Selected tags

Further tags

Οπαδική έκφραση των φιλάθλων του Π.Α.Ο.Κ. που έχει βγει και στον υπόλοιπο κόσμο.

  • Κατ’ αρχήν σημαίνει συσσωρευμένη και, προς το παρόν αδιέξοδη (ή ανίσχυρη), οργή. Είναι αυτό το σφίξιμο στα μηνίγγια, αυτός ο πονοκέφαλος που σε πιάνει από το κακό σου όταν φουρκίζεσαι, όταν με θρασύτητα σε θεωρούν θύμα και σε υποβάλουν σ’ ένα αργό διανοητικό βασανιστήριο. Όπως, άλλωστε, το να βλέπεις την ομάδα σου να παραπαίει ανάμεσα στην μετριότητά της και την (ντεμέκ μονίμως) σικέ διαιτησία, καταστάσεις από τις οποίες, εξάλλου, γεννήθηκε η έκφραση.
  • Δηλώνει όμως και την μεγάλη ένταση οποιουδήποτε «οπαδικού» συναισθήματος, ήτοι τυφλού και αυτόβουλου, αυτήν τη γκάβλα με την οποία δεν αφήνεις να παίξει κανένας πούστης.
  • Λέγεται και συμπληρωματικά με την χαιρετούρα, από μόνο μπλακ (pun intended) ατομάκια, σαν το «εδώ» αλλά καμία σχέση. Στο εδώ είσαι, τουλάχιστον, κάπου εδώ, στο τα μυαλά μας πονάνε είσαι μάλλον αλλού.

Η έκφραση είναι παγιωμένη σε αυτήν την πληθυντικιά μορφή. Θυμίζει λίγο τα παλιότερα οπαδικά ΠΑΟΚ και τα μυαλά στα κάγκελα, και τα μυαλά στο μπλέντερ κλπ, τα οποία βέβαια δεν είναι μόνο παοκτζήδικα.

Αν θέλουμε να το γιαλομιάσουμε το πράμα, η έκφραση αποδίδει, εν μέρει αλλά χαρακτηριστικά, τον σαλονικιώτικο συνδυασμό πάθους με την μπάλα και μόνιμης γκρίνιας και δυσαρέσκειας με οποιονδήποτε σχετίζεται με αυτήν, κυρίως βέβαια την παράγκα του αθηναϊκού κατεστημένου. Λέμε τώρα...

1α. - Πάλι ισοπαλίες με την Κωλοπετεινίτσα μέσα στην Τούμπα, πάλι στημένα πέναλντι, πάλι μαλακίες...
- Κοίτα, το πέναλντι...
- Ρε τι να μας πεις τώρα κι εσύ για τον ΠΑΟΚ, κωλοχαμουτζή, τα μυαλά μας πονάνε ρε!
- Λαμιώτης είμαι θείο...
- Το ίδιο κάνει!

1β. - Καλά, αφού βγάλαμε κέρδη γιατί δεν μοιράζουνε μπόνους;
- Έβγαλε ανακοίνωση ο πρόεδρος, είναι λέει η κρίση, να μην προκαλούμε και τέτοια ινδιάνικα.
- Ε ρε πίπες... Τα δικά τους τα μπόνους δεν τα κόψανε όμως!
- Λες ε;
- Μόνο λέω; Εδώ ο γενικός πήγε κι έκλεισε βίλα στη Μύκονο. Τα μυαλά μας πονάνε εδώ μέσα, μας δουλεύουνε αγρίως λέμετε...

  1. - Τι εικονίδια είναι αυτά ρε; Το αφήνω πισί και το βρίσκω εικονοστάσι;
    - Μεγάλε μην τρελαίνεσαι έτσι για δυο συντομεύσεις. Το πρόγραμμα του τζιπιές είναι και το Word δεν τρέχει τίποτα...
    - Τον υπολογιστή που έχει πάνω το λάινεϊτζ δεν τον πειράζει κανείς. Τα μυαλά μας πονάνε μ' αυτό το παιχνίδι, το καταλαβαίνεις;

  2. - Πού 'σαι ρε Μπάμπη, τι κάνεις;
    - Καλώς το καρντάσι, τα μυαλά μας πονάνε κολλητέ...
    - Εχμ, ναι. Σωστό κι αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζονται τα χαρτάκια που εκτοξεύουν προς τον αγωνιστικό χώρο οι οπαδοί μιας ομάδας όταν οι παίκτες της βγαίνουν από τα αποδυτήρια στο γήπεδο, με σκοπό τη δημιουργία «ατμόσφαιρας».

Οι φίλαθλοι προσέρχονται με τα χαρτάκια αυτά στην τσέπη του μπουφάν τους, είτε, συνηθέστερα, τους μοιράζονται επί τόπου από οργανωμένους οπαδούς που τα φέρνουν μέσα σε νάυλον σακούλες σούπερ-μάρκετ.

Το σχήμα που έχουν τα χαρτάκια είναι τετράγωνο ή ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, διαστάσεων περί τα 10 εκ. η κάθε πλευρά. Πολλές φορές είναι και σταρβοκομμένα, μη υπακούοντας σε κανένα από τα κανονικά γεωμετρικά σχήματα.

Από πού προέρχεται η παοκάρα; Συνηθισμένη πρώτη ύλη για παοκάρα αποτελούν τα βιβλία του ΟΕΔΒ (Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων) αφού οι περισσότεροι οπαδοί ακολουθούν το μότο Όποιος Διαβάζει Είναι Βλάκας και περιμένουν διακαώς να ξεκινήσει το πρωτάθλημα για να μετατρέψουν σε παοκάρα τα σχολικά βιβλία της προηγούμενης χρονιάς. Άλλη πηγή παοκάρας, αποτελούν οι τηλεφωνικοί κατάλογοι και οι χρυσοί οδηγοί, εφημερίδες, περιοδικά, διαφημιστικά φυλλάδια και γενικά κάθε είδους έντυπο υλικό, μέχρι και τσόντες έχουν θεαθεί εν ίδει παοκάρας .

Για τη μετατροπή ενός χοντρού βιβλίου ή καταλόγου σε παοκάρα, επιστρατεύονται ψαλίδια, μαχαίρια, πριόνια ή και πιο σοφιστικέ όργανα, όπως αλυσοπρίονα και πριονοκορδέλες.

Η παοκάρα γνώρισε την τιμητική της στο Μουντιάλ του 1978 στην Αργεντινή, όπου τα γήπεδα ήταν κατάστρωτα με αστραφτερά, ασημένια χαρτάκια. Παοκάρα χρησιμοποιείται και επίσημα στην στέψη του νικητή της Γιουροβίζιον ή στην απονομή του τίτλου στον νικητή του Τζάμπιος Λίγκ αλλά τότε επαγγελματικά, σε συγκεκριμένη ποσότητα και σωστό τάιμινγκ με την υποβοήθηση και τεχνικών μέσων όπως ανεμιστήρες.

Αξίζει να σημειωθεί πως στον Ελληνικό χώρο, αν και τα χαρτάκια εμφανίζονται σε κάθε γήπεδο, και μάλιστα όχι μόνο ποδοσφαιρικό, επικράτησε η ονομασία παοκάρα λόγω της μεγάλης διάδοσης που έχει η χρήση των χαρτακιών αυτών στην Τούμπα.

Κοίτα στη φυσούνα: Βγαίνει η ομάδα! Γρήγορα, την παοκάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το ασυνόδευτο φύλλο σε κάποιο χρώμα, π.χ. αν ο παίκτης έχει μόνο τον ρήγα μπαστούνι και κανένα άλλο μπαστούνι, λέμε «έχει ξερό ρήγα».

Στο ποδόσφαιρο σημαίνει το γήπεδο χωρίς χόρτο, την αλάνα.

Δυστυχώς, ο όρος χρησιμοποιείται και από εξαρτημένα άτομα, όταν λείπουν οι σχετικές ουσίες, π.χ. «Τρεις μέρες ξερός είμαι, ρε μαλάκα, τα 'χω παίξει».

  1. Παίξαμε σε ξερό και μας έφυγε ο τάκος!

  2. - Έχει κανα ξύδι;
    - Μπα, ξερός είμαι.

  3. Βγήκε στο ξερό του, ο μαλάκας, και μπήκαμε μέσα!

Για την τελευταία σημασία βλ. και στεγνώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον πολύ γερό άνθρωπο, όχι τόσο τον μυώδη, όσο αυτόν που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, υπερφυσικές δυνάμεις και φοβερή κράση.

Δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία, αλλά εικάζω ότι είναι αρκτικόλεξο από το χώρο του αθλητισμού ή από το στρατό, π.χ. Π.ΣΩ.ΜΥ. ή κάτι τέτοιο.

  1. - Ρε συ, πήγαμε Λιτόχωρο και πέσαμε στον μαραθώνιο του Ολύμπου. Είχε κάτι ψωμιά... Ο ένας ανεβοκατέβηκε Μύτικα σε τέσσερις ώρες και δεν ίδρωσε η πούτσα του.

  2. - Πάμε να φύγουμε, όλοι ψωμιά είναι εδώ, θα μας τσακίσουν.

  3. - Στην παρέλαση οι Ρώσοι είχαν σημαιοφόρο τον Καρέλιν. Τι ψωμί είναι αυτός, ρε μαλάκα; Τη σημαία την κράταγε με το' να χέρι σαν σημαιάκι!

(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά αυτός που έχει καβαλήσει το καλάμι, εκείνος που νομίζει ότι όλοι πρέπει να δουλεύουν γι αυτόν. Ακόμη, ο κανακάρης, ο βουτυρομπεμπές, ο μαμμόθρεφτος.

Τον όρο τον καθιέρωσε ο Αλέφαντος αναφερόμενος σε ποδοσφαιριστές που την έχουν δει φίρμες και παίρνουν τα μυαλά τους αέρα: «Μου ήρθαν εκεί σαν πριμαντόνες, αλλά τους έστρωσα δέκα ώρες προπόνηση κάθε μέρα, τους έφυγε το κλαπέτο».

Χρησιμοποιείται επίσης και στον στρατό από λοχίες, επιλοχίες και ανθύπες: «Κουνηθείτε ρε πριμαντόνες, γαμώ την Παναγία σας!»

  1. - Καλά, μπάλα παίζουν τώρα;
    - Τι περιμένεις; Αφού την έχουν δει πριμαντόνες.

  2. - Τι ώρα είναι ρε παιδιά, με πήρε ο ύπνος. Άργησα;
    - Καλώς την πριμαντόνα. Μπα, κανά δυο ωρίτσες...

Bianca Castafiore (από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ δυνατός άνθρωπος. Πρόκειται για κινηματογραφικό, μυθολογικό πρόσωπο από την ταινία «Cabiria» του Παστρόνε (1914). Ο όρος χρησιμοποιούνταν συχνά μέχρι τη δεκαετία του 1960, αλλά τώρα τείνει να εκλείψει.

Σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για πλανόδιους που βγάζουν το ψωμί τους επιδεικνύοντας τη δύναμή τους. Οι παλιότεροι έχουν ακουστά τους μασίστες Παναή Κουταλιανό και Τζιμ Λόντο. Από τους τελευταίους μασίστες ο Σαμψών.

  1. Καλά, μόνος θα τη σηκώσεις τη ντουλάπα; Ο μασίστας είσαι;

  2. Φωνάζει πέντε έξι μασίστες απ' το γυμναστήριο και το γυρίσαν το φορτηγό ανάποδα! Έπαθα πλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδιλίκι είναι η πλειοδοσία σε πίστη και αφοσίωση προς μια αθλητική ομάδα, που όμως γίνεται υστερόβουλα, προς εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων.

Πουλώντας οπαδιλίκι καπελώνουμε τους αμφισβητίες μας και εγγράφουμε υποθήκη για την ανάδειξη μας σε πυλώνα της ομάδας, είτε αγωνιστικά (αν είμαστε αθλητές), είτε διοικητικά (αν είμαστε παράγοντες).

Παράδειγμα οπαδιλικιού είναι οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί του διοικητικού παράγοντα Αχιλλέα Μπέου μέσα στη βροχή μετά από μια νίκη του Πανιωνίου επί του Πρέσβη ή οι δηλώσεις του προπονητή του μΠΑΟΚ Φερνάντο Σάντος, ότι ορθώς ο αμυντικός της ομάδας του Πάμπλο Γκαρσία γρονθοκόπησε εκτός φάσης τον Ντιόγκο του Ολυμπιακού, «αφού ο τελευταίος τον είχε προκαλέσει».

Το οπαδιλίκι είναι καταδικασμένο στην συνείδηση των υγιών φιλάθλων, ωστόσο εντυπωσιάζει τους ευκολόπιστους οπαδούς και αποφέρει (βραχυπρόθεσμη έστω) ανανέωση της εμπιστοσύνης τους, μέχρι το επόμενο στραβοπάτημα της ομάδας, οπότε το κράξιμο γίνεται χοντρότερο.

Το λήμμα σχεδόν απαράλλαχτα συντάσσεται με το ρήμα «πωλώ».

Συνώνυμο: βασιλικότερος του Βασιλέως

(Σχόλιο οπαδού της ΑΕΚ σε blog αναφορικά με τις δηλώσεις του Ντούσαν Μπάγιεβιτς ότι «Στην ΑΕΚ νιώθω σαν στο σπίτι μου»):

Δεν είναι οπαδιλίκι αυτό; Δεν είναι μεγάλη δήλωση; Πουλάει οπαδιλίκι γιατί το έχει ανάγκη. Τέτοιος ήταν πάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που τον έχει ακόμη μέσα του. Που τον φυσά μα δε κρυώνει, που τον ήπιε σε εμποροπανήγυρη, το κατα Rinus Michels «total poutsball», κ.τ.λ…

Σε αντιδιαστολή με ό,τι θεωρητικά πρεσβεύει το όνομα τούτο, δεν πρόκειται για οιοδήποτε πασαδόρο λέξεων ή καταστάσεων, μα για υπαρκτό πρόσωπο de nationalite argentine...

Πρόκειται για βαμμένο αντι-Μαραντόνα,αντι-Boca juniors δημοσιογράφο, κάτι σαν τον Γιώργο Μίνο της Avellaneda, o οποίος υπέστη γαμήσι και πρόστιμο στη πρόσφατη, καλύτερη ποτέ στη ιστορία συνέντευξη national coach σε ΜΜΕ.

Ως γνωστό, η εθνική ομάδα μπάλας της Argentina πάει σκατά και πρέπει να φερμάρει νίκη από τα σκληροτράχηλα ουρουγουάνια για να περάσει στο μουντιάλ της Ν. Αφρικης. Έτσι και πράττει. Στη μετα-ματς συνέντευξη τύπου, ο pibe d'oro τα κάνει πουτάνα, όπως διαπιστώνεται στο τιγαμισουρεαλιστικά βγώμικο απόσπασμα που ακολουθεί... πλέον ο κύριος Passman δεν έγκειται ως οντότις, μα ως ιστορικό επίθετο του κόμη Τονεπίνω...

Diegito - A los que me trataron como una basura... Qué la chupen! (Γι' αυτους που μου φέρθηκαν ωσάν να 'μαι σκουπίδι, ρουφήχτε τον!)

Δημοσιογραφοι - Α και ου...

Diegito - Qué la chupen! Y qué la sigan chupando! (ρουφήχτε τον! Και συνεχίστε να τον ρουφάτε!)

Passman - Μα τι 'ναι αυτά που λέτε! (ο οποίος την προηγούμενη μέρα έχει δηλώσει πως οι παίκτες γυμνάζονται βράδυ γιατί το χέρι του θεού έχει hangover μέχρι το μεσημερι...) ...ρωτάει μια μαλακία...

Diegito - (στο χαλαρό) Εσύ Passman, ναι, ειδικά ΕΣΥ, τον έχεις ακόμη μέσα σου!!! (...)
...KEEP ΡΟΥΦΙΝΓΚ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Λέμε τώρα... Έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου να πάρω την απόφαση να τερματίσω τη συγκεκριμένη επαγγελματική δράση μου. Μπορεί να κάνω κάποιο άλλο επάγγελμα, ακόμα και στο χώρο του αθλητισμού. Θα μπορούσα ακόμα...ακόμα να ασχοληθώ και στον χώρο του ποδοσφαίρου (π.χ: προπονητής). Αλλά...αλλά ένα μόνο επάγγελμα έχω αποφασίσει να μην κάνω. Δε θα ξαναγίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ε...εντάξει, ερασιτεχνικά μπορεί να ασχολούμαι. Άλλο αυτό!

Όταν εκφέρω τον όρο, εννοώ πως σταματώ να ασχολούμαι επαγγελματικά με το κλότσημα της στρογγυλής θεάς, αφού σημειολογικά τα εργαλεία κλοτσήματος της, τα παπούτσια...ντε τα αχρηστεύω κρεμώντας τα (και καλά). Ε...και ας μην το κρύψωμεν άλλωστε. Τα κρεμασμένα παπούτσια δεν κλωτσάνε...

  1. Την απόφαση του να κρεμάσει τα παπούτσια του ανακοίνωσε επίσημα την σήμερα ο Γιάννης Γκούμας. Ο πρώην αμυντικός του Παναθηναϊκού τόνισε πως παρά τις προτάσεις που είχε αποφάσισε τελικά να σταματήσει, ενώ μεταξύ άλλων ευχαρίστησε και τον κόσμο του τριφυλλιού, λέγοντας πως «είμαι πλέον ένας από αυτούς». Δες

  2. Μετά από μια σπουδαία καριέρα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ο Νίκος Μαχλάς αποφάσισε να κρεμάσει τα παπούτσια του. Δες

Η κρεμασμένη φανέλα του Ζιντάν (από GATZMAN, 26/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτωχή εκσφαενδονιά (κατά το λατινικό -ae), εκσφαενδονιά δε...

Αυτός που αγαπεί το μπαλόνι ωσάν το πουλί του, που νομάει πως είναι ο Πελές και ο Ντιεγκίτο, όπως πρόσφατα δήλωσε ο Κατσούρ, και που εν τέλει, δεν πασάρει τη λάμπα με τίποτες...

Καραδοκεί τους συμπαίχτες του μπας και τολμήσουσι να την ζητήσουν, και τη κρατά σφιχτά μέχρι να την εχάσει...

Σπανίως κάνει το flairικά αδύνατο, μα κυρίως ελλοχεύει μπας και του τηνε τσιμπήσουνε...

Πρόκειται για τον πεπερασμένο ντριμπλαδόρο, τον Χατζηπαναγή του μέλλοντος, τον Leto, Καραγούνη, κτλ... που κρατεί το νήμα γι' αυτόνανε... κατά το σύνηθες το μάτς δεν πάει καλα, αν ούσι ευρωπαικό...

Κάρπετ- Έτσι η ομάδα επιμηκύνεται, γίνεται πιο στατική και η επίθεση καταντά να βασίζεται σε ατομικές ενέργειες τις οποίες αρκετοί από τους παίκτες (Λέτο, «Κάρα», Σαλπιγγίδης, Νίνης) γουστάρουν και τρελά. Ο ΠΑΟ, παίζοντας άμυνα στατικά με σκοπό την κάλυψη των αμυντικών του και επίθεση χωρίς πολλές συνεργασίες και με μια μονότονη προσπάθεια αξιοποίησης του Σισέ, γίνεται προβλέψιμος.

Επειδή είναι μια ομάδα με βαρύτητα κερδίζει 1-0, μια άλλη στη θέση της δεν θα κέρδιζε. Ο δεύτερος λόγος είναι ψυχολογικός. Η ομάδα έχει άγχος, αλλά έχει κι ένα τεράστιο άλλοθι: την παρουσία του προπονητή της, ο οποίος τελεί υπό διωγμό. Ο Τεν Κάτε φταίει για όλα! Για το ότι ο Σισέ χάνει τα άχαστα. Για το ότι στην άμυνα κουτουλάνε. Για το ότι ο Λέτο για να πασάρει πρέπει να βγάλει πρώτα την μπάλα γκόμενα. Για το ότι ο «Κάρα» δεν παίζει γρήγορα. Για το ότι ο Κατσουράνης περπατάει.

(από joe909, 07/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified