Selected tags

Further tags

Νεαρός άντρας. Προέρχεται από τα «γκαλιαρντά», τη διάλεκτο του αδερφάτου.

Τι να σου λέω μωρή, ένα τεκνό μούρλια. Μούσκεψα την κυλότα μου σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατάω τέρμα το γκάζι.

- Σανίδωσέ το ρε μαλάκα, μας φτάνουν οι μπάτσοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλαφυρή φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον μεταφορικό ευνουχισμό ενός ανδρός, τη μετατροπή του σε ένα άβουλο ον που άγεται και φέρεται υπό τις διαταγές ή επιθυμίες της γυναίκας του και την εν γένει παθητική του στάση έναντι αυτής. Το θύμα αν δεν είναι ήδη, μετατρέπεται σταδιακά σε μπουχεσολεβιέ.

- Λοιπόν Μπάμπη το βράδυ έχω κλείσει με τα παιδιά άλφα τράπεζα πίστεως Γονίδη. Πες και στον Πέτρο να έρθει.
- Χα χα χα! Ρε σιγά μην έρθει! Αφού τον έχει βάλει στο βρακί της η άλλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

το θεό: Χαρακτηρισμός κάποιου ουδέτερου αντικειμένου που είναι πολύ ουάου, πολύ ιν. Βλέπε και θεά

- Τι ωραίο πουλοβεράκι;! Θεό είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση επιβεβαίωσης που απαντά σε κάτι που είπε κάποιος άλλος. Στα καλιαρντά μπαίνει και ερωτηματικό. Για πιο έμφαση μπορεί να προστεθεί το μα ή το όμως.

  1. - Πωπω, χάλια οι δρόμοι σε αυτή την περιοχή! - Μα τελείως;

2.- Τον ξέρεις το Νίκο; Περιπτωσάρα! - Τελείως όμως;

  1. -Καλα, αυτη η ταινία ήταν το κάτι άλλο! -Εντελώς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελός, παλαβός.

Μωρή, αυτή η τζάσλω νάκα τζινάβει (=αυτή η τρελή δεν καταλαβαίνει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λεφτά (στα καλιαρντά).

Άβελε αποκατέ και πέσε το μπερντέ (=έλα εδώ και πέσε τα λεφτά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατενταρισμένη και πιστοποιημένη κατά ISO διαδικασία κατά την οποία το ανδρικό μόριο χρησιμοποιείται από τον κάτοχο για διαφορετική χρήση από τις ήδη δύο καταγεγραμμένες. Συγκεκριμένα το πέος τοποθετείται προσεκτικά μεταξύ των δυο τελευταίων κουμπιών ενός πουκαμίσου, το οποίο με τη σειρά του μπαίνει εντός του σλιπ με σκοπό να φρενάρεται η τάση του πουκαμίσου μετά από το πολύ 1 ώρα να ανεβαίνει και να φουφουλιάζει κατά το κοινώς λεγόμενο, αναιρώντας κατά πολύ την εικόνα κομψότητας που θέλει να εκπέμπει ο ιδιοκτήτης του πέους και του ενδυματολογικού συνόλου.

Απαντάται και στη μορφή πεόφρενο, πουτσόφρενο, μαλαπερδόφρενο, μπαργαλατσόφρενο κ.ο.κ. αν και λόγω της δημοφιλίας της καλιαρντής, η χρήση του ως ψωλόφρενο είναι σαφώς συχνότερη.

Συντάσσεται με το ρήμα βάζω και οχι τραβώ (κατά το «τραβώ χειρόφρενο») για να αποφεύγονται τυχόν ατυχήματα.

- Ατσαλάκωτος ρε παιδί μου ο Νώντας. Πέντε ώρες με το κουστούμι και είναι σαν να το 'βαλε μόλις.
- Έχει βάλει ψωλόφρενο σίγουρα, δεν εξηγείται αλλιώς.

Βλ. και μπαργαλάτσος, μαλαπέρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νταρντάνα σε κάποιες περιοχές της επαρχίας. Ενδεχομένως τουρκικής προέλευσης.

Από εκεί βγήκε και το αντίστοιχο καλιαρντό.

- Α αυτή; Τζιβιτζιλού, όλη μέρα στο χωράφι, έχει κάνει κάτι ώμους να!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα στα καλιαρντά.

Ο Λάκης προσπαθεί να το γυρίσει και τώρα τα έφτιαξε με μούτζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified