Σπάω κάποιον (και όχι «την σπάω σε κάποιον») είναι μια παλαιομοδίτικη και υπερπρόστυχη έκφραση που σημαίνει σοδομίζω.

Η φράση αναφέρεται κυρίως στη ζημιά που προκαλείται στο σφιχτήρα την πρώτη φορά που κάποιος τον παίρνει και γέρνει, και προφανώς αρέσει στους πολύ έμπειρους γεροντόπουστες που τη χρησιμοποιούν γιατί ακριβώς τους θυμίζει τα νιάτα τους και την / τις πρώτες τους σεξουαλικές συνευρέσεις.

Το σπάω δηλαδή έχει εδώ και την έννοια του εκπορθώ, ανοίγω πέρασμα κλπ.

(γραφικός γεροντόπουστας κάπου στην Αττική της περασμένης δεκαετίας)

- Αγόρια, καλέ αγόρια, ελάτε καλέ, απόψε θέλω να με σπάσετε!
- Άσε μας ρε Τάκη, πήγαινε σπίτι σου να' ούμε, μην αρπάξεις καμιά πνευμονία, γέρος άνθρωπος...

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφοκωλιάζω και ξεφτιλίζω τον κώλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. ο αστείος (όχι όμως γελοίος) άνθρωπος. Η «περίπτωση», που λέμε
  2. έκφραση: «μού 'κανες την καρδιά περιβόλι» = με τρόμαξες, με λαχτάρισες.

Το περιβόλι (ο λαχανόκηπος ή ο ανθόκηπος) είναι τόπος πολύχρωμος και ευωδιαστός.

Τι σχέση έχει με τα ανωτέρω, δεν ξέρω.

  1. - Πλάκα δεν έχει ο Μίλτος;
    - Ου, μεγάλο περιβόλι είναι ο τύπος!

  2. Μπήκε στο σπίτι τόσο απότομα... είχα μισοκοιμηθεί... μού 'κανε την καρδιά περιβόλι!

Got a better definition? Add it!

Published

Πιάνω ψάρια, βγάζω κάτι από το βυθό. Μεταφορικά προσπαθώ με τρόπο να αποσπάσω μυστικά. Σε φράση ψαρεύω σε θολά νερά, επωφελούμαι από ανώμαλες καταστάσεις ή δημιουργώ σύγχυση για να επιτύχω ωφελήματα. Επίσης βγαίνω τσάρκα μήπως μπορέσω να χτυπήσω κάποια / κάποιον ζαργάνα / ματσό να περάσω καλά και ό,τι προκύψει...

  1. - Θα έρθεις να πάμε για ψάρεμα; - Άσε έχω σπαρίλες σήμερα... άλλη φορά. Πάρε τον Ντίνο... άντε και καλό ψάρεμα! - Είσαι άσχετος! Και μας την σπας και μας γρουσουζεύεις...

  2. Θα ψαρέψω την Γωγώ να μάθω τι έγινε εχθές με τον Πέτρο και θα σε ενημερώσω πάραυτα!!

  3. Μην έχεις εμπιστοσύνη στον Χρήστο. Είναι τσουτσέκι και ψαρεύει στα θολά αλλά θα φάει καλά γιατί πίσω έχει η αχλάδα την ουρά...

  4. Γεια σου Λίλιαν... ψάρεψες κάτι καλό εχθές στο μπαρ; Εγώ έβγαλα από τα δίχτυα μου ένα καλό λαβράκι... και ωραίος και ματσό!!

(από Vrastaman, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γέννηση στα καλιαρντά... δηλαδή το χέσιμο του αιδοίου (του μουτζού)...

Ε, η περιφρόνηση είναι προφανής.

Λέγεται και μπέρθα.

θα είμαι καρμπονέ με την αδελφή μου στο μπερθομπαρότσαρδο γιατί μουτζοχέζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκατό στα καλιαρντά. Γνωστό και ως κουλ-κουλ

Ο Πετρόπουλος υποθέτει οτι προέρχεται ή από το τουρκικό kule (πύργος) ή από το Ιταλικο culo (πάτος).

Επίσης χρησιμοποιείται και ως έκφραση: «κουλά»! (σκατά, τρίχες!)

Τα έφτιαξες με λατσομπουριάρη τζαζμπερντεροπουρό; Μμμμ τι μας λες! Κουλά ντε Παρί!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το παιχνίδι. Προέρχεται από το ιταλικό giocco (βλ. αγγλικά joke).

Σημειώστε ότι «αβέλω τζόκα» = παίζω, αλλά «βουέλω τζόκα» = φιλώ.

Να οι µπράτες, να τα κουταλιάσµατα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει «ακούω» και βγαίνει από το «όκι» (δηλαδή αυτιάζω).

Επίσης λέγεται και λουπάρω.

Με οκιάζεις που μπενάβω;;;

ΟΚΙ (από GATZMAN, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπισκότο στην Καλιαρντή σήμαινε τον χουντικό, απλό υποστηρικτή του δικτάτορα ή/και χαφιέ. Η σημασία προέκυψε συνειρμικά από τα μπισκότα Παπαδοπούλου.

Η λέξη πριν το ’67 ήταν μπισκοτότεκνο και σήμαινε τον αξιαγάμητο στρατιώτη, το λόμπα. Ο στρατός γενικότερα ελεγχόταν από επίδοξους χουνταίους. Όταν μας έκατσε λοιπόν ο φλεγόμενος φοίνικας, η λέξη μπισκότο αυτονομήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των ομοφυλόφιλων, πολλοί απ’ τους οποίους φύσει και θέσει ήταν αντικαθεστωτικοί. Με τη μεταπολίτευση και κυρίως μετά το ’81 η λέξη περιέπεσε σε αχρησία. Στο μεταξύ οι ομοφυλόφιλοι οργανώθηκαν (ΑΚΟΑ) και το ’78 κυκλοφόρησαν ένα από τα πιο προχώ περιοδικά (ΑΜΦΙ), που έφεραν τους ομοφυλόφιλους κοντά στο ενεργό και ανήσυχο φοιτητικό (και όχι μόνο) κίνημα της αμφισβήτησης. Κατηγορήθηκαν για ελιτισμό-Βελτσισμό από αντίπαλη ομάδα, με το περιοδικό Κράξιμο και το ’88 το ΑΜΦΙ σταμάτησε να κυκλοφορεί. Κι οι χαφιέδες έπιασαν αλλού δουλειά.

Σχετικό γλωσσάρι:

κατσικέ: ο αριστερός
ναψιάρης: το καρφί, ο καταδότης, ο κουτσομπόλης, ο σπιούνος (ίσως εκ του αναψιάρης
προβατέ: ο δεξιός
τζασροβεσπάκης: ο φασίστας

Δε γνωρίζω αν οι νεότεροι ομοφυλόφιλοι επινόησαν ξανά τη λέξη μπισκότο (ως κολομπαράς) από τα El bisko (o Xότζας ίσως μας διαφωτίσει).

Βλ. επίσης μπισκότο, τα cookies στον κομπιούτορα.

Πηγή: Πετρόπουλος και πρωτογενής έρευνα.

H Πάολα και ο Μητσάρας σε αφισοκόλληση κάπου το ’80, μεσάνυχτα, ο Μητσάρας κολλάει κι Πάολα κάνει τον τσιλιαδόρο σιγομουρμουρίζοντας το εξής:

“Πω-πω-πω μια ευκαιρία
Ψηφίστε Μανολία
Να’ χει ο δρόμος δυο τζουρά (ουρητήρια-ψωνιστήρια)
Και όχι υπουργεία,
Να πηγαίνουν οι αδερφές
Να δικέλουν σερμελιές (να κόβουν μπαργαλάτσους)
Και ν’ αβέλουν τις μπαρές” (να διαλέγουν τους χοντρούς)
(Πετρόπουλος)

Μητσάρας: “Σιγά ρε, κι οι τοίχοι έχουν αφτιά”.
Πάολα: “Παντού μπισκότα...”
Και μετά από λίγο η Πάολα λέει βραχνά: “Τζάσε Μητσάρα, μπισκότο, μπισκότοοο!”

αυτό λες μάλλον... (από BuBis, 30/09/09)Ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται! (από Khan, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοκαλιαρντὴ πεζοτραγουδικὴ ἔκφρασι, ποὺ σημαίνει ὅτι μᾶς ἔχουνε ρημάξει στὶς ὑποσχέσεις (συμπεριλαμβανομένων ὑπονοουμένων), ὅτι θὰ γαμήσουμε, ἀλλὰ τίποτε δὲν γίνεται. Ἡ ἄλλη πλευρὰ τὸ πάει ὅλο «γύρω-γύρω νἄρχεται, καὶ μέσα νὰ μὴ μπαίνῃ».

Δὲν τὴν ἄκουσα ποτὲ σὲ γνήσιο καλιαρντὸ πλαίσιο, μόνο ἀπὸ ἡμιμαθεῖς μικροαστοὺς ψευδομπενάβοντες.

Γλωσσάριο

Ἀβέλω: γενικὸ ρῆμα τῆς καλιαρντῆς, περὶπου ὅπως τὸ get τῆς ἀγγλικῆς, καὶ βάλε.
Κουραβέλω: γαμάω
νάκα: τίποτε

*Assist: popaoua από ΔΠ*

Ὅλο ἄβελε κουράβελε, καὶ κουραβέλα νάκα μᾶς τὸ πᾶνε τὰ κορίτσια. Μπάς καὶ μᾶς κοζάρανε γιὰ βοσκούς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουτέστιν, είμαι πανευτυχής στα καλιαρντά.

Οι γνώμες διίστανται για την ερμηνεία του πλουτς.

  • Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι παραπέμπει ηχομιμητικά στο πλάτσα-πλούτσα του καρφοκωλιάσματος.
  • Λιγότερο πρωκτικά εγκρατείς μελετητές διακρίνουν αναφορά στην ηδονή ενός ξεγυρισμένου χεσίματος, όπου το πλουτς συμβολίζει την προσθαλάσσωση κουράδας.
  • Τέλος, ο Ηλίας Πετρόπουλος αποδίδει το πλουτς στον παφλασμό της θάλασσας για όποιον «αβέλει σε πελάγη ευτυχίας».

- Ο Πέρι μούστειλε καρτ-ποστάλ από το Κέντρο Εναλλακτικής Ιατρικής στο Γαμουσούκρο.
- Έλα βρε Λίλιαν, τι γυρεύει στην Ακτή Ελεφαντοστού η τσαγιέρα; - Κάνει υδροθεραπεία του παχέος εντέρου με τον Πιερ. Αλλά μάλλον μαθαίνει και την γλώσσα, γιατί μου γράφει κάτι ακαταλαβίστικα «αβέλω πλουτς» κιέτσ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified