νομοθεσία από τον κάθε επιτήδειο (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Την τελευταία στιγμή. Συνήθως λέγεται στο παραπέντε (εξού και το πετυχημένο σήριαλ) κι είναι παρόμοιο των: παρατρίχα, στο τσακ, στο παρατσάκ, μόλις και...

  2. Το γνωστό extreme σπορ.

Πάλι στο παραπέντε πρόλαβα το τρένο.

Και οι εκδόσεις Παραπέντε... στο παραπέντε εκδίδουν τα έντυπα τους... χεχεχε (από GATZMAN, 31/10/10)(από GATZMAN, 31/10/10)Με αλεξίπτωτο πλαγίας parapente κάπου στις αυστριακές Αλπεις (βλ. ορισμό, περίπτωση 2) (από GATZMAN, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από την υδατοσφαίριση. Όταν κάποιος αμυντικός κάνει κάποιο αντικανονικό ή σκληρό φάουλ, μία από τις πιθανές ποινές είναι και η αποβολή του από το γήπεδο για συγκεκριμένο χρόνο. Ο χρόνος αυτός ορίζεται όσο η διάρκεια μιας επίθεσης για την αντίπαλη ομάδα. Η επιτιθέμενη ομάδα παίζει με έναν παίκτη παραπάνω μέχρι να εξαντληθεί ο χρόνος επίθεσης (ο οποίος μηδενίζεται με την αποβολή). Με το πέρας της επίθεσης (αλλαγή στην κατοχή μπάλας, γκολ, άουτ), ακόμα και αν δεν έχει συμπληρωθεί ο απαραίτητος χρόνος, ο τιμωρημένος παίκτης επανέρχεται στον αγωνιστικό χώρο.

Η πιο πάνω κατάσταση αναφέρεται σαν επίθεση με παίχτη παραπάνω. Ακόμα και στα στατιστικά, αναφέρεται π.χ. «στον παίχτη παραπάνω» είχαμε τραγικό ποσοστό, εννοώντας ότι στις επιθέσεις με αριθμητικό πλεονέκτημα δεν καταφέραμε να έχουμε καλό ποσοστό επίτευξης γκολ.

Αυτή είναι η ορολογία (λίγο βαρετή). Ο όρος σλανγκίζεται όμως και πέραν της κάπως «στραβής» χρήσης, όπως η πιο πάνω (εμφανές στα παραδείγματα), και στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α) «(παίχτης) παραπάνω» αποκαλείται και ο παίκτης ο οποίος μένει χωρίς αντίπαλο. Ο οποίος δεν είναι ο ίδιος πάντα. Αν ακριβολογούσαμε, θα έπρεπε να αναφερόμασταν στον «ελεύθερο» παίκτη, όπως γίνεται και στα άλλα ομαδικά αθλήματα. Αλλά στην υδατοσφαίριση, ο ελεύθερος λέγεται και «ο παραπάνω».

β) σε όλες τις περιπτώσεις που το ουσιαστικό απαλείφεται ή, ως ευκόλως εννοούμενο, παραλείπεται. Δλδ. σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, δεν χρησιμοποιείται η έκφραση «παίχτης παραπάνω», αλλά μόνο το «παραπάνω», κλινόμενο σαν το ουσιαστικό που παραλείφθηκε.

  1. ... και τα 6 γκολ επιτεύχθησαν στον παίχτη παραπάνω με ένα πολύ καλό ποσοστό 6/7 ...

  2. Trikala Gate 7 .:: ΠΟΛΟ - Ολυμπιακός - Πανιώνιος 7-6
    Ο Δημήτρης Μάζης ισοφάρισε για τον Πανιώνιο στον παίκτη παραπάνω, ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι ποδοσφαιριστήςτης κακιάς ώρας, δεν αξίζω τα χρήματα που παίρνω, ή μου δίνουν λίγαγιατί ο άλλος που παίζουμε στην ίδια θέση είναι καλύτερος, με αποτέλεσμα να παίζω εξωφυλαρούχας, δηλαδή σπανίως μέχρι και καθόλου.

Άμεσο αποτέλεσμα του ταλέντου μου είναι να κάθομαι στον πάγκο της ομάδας μου, αντί να κάνω πως παίζω. Καμιά φορά πέφτω θύμα κλίκας και παρεξήγησης, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Τρώω πάγκο.

ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ ΠΩΣ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΒΑΣΙΚΟΣ Ο ΜΕΛΙΣΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΥΝΤΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΡΩΕΙ ΠΑΓΚΟ Ο ΑΝΤΡΕΑΣ. Ο ΤΖΙΜΠΟΥΡ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΚ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΝΙΩΝΙΟ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΓΙΑ ΕΜΑΣ. Από εδω

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά καλοκαιρινή έκφραση.

Προέλευση: εκ του γνωστού πατσά / της γνωστής πατσάς = σούπα από (αρνίσιο συνήθως) στομάχι, χοντρή κοιλιά κλπ, βλ. και πατσοκοιλαράς (<τουρκ. paça = ποδαράκι, ενώ iskembe = κοιλιά).

Χρήση: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου.

Απαξιωτική παιδική έκφραση, που σημαίνει ότι κάποιος πέφτει βουτιά με την κοιλιά («πέφτει πατσά» όπως λέγεται) και όχι με το κεφάλι (ή «κεφαλιά»), δεδομένου ότι το τελευταίο όσο να’ ναι θέλει τεχνική, είναι πιο στυλάτο και πιο τολμηρό (π.χ. αν δεν έχεις επαρκή χώρο για φόρα, αν πέσεις στραβά ή από πολύ ψηλά, αν έχει βράχια, στα αβαθή, αν έχει άμπωτη κλπ μπορεί να μείνεις σέκος ή φυτό βλ. ταινία Mar Adentro), χώρια που απαιτεί εκμάθηση σε κολυμβητήριο ή σε εξέδρες / βάρκες / αραγμένα πλοία, κατά τους θερινούς μήνες.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακή (αλλά κι επικίνδυνη!) είναι η «ανάποδη κεφαλιά», δηλ. όταν ο βουτηχτής γυρίζει την πλάτη του στο νερό, υπολογίζει την απόσταση, ανοίγει τα χέρια σαν τον Χριστό στο σταυρό, δίνει ένα άλμα και πέφτει ανάποδα με άψογα ευθυγραμμισμένο το κορμί και τα χέρια σε έκταση, κάθετα στο νερό και ιδίως αν σηκώσει ελάχιστο νερό, δηλ. όσο μια αναποφάσιστη κουράδα μετά από ταλάντωση, σε βινιέτα του Εντίκα: Κλόφτ!
(Πάντως, όποιος κολυμβηταράς την κάνει, συνήθως χτυπάει τις πιο πολλές γκόμενες)...

Συναφείς, είναι και η βουτιά μπόμπα (οκλαδόν) από μεγαλύτερο ύψος, που σηκώνει πολύ νερό και η βουτιά καικαλά «Ο.Υ.Κ.-άδικη», δηλ. όρθιος και εντελώς κάθετη πτώση με το ένα χέρι γροθιά ψηλά και το άλλο να πιάνεις τ’ αμελέτητα, η οποία αν δεν είναι εφετζήδικη είναι απαραίτητη αν πέσεις από τρελό ύψος για να μην τσακιστείς (π.χ. από το δεύτερο ή τρίτο κατάστρωμα πλοίου), όπου πέφτοντας το μαλακιστήρι ακούει τα γαμώσταυρα από τους ναυτικούς, που το κυνηγούν μη σπάσει κανα παΐδι και βρουν το μπελά τους...

Πολλές φορές, η πατσά αποτελεί μιαν αποτυχημένη κεφαλιά και συνοδεύεται από χάχανα και γιούχα των παρισταμένων τσογλάνων, η χρονική διάρκεια και η ένταση των οποίων είναι ευθέως ανάλογες της πόζας που πήρε ο κολυμβητής, πριν πέσει.

Όμως και η πατσά δεν στερείται επικινδυνότητας ή επίδειξης ρίσκου. Πρώτα απ’ όλα πονάει ή τσούζει πολύ κι έτσι βλέπεις τον πατσατζή να βγαίνει απ’ το νερό κατακόκκινος (κυρίως στο στήθος και στην κοιλιά), άσε που μπορεί και να στραπατσάρεις κανα μύδι απ’ την πτώση.

Ούτω πως, μεταξύ αρρένων (αλλ’ εισέτι ανιούλων) συγκολυμβητών λέγονταν συχνά η προτροπή γενναιότητος «όποιος δεν πέσει πατσά της μάνας του ή «κωλώνεις να πέσεις πατσά στα ρηχά!», οπότε έσπευδαν οι καλούμενοι να επιδείξουν ανδρεία και να πέσουν όπως-όπως στο νερό και μάλιστα σούμπιτο, γιατί γίνονταν παγίως δεκτό από τη νομολογία των εκτάκτων Βουτοδικείων Ανηλίκων (θερινά τμήματα διακοπών) ότι «ο τελευταίος, της μάνας του»...

Εκτός βέβαια, από διάφορες κασκαρίκες που σκαρφίζονταν οι κωλοπαιδίσκοι εις βάρος του πιο μπουλούκου, π.χ. έλεγαν συνεννοημένοι «πέφτουμε όλοι πατσά ένα-δυο-τρία» και την τελευταία στιγμή συγκρατούνταν, οπότε έπεφτε μόνον o μαλάκας της παρέας.

Φυσικά, σε όλες τις ανωτέρω κλαπαρχιδιές, καίτοι η επίκληση του ονόματος της μητέρας ήταν πλέον προσφιλής, η ίδια συνήθως δεν παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα (δεν παρίστατο ή χαζολογούσε αλλαχού), διαφορετικά το ισχαιμικό επεισόδιο θα ήταν αναπόφευκτο (όπως κι οι βατραχοπεδιλιές ύστερα).

Σήμερα, στα περισσότερα ξενοδοχεία της Δύσεως απαγορεύονται οι βουτιές στις πισίνες (για να μην μουσκεύονται οι λοιποί λουόμενοι, μη χτυπήσει κανας χριστιανός κλπ) και στα πολύ σπέσιαλ για την χρήση της υπογράφεις μέχρι και disclaimer (!), ενώ στο Ελλάντα δεν παίζει με την καμία να μαντρώσεις τα αχαλίνωτα νεοελληνάκια (χεχε)!

Τα κοριτσάκια, συνήθως, δεν αρέσκονταν σε τέτοιες δραστηριότητες – επιδείξεις (αφού τις γυναίκες δεν τις απασχολούν κάτι τέτοια θέματα) και προτιμούσαν είτε να χαριεντίζονται ασταμάτητα καθισμένες στην πετσέτα τους σε στάση παραλίας, είτε να πλατσουρίζουν στα ρηχά σαν φώκιες σε κύκλο ή δίπλα στη μαμά τους με την περικεφαλαία.

Η Βουγιούκλω, η Καρέζη κ.α. «ingenues» του νεοελληνικού σινεμά, νόμιζαν ότι έπεφταν με χάρη σε πισίνες και τα τοιαύτα, όταν τραβούσαν κάτι ξεγυρισμένους καραπατσάδες (με λυγισμένα γόνατα, ανοιχτές τις αγριομπουτάρες τους, με τον κώλο έξω, τα χέρια όπου να’ ναι κλπ), που σήκωναν τόσο νερό που θα ξεδιψούσε όλη η Μπιάφρα.

Ας είναι. Η θεματολογία των ταινιών που έπαιζαν, γαλούχησε ουκ ολίγες γενιές πεινασμένων νεοελλήνων...

(Τελετουργική λήψις στάσεως καταδύσεως):

- Πέσε ρε μαλάκα, μια ώρα!
- Κοίτα τον, το φιγουρατζή!
- Άντε ντε! Κρυώσαμε!
- Πλάαααααααααααφφφφφφφφφφφφφφφ!!!
- Ωωωωχαααα!
- Ουουουουου!
- Σιγά ρε μαλάκα, μας γιόμισες! Τί πατσά ήταν αυτή!
- Ποιος είσαι ρε, ο Λουγκάνης;
- Αφού με σπρώξατε ρε κωλόπαιδα!

(από allivegp, 14/10/10)(από Khan, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το combination, βλέπε και κομπίνα.

Ο συνδυασμός κινήσεων δηλαδή ο υπολογισμός των φάλτσων κινήσεων που θα κάνει η μπάλα σου αφού την έχεις στεκάρει (χτυπήσει) προκειμένου να βάλεις την συγκεκριμένη (άλλη) μπάλα στην κατάλληλη τρούπα.

(επιδειξίας) - Κοίτα τώρα τι κομπινέ θα κάνω να την βάλω στην γωνία, κοίτα σου λέω ρε. (ήχος στεκαρίσματος ακολουθούμενος από ήχους από καμιά δεκαριά φαλτσοχτηπήματα)
- Φτου! Παραλίγο, γαμώ την ατυχία μου.
(σκέψη παρατηρητή )
- Μα τι χοντρομαλάκας είναι αυτός ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή ξεφεύγει από τα αθλητικά. Όπως ήδη ειπώθηκε, την αναφέρει ο ένας ομιλητής στον άλλο για να δείξει ότι το μείζον είναι το ότι είσαι ΠΑΟΚ και ότι δεν θα πρέπει να ασχολείσαι με τον εκάστοτε προβληματισμό σου, ήτοι το έλαττον - ακόμα και αν αυτός είναι ότι απολυθηκες και έχεις πέντε στόματα να θρέψεις. ΠΑΟΚ είσαι και αυτό αρκεί - δηλαδή, περηφάνια, τιμή, καμάρι κλπ.

Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως παρατηρήσει ότι εμπεριέχεται μια δόση κλάιν στην όλη μανούρα. Σωστόστ εν μέρει, διότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, θα πρέπει να χαλαρώσεις, να πιεις την φράπα σου και βλέπουμε απο τον άλλο μήνα τί θα κάνουμε με το πρόβλημά σου.

Η ουσιώδης διάφορα όμως, είναι ότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, πονάνε τα μυαλά σου, είσαι οργανωμένος, αφήνεις τα λαρύγγια σου στο πέταλο κ.ο.κ., άρα είσαι φουλ δραστήριος και ενεργοποιημένος, συμπεριφορά που σαφώς αντιδιαστέλλεται από τη φιλοσοφία του κλάιν, η οποία θέλει πολύωρο ύπνο και όσο το δυνατόν λιγότερους χτύπους καρδιάς την ημέρα.

ΠΡΟΣΟΧΗ: η φράση χρησιμοποιείται επιτυχώς μόνο σαν σχολιασμός - απάντηση στη συμφορά του συνομιλητή μας και ΠΑΝΤΑ με αυτή την σειρά των λέξεων, ΠΟΤΕ δεν λέμε δηλαδή: είσαι ΠΑΟΚ. Χάθηκε όλη η ουσία της φράσης...

- Φίλε, είμαι χάλια. Με παράτησε το μωρό για έναν άλλο μπουρτζόβλαχο και κοντεύω να τρελαθώ. Τί θα κάνω;;
- ΠΑΟΚ είσαι, δεν σε πιάνει τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα αθλητικά συνδέεται με την λόμπα και σημαίνει ότι με το να κάνω λόμπα αναγκάζω τον αμυνόμενο να πηδήξει και να τεντωθεί ψηλά, σαν να είναι κρεμασμένος. Περισσότερο λέγεται στο ποδόσφαιρο, κρεμάω τον τερματοφύλακα, όπου το κρέμασμα είναι η τιμωρία του απερίσκεπτου μεσολογγίτη τερματοφύλακα που κάνει ηρωϊκή έξοδο. Μπορεί όμως να ειπωθεί και στο μπάσκετ και στο τένις, οπουδήποτε γίνεται λόμπα.

τελικο σκορ 1-3 με ωραιο πλασσε του Νουνιεζ που κρεμασε τον τερματοφυλακα (εδώ)

Ο ένας τερματοφύλακας κρέμασε τον άλλο (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Σπασμένο ή σπασμένος συνεκδοχικά, λέγεται το σύστημα οδηγός - όχημα, όταν τηρούνται οι κάτωθι συνθήκες:

  • Το όχημα πηγαίνει με τσίτα τα γκάζια και βαράει κόφτες συνέχεια.
  • Ο οδηγός βλέπει το δρόμο σαν σοκάκι στη Χώρα και αρχίζει να φλερτάρει με τον δαλτονισμό.

Για την συγκεκριμένη συνθήκη πρέπει φυσικά το μηχάνημα να είναι πολλά κυβικά διότι αν είναι πρι-πρι ακυρώνεται αμέσως η νιρβάνα και παίζει σκέτη ταλαιπωρία (βλ. παράδειγμα)

Η σλανγκιά μάλλον προέρχεται από το ότι εάν οδηγείς πάντα στα κόκκινα τελικά θα σπάσεις το μοτεούρ.

- Οταν οδηγω μεγαλες αποστασεις και ειδκοτερα οταν εχω δευτερο ατομο που σε σπρωχνουν να κατσεις ακομα πιο μπροστα, μουδιαζει η ηβικη μου χωρα, και νεκρωνει ολος ο μηχανισμος! Σκοοτερ οδηγω, και πιστευω ειναι επειδη η σελα ειναι πιο μυτερη μπροστα και σου ριχνει σουβλιες στον καβερνοσο. Στα παπακια δεν ξερω αν ισχυει κατι διαφορετικο.

- Να πάρεις μοτάρντ μονοκύλινδρο να πηγαίνεις σπασμένος στας ΕΟ για να σου επαναφέρει το σύστημα ...από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified