Ο λικνιστός και θηλυπρεπής πούστης.

Η λέξη παραπέμπει στην κίνηση του γνωστού οργάνου υφαντικής και ανθολογείται από τον Ηλία Πετρόπουλο στο βιβλίο Καλιαρντά. Στο ίδιο πνεύμα, ο Πετρόπουλος καταγράφει και στον όρο ανεμόμυλος.

- Τελικά δεν μου' πες βρε Λίλιαν, πού και πότε γνώρισες τον Πέρι;
- Πριν από κάτι καλοκαίρια στην Μύκονο σε κάποιο ωραίο μπαράκι. Αν θυμάμαι λεγόταν Pierro's. Πού να φανταστώ τότε Λάουρα ότι θα μου προέκυπτε νεραϊδιάρης...
- Μα στο νησί των ανέμων ρε μαλάκα; Χελόου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαρχιώτης gay (καλιαρντά).

- Ήρθε κι η βλαχοντάνα να μας φάει το γλυκάκι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρυφερός εραστής, ο συναισθηματικός αγαπησιάρης τύπος που είναι γατούλης στο κρεββάτι.

— Και τι έλεγε το γκομενάκι;
— Άσε φιλενάδα, πολύ γατουλογαμούλης ο τύπος και δεν ξέρω πώς να τον στείλω!

(από Khan, 12/02/14)(από Khan, 16/02/14)

Η λέξη προέρχεται από τα καλιαρντά (βλ. το σχετικό βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα, σε αντιδιαστολή με τον μονότρυπο γκέουλα. Καλιαρντίζων σεξισμός, ο δεύτερος απαξιωτικότερος για την γυναίκα μετά το νέτο-σκέτο τρύπα.

Από το δουπού: patsis.

Όμως, ο πούστης- όπως τον αποκάλεσε καταδηλωτικά ο εντολοδόχος του- παραδόξως τα έβαλε με τη λεσβία την Εύη! Κάνε στην άκρη, κυρά μου δίτρυπη, της είπε, εμείς θα τα βρούμε με το παλικάρι εδώ! Αυτή η βρισιά, το δίτρυπη, μου έμεινε από τότε ως ό,τι πιο υποτιμητικό και αδιάντροπο είχα ακούσει για τη γυναικεία ύπαρξη! (εδώ)

(από σφυρίζων, 24/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Τιραμισουρεαλιστικός όρος των καλιαρντών με βαρύ ιστορικό φορτίο για τους κίναιδους. Η ακριβής σχέση ανάμεσα στους εν Ελλάδι γκέι του 20ου αιώνα και τον καθ' όλα σεβαστό πολιτισμό των Ετρούσκων παραμένει αδιευκρίνιστη. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι καλιαρντόπουστες συνδέονται με τα λατινικά μέσω ιταλικών αποκαλούμενοι άλλωστε φραγκολουμπίνες, ενώ η βρίθουσα σε ιταλισμούς καλιαρντή αποκαλείται σκωπτικώς «βαθιά λατινικά» (βλ. σχόλιο Χότζα εδώ). Άλλωστε οι γκέι την έχουν γενικώς την έφεση στο λάτιν αναζητώντας τον Λατίνο εραστή τους. Άλλωστε πολλές ετρούσκες λουγκρητίες έχουν ζηλώσει την δόξα της αρχέτυπης Λουκρητίας και αναζητούν τον Ετρούσκο βιαστή τους.

Trivium: Όπως φαίνεται από τα μήδεα, οι Ετρούσκοι όντως το χορεύανε το λάτιν, αλλά δεν ήταν οι μόνοι. Εθνικά ονόματα από την αρχαιότητα που καταστάθηκαν συνώνυμα του γκέι είναι και οι Συβαρίτες, οι Χαλκιδείς, οι Σίφνιοι και οι Φοίνικες.

Πηγή: Αίας, Χότζας.

- Κοίτα την λουγκρητία την ετρούσκα που ψάχει τον Σέξτο Ταρκύνιο να τη στείλει για ράμματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός της αντρίλααας... Ψεκάζω κάβλα, ανάβω.
Δοσμένο εξαιρετικά από τον Τάκη Ζαχαράτο - εύσημα στον καλλιτέχνη.

- Σήμερα καβλοψέκασες (!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκόμενoς, η γκόμενα.

Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως. Βλ. και κατέ.

-Που λές αυτή η υψομετρού, αβέλει σερμελιά φίφα και σολονταπιάζεται -Μα είναι δυνατόν ;
-Μαξ και λαντί. Μου το μπέναψε η καλέ του γαργαρότεκνου, που την δίκελλε τις προάλλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι τόσο σέξι και λατσότεκνο, ώστε προσελκύει πάνω του όλους (και όλες) τους έγκαυλους.

Για το -μαγνήτης ως γαμοσλανγκοτέτοιο β΄ συστατικό βλ. και τα γκομενομαγνήτης, μαλακομαγνήτης, μουνομαγνήτης, τρελομαγνήτης, τσιμπουκομαγνήτης.

  1. Γιατί στις πουτάνες ομορφάντρα μου; Εσύ τετοιος καυλομαγνήτης που είσαι στις πουτάνες; Χαθήκαν οι καλες κοπέλες; Σα κι εμένα; Σε μενα έπρεπε ναρθείς!!!!!!!! Να μην έχει να λεει κι η κατέ. (Αποκατέ).

  2. Πήγα γκαρσόνι σ’ ένα καφενείο, έκανα και τον τρατάρη. μ’ εκμεταλλεύτηκε ο αρχιτσιφούτης ο καφετζής. Πουροζελέ ήτανε ο κατέ. Με το σχόλασμα ήθελε να μου βάζει χέρι. Τι έφταιγε κι εκείνος ο χριστιανός; Αφού ήμουνα φορτωμένη κι εγώ καυλομαγνήτες! Έτζασα κι από κει, απ’ την πουρομαριονέτα. (Από το pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).

Got a better definition? Add it!

Published

Το όνομα του Γενοβέζου εξερευνητή Χριστόφορου Κολόμβου χρησιμοποιείται ενίοτε για να δηλώσει τον κολομπαρά, δηλαδή τον ενεργητικό ομοφυλόφιλο που του αρέσουν τα αγοράκια, ή κατ΄ επέκταση τον ομοφυλόφιλο εν γένει.

Το λολοπαίγνιο είναι αρκετά προφανές: Από το κολομπαράς (βλ. εδώ για ετυμολογία) προκύπτουν διάφοροι τύποι όπως κωλόμπα, λόμπα, λόμπας, κωλόμπος. Αυτό το τελευταίο ειδικά, δηλαδή το κωλόμπος, μπορεί να υποστεί μια τροποποίηση που θυμίζει το φαινόμενο του υπεραστισμού/ υπερδιόρθωσης, λ.χ. της μοδός, ή ψευδοκαθαρευουσιάνικους τύπους όπως ακομβίωτος, και να γίνει κολόμβος.

Το πλεονέκτημα αυτής της τροπής είναι ότι θυμίζει τον Χριστόφορο Κολόμβο. Αυτό είναι έτσι κι αλλιώς σλανγκικώς πρόσφορο καθώς ο εν λόγω κολομπαράς συνδέεται με ένα αιώνιο σελεμπριτόνι, και μπορεί ο όρος να χρησιμοποιηθεί και συνθηματικά. Υπάρχει όμως και το επιπλέον ότι καθώς ο Χριστόφορος Κολόμβος (επαν)ανακάλυψε την Αμερική αποτελεί συνήθη στόχο των αντιαμερικάνων που θέλουν να βρίσουν τις Η.Π.Α. για την πολιτική τους, οπότε κυκλοφορούν εκφράσεις όπως γαμώ την περιέργεια του Κολόμβου, ή και ευθέως γαμώ τον Χριστόφορο Κολόμβο τον πούστη (πούστης= περσινός κολομπαράς). Και γενικότερα σκεφτόμαστε ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν πολύ περίεργος ώστε να ψάξει μια νέα ήπειρο, οπότε θα ήταν περίεργος και σε άλλα θέματα.

Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι το όνομα Χριστόφορος υβρίζεται συχνά ως λογοκριμένη τροπή του θείου ονόματος του Χριστού, για να αποφευχθεί το γαμωσταυρίδι, οπότε έχουμε βρισιές, όπως γαμώ τον Χριστόφορο τον πούστη, που περαιτέρω εμπεδώνουν την πεποίθηση ότι ο Κολόμβος την ανακάλυπτε την ήπειρο.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ πιο σπάνια από το κολόμπος, περισσότερο ως λολοπαίγνιο παρά ως παγιωμένη αργκοτική έκφραση και το βρίσκει κανείς με δυσκολία στον γούγλη.

Πάσα: Αόρατη Μελάνη.

  1. Πωπωπω! Gay δημοσιογράφος στο MEGA; Τι είδηση… Μεσοπρόθεσμο, εξαθλίωση, εξόντωση του λαού, αλλά το διαδίκτυο κατακλύζεται με μία φημολογία περί σκανδάλου μεταξύ γνωστού, ομοφυλόφιλου δημοσιογράφου του MEGA τον οποίον έχει καταγράψει ο εραστής του σε ερωτικές στιγμές και τον απειλεί.
    Εδώ αρχίζει το μέγιστο δούλεμα. Γιατί; Μα εάν υπάρχει τέτοιο βίντεο και διαρρεύσει, αυτός που θα το κάνει πάει μέσα για κακούργημα! Ο “κολόμβος εκβιαστής”δηλαδή, την έχει βαμμένη με το που κυκλοφορήσει το βίντεο σε οποιονδήποτε δίαυλο. (Εδώ).

  2. - κοίτα που από κολομπαρίστες μου καταντήσατε κολομπίνοι
    - κολομβοι θα λες... (Εδώ).

(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified