Selected tags

Further tags

  1. Το γυναικείο εσώρουχο τύπου στρινγκ, που η πίσω όψη του αποτελείται από λεπτό κορδόνι που χάνεται ανάμεσα στα κωλομέρια.

  2. Η γυναίκα που ανάμεσα στο παντελόνι και τη μπλούζα της διαφαίνεται το πάνω μέρος του εσώρουχού της, είτε είναι τύπου στρινγκ είτε παρεμφερές.

Προέλευση:

Προέρχεται από το όνομα του ποδοσφαιριστή Παναγιώτη Κορδονούρη λόγω προφανούς ηχητικής συγγένειας και ενδέχεται να πρωτοδιαδόθηκε ως όρος από αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.

  1. ...κάνω που λες στην άκρη τον κορδονούρη με το μικρό μου δαχτυλάκι, παίρνω φόρα και βουρ για το γκρόβερ!

  2. - Σσσσσσσσσσσσσ! Πιάσε ρε μαλάκα ένα κορδονούρη που περνάει...
    - Αυτό δεν είναι σώβρακο ρε φίλε, αυτό είναι μεσινέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ο οπαδός του ΠΑΟΚ λόγω της γεωγραφικής θέσης της Θεσσαλονίκης (λίγο νότια της Βουλγαρίας).

(Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού προς τους οπαδούς του ΠΑΟΚ στο γήπεδο)
-Βου-βου βούλγαροι, βου-βου Βούλγαροι!!!!

μέχρι την Αθήνα φτάσανε, ρεεε! (από xalikoutis, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τελευταίος πόντος ενός αγώνα (π.χ. βόλεϋ).

Αλλιώς: match point.

- Ήταν τόσο χάλια η ομάδα που ούτε που κατάλαβα πως πέρασε έτσι η ώρα και φτάσαμε να μας σερβίρουν για το λούκουμο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ξέρει καθόλου μπάλα. Ο άγαρμπος.

- Ρε το κελέκι ούτε να μαρκάρει δεν ξέρει.

βλ. και άμπαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι οπαδοί του Άρη στη Θεσσαλονίκη.

Πάλι θα οργώσουν τα γήπεδα της β΄εθνικής οι βουλγαροεβραίοι.

(από Vrastaman, 10/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός όρος.
Ο τερματοφύλακας κάποιων σχετικών δυνατοτήτων αλλά με μεγάλο πρόβλημα στις εξόδους του. Θεωρητικά τραγικότερος και από την έξοδο του Μεσολογγίου. Δημιουργεί ωστόσο αγώνες με μεγάλο σασπένς.

Συνώνυμο: χαρταετός

-Ωχ, βγαίνουν στην αντεπίθεση οι άλλοι...
-………
-Κάνει έξοδο ρε ο μεσολογγίτης!
-Κι εγώ το σταυρό μου…

Δες ακόμη τερματοτύφλακας, τρύπας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός όρος.
Τερματοφύλακας περιορισμένων δυνατοτήτων που συνήθως τελειώνει τα 90 λεπτά ενός παιχνιδιού με πολλά γκολ στο παθητικό του.

Πωπω, πάλι το φάγαμε... Ρε , τί κουμπαράς είν'τούτος;;;!

Got a better definition? Add it!

Published

Ποδοσφαιρικός όρος. Σύνθετη λέξη με την γιουγκοσλάβικη κατάληξη «-ιτς».

Αυτός που δεν μπορεί να πετύχει την μπάλα με τίποτα, δεν τη βρίσκει στο πέρασμα της. Ούτε με σφεντόνα, ούτε με όπλο, ούτε και με κανόνι.

- Μωρέ 'ντάξ, φιλότιμος είναι.. αλλά πολύ δεντηβρίσκοβιτς ρε παιδί μου...

Δες και δεν τη βρίσκει με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο φλου. Ο αραχτός. Ο ό,τι-βρέξει-ας-κατεβάσει-και-τ' αρχίδια-μου-κουνιούνται. Η έννοια της σήψης είναι έκδηλη σε αυτόν τον ορισμό.

Προέρχεται από τον γνωστό παίκτη καλαθοσφαίρισης του αμερικανικού μπασκετικού στερεώματος (NBA), Shaquille O'Neal.

Λεοπόλδος: -Ρε συ Μιμίκο... Ο Χοσέ πολύ Σαπίλ Ονίλ δεν έχει καταντήσει; Μου τη σπάει η αδιαφορία του...

Μιμικος: -Ρε Λεοπόλδε, ξεκόλλα από τη ζωή σου... Περνάει την άραγκον φάση του το παιδί... Στέι κουλ ντουντ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλωτσιά που δίνεται με τον χαρακτηριστικό τρόπο τεντώνοντας το πόδι σε ευθεία γραμμή προς τα εμπρός εστιάζοντας όλη τη φόρα, τη δύναμη και την ορμή στο πέλμα.

Τεχνική ζίου μήτσου που χρησιμοποείται στο ταβερνόξυλο, στις φέρμες, στις πορείες και αλλού. Άγνωστο γιατί λέγεται φασιστική. Πιθανώς από τους άνδρες των SS και την Gestapo...

-Για λέγε ρε μαλάκα, τί έγινε μετά;
-Εκεί που του την πέφτουνε ρε μαν από πίσω, τρέχει ο Βαγγέλας και δίνει μια φασιστικιά στον πρώτο, τον έστειλε σούμπιτο στο ΚΑΤ. Γυρνάει κι ο δικός σου που λες και μετά έγινε της πόρνης. Ακόμα τους τρέχουνε!

(από poniroskylo, 07/04/08)(από Vrastaman, 07/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified