Selected tags

Further tags

Προέρχεται πιθανότατα από την τεχνολογία και συγκεκριμένα από την ηλεκτρική σκούπα η οποία, όπως έλεγε η παλιά διαφήμιση, «η σκούπα Philips ρουφάει την σκόνη».

Το ρούφηγμα προϋποθέτει δύο ικανές και αναγκαίες συνθήκες. Την είσοδο αντικειμένου βαθιά εντός μιας κοιλότητας και την ταυτόχρονη παραγωγή ήχου.

Το λήμμα βρίσκει εφαρμογή σε πολλά πεδία της κοινωνικής μας ζωής.

Ποδόσφαιρο: Αναφέρεται σε τερματοφύλακα με ειδική ικανότητα να τρώει γκολ ακόμη και από σουτ που δείχνουν να πηγαίνουν έξω ή από σουτ με κατεύθυνση προς το σώμα του ή γενικότερα σουτ εύκολα αποκρούσιμα.

Όταν κάποιος τερματοφύλακας το ρουφάει το γκολάκι, ακολουθεί ποικιλία απροβλέπτων και διόλου κολακευτικών αντιδράσεων από την εξέδρα. Συνήθως όταν ένας τερμαρής ρουφάει ένα γκολάκι, ρουφάει και δεύτερο καθώς καταρρακώνεται ψυχολογικά. Ο ρούφους τερμαρής ενίοτε κατηγορείται ότι τα έχει αρπάξει από τον αντίπαλο.

Αφροδισιακά: Αναφέρεται στη παθιασμένη γυναίκα που δεν αρκείται στον παθητικό ρόλο, παίρνει την τύχη στα χέρια της, διεκδικεί όλο το μερίδιο της ηδονής και το ρουφάει το πέος (πραγματικό ή αντίγραφο). Σε αυτή την περίπτωση ο παραγόμενος ήχος διαφέρει ανάλογα με την κοιλότητα ρουφήγματος. Ο δε ο φορέας της ρουφούμενης οντότητας, απλά απολαμβάνει το θέαμα και την αίσθηση και δέχεται την όλη κατάσταση αδιαμαρτύρητα. Συνήθως, όταν κάποια ξεκινήσει το ρούφηγμα δεν το σταματάει, φεύγουν οι αναστολές της, το αναζητεί διαρκώς και γίνεται περιζήτητη από τον ανδρικό πληθυσμό καθώς ... τη ρουφήχτρα πολλοί εμίσησαν, το ρούφηγμα όμως ουδείς.

Το λήμμα προϋπήρχε της εφεύρεσης της ηλ.σκούπας, με περιπαικτική όμως και υποτιμητική διάθεση. Βλέπε ρούφα τ' αυγό σου

- Τι έγινε φιλαράκι; Πάλι χάσατε;
- Τι να κάνεις με τον μαλάκα που μπλέξαμε. Δεν είδες πως τα ρουφούσε τα γκολάκια; Άσε φίλε, πιασμένος ήταν.

(από Vrastaman, 11/06/10)ενα φραπε με προυφάν (από perkins, 11/06/10)Ποδόσφαιρο: Τερματοφύλαξ ονόματι Peter Rufai. (από Khan, 12/06/10)Σεξ/ πολιτική: (S)he sucks dick like Hoover! (από Khan, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέση στο μπαλάκι. Αναφέρεται στους δύο ακριανούς ψεύτικους ποδοσφαιριστές που βρίσκονται εκατέρωθεν του σέντερ φορ.

Χαρακτηριστικό των μπανιστηριών είναι ότι απαγορεύεται να σουτάρει κάποιος με αυτά, αφού η μπάλα πάει διαγώνια και είναι πολύ δύσκολο να την αποκρούσει ο αντίπαλος. Επειδή δεν θεωρείται «αντρικό», απαγορεύεται γκολ από αυτά, εκτός αν μπει από κόντρα μετά από απομάκρυνση της αντίπαλης δυάδας.

Κατόπιν συμφωνίας μπορεί ένα τέρμα από μπανιστήρι, είτε απλά να μη μετρήσει, είτε να μετρήσει ανάποδα. Έτσι, το μπανιστήρι αρκείται απλά να επιδιώκει την κόντρα ή να προσπαθεί να μπερδέψει τον αμυνόμενο δίνοντας γρήγορες πάσες.

Ακριβώς γι' αυτό, επειδή δηλαδή μπανίζουν τα γκολ αλλά γκολ δε βάζουν, λέγονται μπανιστήρια.

— Γκοοοοολ!!!!
— Τι λες ρε μαλάκα, με γκολ από μπανιστήρι θέλεις να νικήσεις;
— Κόντρα ήταν ρε μαλάκα.
Άσε τα σάπια.
&^()&^)&#%_*(^)#*%)#.

Δες και πούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό και ως ποδοσφαιράκι (από «μπάλα», υποκ. «μπαλάκι»). Παιχνίδι του χώρου των άλλοτε κραταιών σφαιριστηρίων, όπου στεγάζονταν οι δημιουργικές ανησυχίες νέων και των τέντυ-μπόιδων της γενιάς του μεταπολέμου, αλλά και των επομένων, μέχρι την εποχή της επανάστασης των ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Είναι επιτραπέζια προσομοίωση ποδοσφαίρου, παίζεται από 2 ή 4 παίχτες. Την αναμέτρησης προηγείται διαπραγμάτευση των αντιπάλων (ατόμων ή ομάδων) σχετικά με τους όρους του στοιχήματος, αν θα μετρήσουν τα γκολ από τις δυάδες ή από τις πεντάδες, αν θα επιτρέπονται τα φουρφούρια καθώς και πόσες «μάρκες» θα παιχτούν.

Στη συνέχεια ζητάμε μάρκες από το ταμείο, βάζουμε το δεκάρικο (μετέπειτα εικοσάρικο, πενηντάρικο, κατοστάρικο) στην εγκοπή, τραβάμε το λεβιέ, πέφτουν 5 μπαλάκια στο συρτάρι και ξεκινάει το παιχνίδι.

Ο αγωνιστικός χώρος είναι νοβοπανιζέ, ξύλινοι ήταν αρχικά οι ποδοσφαιριστές που αργότερα έγιναν και αυτοί, όπως όλα, πλαστικοί. Το τερέν κάτω από κάθε ποδοσφαιριστή είναι εμφανώς φθαρμένο, ιδίως κάτω από το σέντερ φορ, λόγω του «σφιξίματος» της μπάλας. Φθορά όμως της επιφάνειας δεν υπάρχει κάτω από τα μπανιστήρια, αφού απαγορεύεται ρητά το γκολ από αυτά.

Ενίοτε το κατάστημα απαγορεύει το «σφίξιμο» για να μη χαλάσει το μηχάνημα, αλλά κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό επίτευξης ενός γκολ συνοδευμένου από τον χαρακτηριστικό δυνατό κρότο.

Το σκορ δεν το κρατάει κανένας. Σημασία έχει πόσα μπαλάκια «φεύγει» η προπορευόμενη ομάδα, πχ: «δύο φεύγω», ενώ η ισοπαλία λέγεται «όλα».

Στο τέλος ο νικητής καλεί περιπαιχτικά τον ηττημένο να πάει «στο ταμείο», όντας φυσικά καταϊδρωμένος, αφού το «άθλημα» απαιτεί σωματική κίνηση.

— Πάμε μια κόντρα στο μπαλάκι;
— Πάλι θέλεις να χάσεις;
— Γιατί ρε μάγκα πότε ξαναέχασα;
— Καλά ρε, χθες δεν έχασες ένα κατοστάρικο;
— Χμ!! Αφού έπαιζε πίσω ο άσχετος ρε εσύ. Πάει δύο κατοστάρικα οι πέντε μάρκες;
— Κατάστημα, πιάσε πέντε μάρκες. Βρήκαμε θύμα.

ποιος είναι για μια κόντρα; (από Stravon, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό και ως τέρμα ή γκολ αλλά στο πιο μόρτικο.

Πιθανότατα προέρχεται από το ομώνυμο επιτραπέζιο παιχνίδι των άλλοτε κραταιών σφαιριστηρίων.

Λόγω του κοινού πελατολογίου (target group) των σφαιριστηρίων και των γηπέδων ο όρος σύντομα μεταπήδησε στο πραγματικό ποδόσφαιρο αφού ως γνωστόν στο ποδοσφαιροχώρο ο κάθε «φίλαθλος» ταυτίζει την προσωπικότητα του με την ομάδα του.

Ο υποστηρικτής της νικήτριας αναφέρει ως μπαλάκια τα γκολ που έριξε η ομάδα του –σαν να έβαλε ο ίδιος– τόσο για να υποτιμήσει τον αντίπαλό και την ομάδα του όσο και για να υπάρξει κοινή κωδικοποίηση με το παιχνίδι στο οποίο θα αναμετρηθούν αργότερα για να βγάλουν τα σπασμένα τους.

Μπορεί να σταθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα λήμματα όπως το ρούφηξε ή το τσίμπησε το μπαλάκι.

  1. Τι γίνεται αδερφέ; Πόσα μπαλάκια θα σας ρίξουμε την Κυριακή;

  2. Δεν έχετε ελπίδες με τον ΠΑΟΚ. Σας έχει ταρίφα δύο μπαλάκια.

  3. Αυτός ο τερματοφύλακας ρουφάει τα μπαλάκια σαν τα φιστίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όργανο του διαβόλου, το γνωρίσαμε στο «Μουντιάλ 2010 Νότιος Αφρική» ©, αν και έχω την υποψία ότι το ίδιο όργανο είναι που κάνει όλη τη φασαρία και στα γήπεδα της Ισπανίας.

Οι Αφρικανοί φίλοι μας, λαός γεννημένος με τη μουσική στο DNA του, παίζουν τις βουβουζέλες τους και χορεύουν στις κερκίδες των γηπέδων. Συμπεριφορά άκρως αντι-ποδοσφαιρική και αντι-οπαδική. Πού είναι τα καπνογόνα και οι δυναμίτες που φτιάχνουν αυτή την καταπληκτική ατμόσφαιρα στα Ελληνικά γήπεδα!

Η βουβουζέλα λοιπόν είναι ένα «όργανο» που στο σχήμα μοιάζει με την τρομπέτα που έχουμε στο καρναβάλι και κάνουμε φασαρία αλλά 5-6 φορές σε μέγεθος (βλέπε εικόνες) και κάνει 5-6 φορές την φασαρία που κάνουν οι «σφυρίχτρες» του καρναβαλιού.

Ο ήχος που προκαλείται είναι εκκωφαντικός, μονότονος σπαστικός και καλύπτει ακόμη και τον ήχο από πολυβόλο 50άρι σε κατά ριπάς βολή. Ιδιαίτερα όταν τον ακούς επί 90 λεπτά οι επιπτώσεις είναι εγκεφαλική αιμορραγία και κώφωσης.

Θα μπορούσε να συγκριθεί με συναγερμό που χτυπάει ακριβώς δίπλα σου αδιάκοπα και ο ιδιοκτήτης του τον αγνοεί επί 90λεπτο.

Αν και οι γνώμες διίστανται για την ετυμολογία της λέξης, στην γλώσσα των Ζουλού βουβουζέλα σημαίνει «κἀνω ήχο βου-βου».

- Οι οπαδοί της Αγγλίας κατάφεραν για λίγο με τις φωνές τους να καλύψουν τον ήχο από τις βουμουζέλες αλλά η φασαρία συνεχίζεται...
- Ας ελπίσουμε κάποια στιγμή να κουραστούν να φυσάνε και να σταματήσουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που κινείται στα όρια του μπαμπαδισμού. Τα πιο τρέντυ συνώνυμα, που με επιτυχία λάνσαρε ο κυρ-Νίκος, τύπου τιτανοτεράστιος, τρισμέγιστος κλπ, αποδυνάμωσαν τον όρο «διεθνής».

Ο όρος «διεθνής» ξεπήδησε προφανώς από το ποδόσφαιρο, και αναφέρεται στο γεγονός ότι όλοι οι καλοί παίκτες αναγκαστικά αποτελούν και μέλη των εθνικών ομάδων, στις χώρες καταγωγής τους. Με αποτέλεσμα ο όρος «διεθνής» να ενέχει και την έννοια του άσου, του παιχταρά. Οπότε και εκτός ποδοσφαίρου, αποκαλούσαμε και αποκαλούμε «διεθνή» κάποιον που είναι αξιοθαύμαστος σε οποιονδήποτε τομέα.

  1. - Έλα, καταφθάνει και ο Μάκης
    - Ο διεθνής εραστής Μιχάλης Καραμήτρογλου, που δεν έχει αφήσει ποτέ στη ζωή του κάποιο ανικανοποίητο γυναικείο οργανισμό...

  2. - Καλώς τονα...
    - Σπέρα...
    - Ως διεθνής άσος, πάντα ολιγόλογος ο Τάκης μας!

(από Μάγιστρος, 16/06/10)φσιτ, φσοιτττ... πάλι έχασα το ρεβύθι γμτο! (από MXΣ, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας αρκεστούμε σε τρεις ορισμούς:

  • Ποδοσφαιρικά, το σκορ μηδέν-μηδέν (παρ. 1,2)
  • Μπουρδελιστί, κωλαράκια που υπόκεινται σε πρωκτικό νταχτιρντί (παρ. 2)
  • Αυτοαναφορικά, αυτά που κερνάει ο μπαμπέσης μπαγαποντοδότης (παρ. 3)
  1. Δίκαια…κουλουράκια. Παρά τις προσπάθειες των δυο ομάδων, το 0-0 παρέμεινε έως το φινάλε του πρώτου μέρους και με λίγες φάσεις μπροστά στις δυο εστίες.
    (Φίλαθλος, εδώ)

  2. -κοντα στο ημιωρο προς το παρων κουλουρακια το σκορ αλλα κουλουρακια δεν γευτηκαμε χτες το βραδυ αν και αρκετοι οι πειρασμοι.
    (Μπουρδελιάρης φίλαθλος, εκεί)

  3. - βάζω διπλό μηδενικό στο λήμμα συσσλανγκιστή, το γνωστό ως «διπλοκούλουρο»
    (Σλάνγκος, παραπέρα)

βρείτε τα ρε modουλέοι! (από MXΣ, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεχάστε τον επαγγελματία με την μνημειώδη κωλοχαράδρα, εδώ μιλάμε για το επίθετο υδραυλικός.

  1. Υδραυλικό λουκέτο

Το λουκέτο που δεν κλειδώνει, λόγω βλάβης. Σου δίνει την εντύπωση ότι ασφάλισε, αλλά ανοίγει εύκολα όταν το τραβήξεις με τα χέρια.

Πρόκειται για χαρακτηριστική στρατιωτική έκφραση που καλύπτει το εξής φαινόμενο: πολλοί φαντάροι προτιμούν ένα χαλασμένο λουκέτο για το όπλο τους επειδή είναι μανίκι να ψάχνουν ανάμεσα σε όλα τα κλειδιά της αρμαθιάς, ιδίως μες στα μεσάνυχτα που ξεκινάει το σκοπέτο. Κι αυτό γιατί εφησυχάζουν από το γεγονός πως όλα τα όπλα κλειδώνουν ομαδικά πάνω στον οπλοβαστό, με τις μπάρες και τα λουκέτα του θαλαμοφύλακα.

Επειδή όμως υπάρχουν και γιωτάδες θαλαμοφύλακες και, ποτέ δεν ξέρεις, και εγκληματίες φαντάροι, πρόκειται για μεγάλη επιπολαιότητα που μπορεί να σου καταστρέψει τη ζωή, αν τελικά σου κλέψουν το όπλο. Παλιά λέγανε καλύτερα να χάσεις την παρθενιά του κώλου σου παρά το όπλο σου. Γι’ αυτό και οι εφοδεύοντες, αν κάνουν σοβαρή έφοδο, πρέπει να ελέγχουν ένα-ένα τα λουκέτα με τα χέρια. Και φυσικά, αν σταμπάρουνε κανένα κρούσμα, πέφτουν καμπάνες.

  1. Υδραυλική αλλαγή

Πάλι από τον χώρο του στρατού. Είναι η αλλαγή σκοπών που γίνεται χωρίς δεκανέα αλλαγής, κατά παράβαση του κανονισμού, επειδή ο δεκανέας δεν ξυπνάει με τίποτα ή είναι πολύ παλιός για να τον πιάνουν «αυτές οι μαλακίες» ή και τα δύο. Οι σκοποί απλά πηγαίνουν μόνοι τους, ο καθένας στην σκοπιά που έχει υπηρεσία και αλλάζουν τους προηγούμενους, αντί, όπως προβλέπεται, να ξεκινήσουν όλοι μαζί τρενάκι με τον δεκανέα αλλαγής, να κάνουν κύκλο όλες τις σκοπιές αλλάζοντας έναν-έναν τους φαντάρους, ελέγχοντας τα όπλα κλπ κλπ. Λέγεται και αλλαγή με τηλεκοντρόλ.

  1. Υδραυλικές κινήσεις

Οι κινήσεις που γίνονται απόλυτα ομαλά και στρωτά, smoothly που λένε και οι Άγγλοι, όπως περίπου τα υδραυλικά έμβολα στην μηχανική. Χρησιμοποιείται πολύ για τις κινήσεις των παικτών μέσα στο γήπεδο, όταν παίζουν με καλή ροή, σβελτάδα και σωστή τεχνική, χωρίς νευρικότητα και λάθη. Βλ. και αυτό το λήμμα.

  1. - Τι είν’ αυτό; Υδραυλικό λουκέτο έχεις ρε ηλίθιε;
    - Σσσ, σκάσε ρε ψαρά που φωνάζεις! Τρεις μήνες τό ’χω, τώρα το πρόσεξες;
    - Καλά ρε γιωτά, ένα κλειδί παραπάνω σε πείραζε και διάλεξες του όπλου; Άντε πες στ' αρχίδια σου να σε βγάλουν στον τάκο για ανασφάλιστο όπλο, να σου το πάρει κανένας μες στη νύχτα δεν το σκέφτεσαι; Εδώ ο θαλαμοντόγκ κοιμάται με τα κλειδιά πεταμένα στο γραφείο...

  2. - Ξύπνα!
    - Μμμμ...
    - Ξύπνα, έχεις αλλαγή!
    - Χρρρμφφστμμμ...
    - Ξύπνα περιμένουν οι σκοποί!
    - Γαμήσου και ξεκόλλα πουστόνεο μη σηκωθώ...
    - Φύγετε παιδιά, υδραυλική αλλαγή να τελειώνουμε...

  3. Από εδώ:
    Μέσα στην περιοχή είναι πάρα πολύ επικίνδυνος. Στο πρώτο τέταρτο του αγώνα, ξεκινώντας από ελεγχόμενη θέση για οφσαϊντ δέχθηκε την μπάλα στην μεγάλη περιοχή και με τον αμυντικό στην πλάτη του κατάφερε με δυο υδραυλικές κινήσεις να έρθει σε πρόσωπο με τον τερματοφύλακα και με πλασέ αλλά Ριβάλντo, προσπάθησε να σκοράρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτη ταύτιση με μια ομάδα. Ο αποδέκτης του λήμματος παύει να έχει όνομα, δεν είναι ο Δημήτρης, ο Κώστας, ο Γιώργος, είναι απλά ο ΠΑΟΚ ο ίδιος.

Το λήμμα χρησιμοποιείται εβραίως στη Β. Ελλάδα είτε σε συνομιλίες μεταξύ οπαδών είτε σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές με συμμετοχή πάντα οπαδών.

Η έννοια του λήμματος είναι διττή. Εκφράζει τόσο την ταύτιση του οπαδού με την ομάδα όσο και το αντίστροφο. Αναφέρεται δηλαδή σε λαϊκές ομάδες που βασική τους δύναμη είναι ο κόσμος τους.

Όπως όλες οι μεγάλες ατάκες (βλ. «σήκωσε το το γαμημένο» κ.α.) έτσι και αυτή ξεκίνησε από την Θεσσαλονικιώτικη μαγκιά των ΠΑΟΚτσίδων ή επί το μονολεκτικότερον ΠΑΟΚτιδιλίκι αλλά το δανείστηκαν και οπαδοί άλλων ομάδων.

-Με ποιόν παίζουμε την Κυριακή;
-Τι ρωτάς ρε φίλε, ΠΑΟΚ είσαι, με όποιον και να παίζουμε θα τον πατήσουμε.

-Ρε εσύ μαλάκα, θα μας σφυρίζει λέει ο Σπάθας την Κυριακή.
- Μη μασάς ρε, ΠΑΟΚ είσαι ρε, χαλάρωσε. Ας μας σφυρίξει και ο Κόκκαλης. ΠΑΟΚ είσαι, μη μασάς τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ποδόσφαιρο, όταν ένας παίκτης προσπαθεί να εκβιάσει ένα μαϊμού φάουλ / πέτσινο πέναλτι / αποβολή αντιπάλου, λέμε ότι κάνει θέατρο και οι ποδοσφαιριστές αυτοί λέγονται και θεατρίνοι.

Συνήθως βουτάει στα πόδια του αμυνόμενου ή κάνει πως έχει χτυπήσει σοβαρά τη στιγμή που δεν τον έχει ακουμπήσει κανείς.

Όποιος έχει όρεξη, διαβάζει αν θέλει το άρθρο Οι «θεατρίνοι» του ποδοσφαίρου ή βλέπει το χαρακτηριστικό μήδι.

(Μετά από βουτιά επιθετικού)
- Φρρρρρρρρρρρρρρρρρ...
- Τι σφυράς ρε κοράκι! Δεν τον είδες που βούτηξε σαν τον Λουγκάνη; Θέατρο ρέεεε!

(από notheitis, 21/06/10)(από notheitis, 21/06/10)

Δες και καραβούτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified