Νεαρός άντρας. Προέρχεται από τα «γκαλιαρντά», τη διάλεκτο του αδερφάτου.
Τι να σου λέω μωρή, ένα τεκνό μούρλια. Μούσκεψα την κυλότα μου σου λέω.
Νεαρός άντρας. Προέρχεται από τα «γκαλιαρντά», τη διάλεκτο του αδερφάτου.
Τι να σου λέω μωρή, ένα τεκνό μούρλια. Μούσκεψα την κυλότα μου σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Το αιδοίο (της γυναίκας ντε) στα καλιαρντά.
Βλέπε μούτζα.
Αυτοί οι στρέιτ, μη δουν μουτζό, από πίσω τρέχουν...
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Ο τρυφερός εραστής όπως λέγεται στα καλιαρντά, τα (ή καλιαρντή). Αυτός που ως εραστής είναι αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός. Ενδείκνυται δε να κάνει τακτικά εξετάσεις αίματος προκειμένου να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου καθώς η μεγάλη κατάναλωση σιροπιού τον ανάγει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση διαβήτη.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο «Καλιαρντά», λέει για την λέξη:
Βγαίνει από το πιπίλας και γαμούλης (<γαμώ), όπου ο «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).
Συνώνυμα του πιπιλογαμούλη:
γατουλογαμούλης, πιλίπης-γατάκης και πιπιλογατούλης.
- Τι κάνατε ρε χθες το βράδυ; βγήκατε τελικά με τους νιόγαμους;
- Άσ' τα..
- Γιατί ρε, δεν περάσατε καλά; τι έγινε;
- Άσ' τα σου λέω... ρε συ τι πιπιλογαμούληδες είναι τούτοι; όλο το βράδυ κουβέντα δεν γύρισαν να μας πουν, μες το μπαλαμούτι και τις γλύκες ήταν, δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, άσε που κόντεψαν να τα βγάλουν και μπροστά μας... κολλήσαμε από τα σορόπια πια!
- Άντε από 'δω ρε μπαγλαμά, μη δεις ερωτευμένο άνθρωπο, αμέσως να ξινίσεις... να 'τανε η ζήλια ψώρα...
Got a better definition? Add it!
Ο γκόμενoς, η γκόμενα.
Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως. Βλ. και κατέ.
-Που λές αυτή η υψομετρού, αβέλει σερμελιά φίφα και σολονταπιάζεται
-Μα είναι δυνατόν ;
-Μαξ και λαντί. Μου το μπέναψε η καλέ του γαργαρότεκνου, που την δίκελλε τις προάλλες.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για βαθμό στην ιεραρχία της πουστροσύνης. Ανήκει στις υψηλές βαθμίδες (από ταξίαρχος και πάνω) και για να αποκτηθεί πρέπει η αδέλφω να έχει περάσει πολλά σχολεία και ειδικότητες, όπως:
Το Σ.Α.Μ. (Σχολείο Αιχμαλώτων Μυκόνου)
Το Σ.Τ.Α. (Σχολείο Τσιμπουκιού με Άπνοια)
Την Σ.Ε.Α.Α (Σχολή Επιμόρφωσης Ανωτάτου Αδελφάτου) κ.α.
Μετά από το χρίσμα, έχει την εξουσιοδότηση να προσηλυτίζει και να επιμορφώνει άλλες μικροαδελφές που ξεκινάνε τώρα την καριέρα τους και ανήκουν σε υποδιέστερες βαθμίδες, όπως πουστρόνια, ψευδοgay, metrosexual κ.τ.λ.
Ικανή προϋπόθεση για να γίνει κάποιος κουδούνα, είναι να έχει διατελέσει κρυφόπουστας και δη παντρεμένος με παιδιά (προάγεται άμεσα από αρχιπούστρας σε κουδούνα).
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καλιαρντής προέλευσης, σημαίνει εκσπερματίζω, χύνω, ξεφορτώνομαι τα φλόκια, περισσότερο ως μια ζωώδη εκτόνωση και αποφόρτιση, που ενίοτε χρειάζεται ως εξαέρωση για να ξελαμπικάρει κανείς.
- transafentra
GLYKIA MOY S'EYXARISTW POY ME DEXTHKES STO CLUB SOY. EPISHS S'EYXARISTW GIA TA KALA SOY LOGIA. NAI PITHANON NA
GNWRIZOMASTE. SE GLYKOFILW TRANSAFENTRA.
(Διάλογος κάπου στα διαδίχτυα).
μήπως θες τις φωτο με ζουμ....και ευρυγωνειο επαγγελματικό φακό;;;;;; μάλλον για να πάιζεις την πουλαρα σου θελεις τις φωτο....μας πηδηξες με τις φωτο και τις φωτο......τραβα να ξεφλοκαρεις σε κανβα ντέλλο να ηρεμήσεις...... (Κάπου σε μπουρδελοσάι).
Μου πήρε το χεράκι μου και το’ βαλε εκεί, ύστερα με κάθησε πάνω του, λίγο μου την ακούμπησε στα μπούτια ο πουρός και με πασάλειψε με τα φλόκια του. Μπουλκουμέ. Εντάξει ο κατέ αυτό γουστάριζε, να ξεφλοκάρει ήθελε. Πήρε μετά μια παλιοπατσαβούρα, και τα καθάρισε. (Από το καλιαρντογράφημα στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).
Got a better definition? Add it!
Το αιδοίο στα καλιαρντά.
Ο Άγης, ένας παίδαρος, θεολάτσα, οικοδόμος, πήγαινε στη Γερμανία, μάζευε λίγα μπερντέ, ερχόταν πίσω στην πατρίδα, τα έτρωγε με τις γκόμενες, γιατί ήταν μπουτ μουτζωτός, μπουτ μουνάκιας, πάλι καβαλούσε το τρένο και γύριζε πίσω εμιγκρές. Δος του καυλομαξίλαρο και πάρ’ του την ψυχή. Μια δόση έβγαλε καλά φράγκα και μου πήγε στον Μουτζότοπο να τα γλεντήσει, τα ξόδεψε στις σαρμούτες και στις καρακαλτάκες κι έμεινε στο φινάλε ταπί και ψύχραιμος. Οι σούπερ αντρουά λατσεύονται τον Μουτζότοπο κι εμείς οι καραλουμπίνες τον Τζιναβότοπο, το Αδερφοχώρι. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Μουτζαντίβαρα είναι στα καλιαρντά τα βυζιά, επειδή αναδεικνύονται στο γυναικείο σώμα ως αντίβαρο για το μουτζό που είναι το αιδοίο (εδώ η ετυμολογία). Βλ. και το λήμμα κατσικανό για μια πιο καυλοπιπιλάτη ανάλυση.
«Είσαι η πιο λατσή αδερφή, άμα ντυθείς, θα κονομήσεις μπουτ μπερντέ», μου λέει. «Τι να ντυθώ;» ρώτησα, «σάμπως γυμνή είμαι;». Νόμιζα εγώ θα με στείλει να αβέλω ντανιές, να γίνω μασκαράς, καρναβάλι. Δεν πήγε ο νους μου. Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουτζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη! (αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Το σπέρμα στα καλιαρντά εκ των σαρμέλα (βλ. και εδώ) και ζουμί.
Δεν άργησα να χύσω το σαρμελόζουμο και να χαλαρώσω,αυτή η κοπέλα εκτός ότι είναι πολύ ελκυστική με ήρεμα γερά «πατήματα» έχει ένα πολύ ωραίο στυλ αρχοντικό και σοβαρό που με απογειώνει. (Από μπουλκουμεδοτσαρδοσάιτ).
θα πείς τίποτε ή γαργάρα (με το σαρμελόζουμο που σου έριξα) ;; (Αποκατέ).
Συνφωνησαν οτι το ΣΑΡΜΕΛΟΖΟΥΜΟ κανει καλο και στης αμυγδαλες, μετα απο μια καλη γαργαρα !!! Σοβαρα πραματα. Ετσι λοιπον και μ'αυτον τον τροπο θα σωσουν και την Ελλαδα μας.... (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα, σε αντιδιαστολή με τον μονότρυπο γκέουλα. Καλιαρντίζων σεξισμός, ο δεύτερος απαξιωτικότερος για την γυναίκα μετά το νέτο-σκέτο τρύπα.
Από το δουπού: patsis.
Όμως, ο πούστης- όπως τον αποκάλεσε καταδηλωτικά ο εντολοδόχος του- παραδόξως τα έβαλε με τη λεσβία την Εύη! Κάνε στην άκρη, κυρά μου δίτρυπη, της είπε, εμείς θα τα βρούμε με το παλικάρι εδώ! Αυτή η βρισιά, το δίτρυπη, μου έμεινε από τότε ως ό,τι πιο υποτιμητικό και αδιάντροπο είχα ακούσει για τη γυναικεία ύπαρξη! (εδώ)
Got a better definition? Add it!