Selected tags

Further tags

Στον γραπτό λόγο, λ.χ. διαδικτυακό, οι αντίπαλοι του Ολυμπιακού επιλέγουν να γράψουν με greeklish το μισό γαύρος (δηλαδή το παρατσούκλι του Ολυμπιακού) για να υπαινιχθούν ότι οι Ολυμπιακοί είναι γκέουλες που κάνουν πουστιές. Ή το γράφουν μισό με κεφαλαία γκρήκλις (φωνακλάδικα) και μισό με μικρά.

  1. ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΟΚ:Χωρίς κόσμο με ΠΑΟΚ!ΠΑΣΟΚ-GAYΡΟΣ ΠΑΝΕ ΝΑ ΤΙΝΑΞΟΥΝ ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ! (Εδώ).

  2. OPOIOS DEN PHDAEI GAYros EINAI RE ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΠΗΔΑΕΙ ΓΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΡΕ TA TYBANA STON KWLO SAS MOUNIA TA KAPNOGONA VALTE TA KI AUTA KAI TREXTE APO'DW KAI TREXTE APO'KEI POUTANAS GIOI APOGONOI LAGOI SKATOFLWROI XWRIS IDANIKA ROUFIANOI EISTE APO MIKRA PAIDIA NAUTHS O MPAMPAS POUTANA H MAMA KAI STO PAGKRATI TREXATE XANA. (Εδώ μέχρι να απαγορευθεί για εχθροπάθεια).

Got a better definition? Add it!

Published

Παράφραση της σούπερ-λίγκα, του Ελληνικού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος (πρώην Α΄Εθνική).

Με τις σκοτεινές διαδρομές, τις αδιαφανείς διαδικασίες, τα μαγειρέματα, την παράγκα και τον υπόκοσμο να διαφεντεύουν τη διοργάνωση, αυτή θυμίζει περισσότερο γκανγκστερική οργάνωση παρά αθλητική διοργάνωση.

Άλλωστε, ως γνωστό, κάθε λαός έχει τους ηγέτες που του επιβάλλουν και το ποδόσφαιρο που του αξίζει.

- Τό 'μαθες; Αναβάλλεται η αγωνιστική, λόγω απεργίας των οδηγών των πούλμαν που μεταφέρουν τις ομάδες στα γήπεδα.
- Ε και; Θα χάσει η Ευρώπη τη σούπερ-κλίκα;...

(από allivegp, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποδοσφαιρική ιδιόλεκτο, είναι η κεφαλιά στον αέρα με βουτιά σε χαμηλό ύψος. Έχει αεροδυναμικό σχήμα και ο παίκτης παρομοιάζεται με ψάρι που γλιστράει στο νερό.

Γκολ με κεφαλιά «ψαράκι» ο Μαϊστόροβιτς! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το χιόνι κατά τη διάρκεια της άνοιξης. Χρησιμοποιείται από χιονοδρόμους για να χαρακτηρίσει την υφή και υγρότητα του χιονιού, περίπου από τα τέλη Μαρτίου μέχρι το κλείσιμο των χιονοδρομικών.

Λόγω υψόμετρου, το χιόνι συνήθως ξεκινάει παγωμένο από το βράδυ και, κατά την διάρκεια του πρωινού, σταδιακά μαλακώνει, αποκτώντας σιγά-σιγά την υφή χοντροκομμένου και υγρού αλατιού ή γρανίτας (βλ. το «κύμα» στο μήδι 1).

Λόγω της υφής και της μη ανανέωσης/χιονόπτωσης, η γρανίτα γίνεται σιγά-σιγά λεμονί (ή κατουρλί) καθώς εγκλωβίζει στην επιφάνεια σκόνη και χώμα από τα σημεία που λιώνουν (βλ. μήδια 2 και 3).

Αν και κάπως επικίνδυνο για αρχάριους, μπορεί να είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικό, ειδικά αν καβαλάς σανίδι και το έχεις κερώσει καταλλήλως. Από άποψη τεχνικής, πηγαίνεις όπως και στην πούδρα, δηλαδή το βάρος πίσω για να μην κολλήσεις και σαβουριαστείς αεροπλανικώς (γνωστό ως Superman ή nosedive).

Συνώνυμο: Σούπα (καταχώρηση # 4).

- Μετά τις πούδρες στις αρχές του Μάρτη, το ρίξαμε στη γρανίτα...
- Δε βαριέσαι, καλύτερα απ' τις βρούβες! Όσο προλάβουμε ακόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεπερνάω τον εαυτό μου. Αγγλιά ολκής.

Επίσης, αν δεν απατώμαι (διορθώστε με), είναι όρος στο Στοίχημα.

  1. Ο Μάκης που δε μιλάει ποτέ, έκανε όβερ χθες το βράδυ και όλη νύχτα της τα έσουρε της Σάσα κανονικότατα.

  2. Αφού έκανες όβερ μέχρι και τη Μπουλόν, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται υποτιμητικά για τον άμπαλο, τον ατάλαντο παίκτη ποδοσφαίρου, του οποίου οι ικανότητες στο τόπι θυμίζουν περισσότερο κοτοπουλά παρά ποδοσφαιριστή. Η έκφραση αυτή συχνά συνοδεύεται και από το απαξιωτικό χου ρε! όταν πάει η μπάλα στα πόδια του προκειμένου να τρομάξει και να την πουλήσει στον αντίπαλο.

Ο κοτοπουλάς εντός γηπέδου επιδίδεται σε ποικίλα ποδοσφαιρικά βιρτουόζικα τρικς όπως: να δίνει ύψος στη μπάλα χωρίς λόγο, να κάνει κεφαλιές με το σβέρκο, να πέφτει για μπέναλντυ με το πρώτο φτέρνισμα του αιόλου και να κόβει την καριέρα του αντιπάλου.

Ένας κοτοπουλάς είναι συνήθως αμυντικός στο επάγγελμα, ψηλός και ατσούμπαλος, με αξυρισιά. Ίσως ο Γιώργος Κολτσίδας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.

  1. - Ρε κοτοπουλάαααα, εσύ με το πέντε, φύγε απ' τον ασβέστη βρε παλιοτάγαρο!
    (από αγώνα περιφερειακού πρωταθλήματος)

  2. - Ρε πέντε κοτοπουλά! Πρόσεχε, θα πάθεις κάνα εγκεφαλικό!
    (από τον ίδιο αγώνα)

(από Olisadebe, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που υποδηλώνει την λήψη γεύματος, πρωτεϊνούχου ροφήματος, ή και λοιπών, πλούσιων σε θρεπτικά συστατικά, αγαθών, με αυστηρά αποκλειστικό σκοπό την καύση τους στο κοντινότερο γυμναστήριο. Το ρήμα χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από χτιστούς.

  1. Μεταξύ χτιστών:
    - Είσαι σίγουρος ρε ότι μπορείς να βαρέσεις δέκα με τα εικοσπεντάκιλα;
    - Ναι αμέ, έχω κουμπώσει μια πρωτεϊνούλα άλλο πράμα! Τα σηκώνω λες και είναι κατοστάρικα στο δρόμο!

  2. Ομοίως:
    - Σταυράρα σε βλέπω χτισμένο. Ποιο είναι το μυστικό σου;
    - Ε, τώρα τελευταία κουμπώνω κοτόπουλο με ρύζι και αρκετές μπανάνες.

  3. Μπαμπάς χτιστός και το παιδί του:
    - Κούμπωσε αγοράκι μου την φρουτόκρεμά σου να γίνεις χτιστός σαν το μπαμπά!
    - Αγκού! Μιαμ μιαμ!

(από Olisadebe, 26/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι ως παθητικός /-ή ερώμενος /-η, συνήθως στις μορφές του κάθησε, του έκατσε. Η προέλευση της φράσης αφορά στο κάθημα επί του πέοντος, κυρίως στις στάσεις Cow-girl και Reverse Cow-girl, ενώ κατά προέκταση και στις υπόλοιπες στάσεις, ακόμη και σε αυτές που ο πέων διεισδύει αφ' υψηλού.

Η έμφαση είναι στην συναίνεση, στην κατάνευση του ερωμένου /-ης να ολοκληρωθεί η σχέση με σεξ, ως ευόδωση σχετικής προσπάθειας του ερώντος. Ενίοτε χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για τον ερώμενο /-η.

Κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται ευρύτατα για οποιαδήποτε ευόδωση οποιουδήποτε σκοπού. Λ.χ. σου κάθεται η πουτάνα η τύχη, ένα λαχείο, Τζόκερ, Λότο, αλλά και ένα γκολ, μια φάση, ένα μεταπτυχιακό, μια παρουσίαση. Χρησιμοποιείται τόσο πολύ που συχνά λησμονείται η σεξουαλική προέλευση της έκφρασης.

Βλ. και μου έκατσε, καθώς και τα κάτσε στην F-Laplace, κάτσε στο παπί μου, κάτσει-δε-κάτσει, ό,τι κάτσει και άλλα.

  1. 50χρονος μαχαίρωσε 19χρονη γιατί δεν του «έκατσε» (εδώ).

  2. Κι αν σου κάτσει; Σε έναν Πατρινό πάντως έκατσε και κέρδισε 1.600.000 Ευρώ (Εδώ).

  3. Του Ολυμπιακού... του έκατσε!!! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκακιστική σλανγκ.

Αυτός που μένει στάσιμος στη μετριότητα. Ο έμπειρος μεν, αλλά ανεπίδεκτος μαθήσεως.

Από το γαλλικό mazette, άσχημο άλογο.

Άντε ρε καραμαζέτα, θα μάθεις σκάκι επιτέλους, ή να σε μαμήσω ν' ασπρίσεις!!

(από drunkard, 23/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον εκ του μπιστάω, που σύμφωνα με μυαλά του σάη σημαίνει χτυπάω με ένα ευρύ φάσμα σημασιών. Το μπιστάρι είναι ό,τι και ο μπίστος, και χρησιμοποιείται ειδικά στην ιδιόλεκτο των σκεϊτάδων για να σημάνει την εντυπωσιακή πτώση από την σανίδα του skateboard, την τούμπα, το σκότωμα, το αποτυχημένο landing.

Defte Labete MPISTARI ( salonika skate slang dialektos, o tonos sto A , mpistari = toumpa , bail , skotoma , pesimo , apotuximeno landing , oti ponaei x0ax0ax00x )
to podi mou meta apo mia orea mera sto nafplio me full skate ... efuga apo ena megalo gap me ollie north(gia gnostes tou skate) kai sto langing prosgiothika me gonia 70 moirwn ston astragalo mou
to gap gurw sta 1.50 upsos kai 3 metra mikos (Εδώ).

(από Khan, 21/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified