Κυριολεκτικά (και διεκπεραιωτικά, μπας και διαβάζει κανείς διαφορετικής κουλτούρας):

(Σαν επίθετο –ος –α -ο): Ό,τι τοποθετείται επάνω στον τάφο/ό,τι γίνεται στον τάφο κατά την ταφή/η εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται τη Μεγάλη Παρασκευή (αλλά και τμήμα της).

(Σαν ουσιαστικό): Το άμφιο με την εικόνα της κήδευσης του Χριστού/το ειδικό κουβούκλιο που κάργα ανθοστολισμένο φέρει αυτό το άμφιο κατά τη Μεγάλη Παρασκευή και περιφέρεται αργά στους δρόμους των κατά τόπους εκκλησιαστικών ενοριών ακολουθούμενο από λιβανίζοντες ιερείς, νεαρές παρθένες που ψάλλουν και από πλήθος πιστών με αναμμένα κεράκια στα χέρια (αλλά και η ίδια η περιφορά).

Παίζουν σαν παρομοιώσεις:

1. Η έκφραση Πιο αργός κι από Επιτάφιο κι οι σχετικές τονίζουν το υπερβολικά αργό της κίνησης, δράσης κάποιου. βλ. σχ. του Khan, βλ. σχ. του electron, κι εδώ.

Συνώνυμα: πιο αργά από την καθυστέρηση, πιο αργός κι από ριπλέι βλ. σχ. του allivegp, πιο αργός κι απ' τον θάνατο.

2. Οι εκφράσεις Στολισμένη/Ντυμένη σαν Επιτάφιος τονίζουν το υπερβολικό (που αγγίζει το κιτς) της εμφάνισης (συνήθως) κάποιας βλ. πχ του Hodjas.

Σχετικά τα: Ντύθηκε ρεβεγιόν/Χόλυγουντ/ υπερπαραγωγή.

3. Οι εκφράσεις Μυρίζει Επιτάφιο» κι οι σχετικές (και σαν σφόλια) τονίζουν το υπερβολικά έντονο και βαρύ του αρώματος που φορά κάποιος.

Συνώνυμα: Μυρίζει/βρωμά θυμίαμα/λιβάνι/ πατσουλί.

4. Λέγεται απαξιωτικά για κτίρια, κατασκευές, οχήματα και ο,τιδήποτε μπορεί να στολιστεί/διακοσμηθεί και ειδικότερα να φωτιστεί, σημαίνοντας ότι ο διακοσμητής το παράχεσε.

Συνώνυμα: Το ‘κανε λατέρνα/χριστουγεννιάτικο δέντρο».

Πιο σλανγκικά σημαίνει:

5. Αυτόν που με τις αυθαίρετες ενέργειές του βάζει οριστικό τέλος (ταφόπλακα – επιτάφιο λίθο) στις ελπίδες κάποιου άλλου να πετύχει κάτι.

6. Κίναιδος συνοδευόμενος από ωραία και καλοντυμένα τεκνά, (sic απ’ τa Πετροπούλεια «Καλιαρντά»)

7. Κουστωδία του καθηγητή ή διευθυντή κλινικής με τους επιμελητές, βοηθούς και λοιπούς κομπάρσους που βγαίνουν μπουλουκοειδώς για ιατρική επίσκεψη, έτσι που να υποβάλλεται η εντύπωση φανταχτερής, μεγαλόπρεπης και υψηλής επιστήμης (sic από το Ν. Παπαγιάννη στa Πετροπούλεια «Καλιαρντά» αναφερόμενο σε ιατρικά σινάφια, σχολιάζοντας την ομοιότητα με το 6.).

Δεν αποκλείω καθόλου το να χρησιμοποιείται και σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις.

8. Οποιαδήποτε συγκέντρωση ατόμων σε πορεία (κυρίως διεκδικητική - συνδικαλιστική) που της λείπει ο αυθορμητισμός, ο αυτοσχέδιος παλμός κι η συνεπακόλουθη ζωντάνια. Με ειλικρινή κι άπειρη τρυφερότητα (έχοντας πλήρη συνείδηση, δέος και –γιατί όχι;- φόβο του τι επέρχεται σε όλους μας) σχολιάζονται έτσι οι πορείες συνταξιούχων.

Σε λοιπές περιπτώσεις αποτελεί απαξιωτικότατο χαρακτηρισμό και μομφή.

  1. (σημασία 1) «…ρε μάγκες, μπαίνω στο ίντερνετ αυτήν την στιγμή με το κινητό μου σαν μόντεμ, και το πρόγραμμα 1 ευρώ τη μέρα... βολεύει (οικονομικά τουλάχιστον) το προγραμματάκι…., γιατί πραγματικά είναι απεριόριστο, όμως, οι ταχύτητες ρε παιδιά... πολύ επιτάφιος...»

  2. (σημασία 1, επίσης) «…Τώρα πάντως, για να τα λέμε όλα, και αυτός Ζ… δεν έχει το Θεό του. Η ομάδα - απόντος του Γ… - παίζει χωρίς άκρα και αυτός θέλει λέει να του πάρουν βαρύ φορ και «δεκάρι». Να γίνει δηλαδή η ομάδα από αργή, επιτάφιος…»

  3. (σημασία 3) «…Θα προτιμήσω κάτι σε άοσμο BALM λόγω ευαίσθητης επιδερμίδας, αλλά και λόγω του ότι δεν θέλω η κολόνια μου να μπερδεύεται με το άρωμα του after shave και μετά να μυρίζω σαν επιτάφιος…»

  4. (σημασία 4) «…Έχει γεμίσει ledάκια παντού, και από κάτω από το αμάξωμα αυτές τις φωτεινές ράβδους μπλε και φουξ. Δεν σας λέω τίποτα. Επιτάφιος σκέτος. Ο περίγελος της πόλης...»

  5. (σημασία 5) «..Επιτάφιος ήταν ο χαρακτηρισμός που έδωσε στον Π… Κ… Ελλαδίτης καθηγητής διαιτησίας για την εμφάνιση που έκανε πρόσφατα διαιτητεύοντας παιχνίδι του ΠΑΟΚ στην Τούμπα…»

  6. (σημασία 5, επίσης) «…Όμως αυτή τη φορά ο Π… Κ… έγινε στην κυριολεξία ο Επιτάφιος της Σαλαμίνας, θάβοντας κάθε προσπάθεια της Βαρωσιώτικης ομάδας για διάκριση στη φετινή χρονιά…» (όλα απ' το δίχτυ)

  7. (για τις σημασίες 6 & 7) Βλ. μήδια (ό,τι πιο κοντινό βρήκα στο δίχτυ)

  8. (σημασία 8) «…Σε τι ωφελεί λοιπόν αυτός ο επιτάφιος; (αναφέρεται σε άριστα περιφρουρούμενη πορεία) Να θυμόμαστε πως ίσως κάποια μέρα έρθει η ανάσταση; Να τιμούμε το σώμα των εργατών που κρεμάστηκε με τα καρφιά του μνημονίου; Να κουβαλάμε για λίγο στο σταυρό όλοι μαζί όπως κάνουν σε κάποιες χώρες στη θρησκευτική ιεροτελεστία της σταύρωσης για να εκστασιαζόμαστε (μη πω καμιά άλλη λέξη) ένα τέταρτο και μετά πάλι τα κεφάλια μέσα;…» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός για το «η τηλεφωνική γραμμή είναι κατειλημμένη». Επειδή όταν μιλάμε (και δεν έχουμε αναμονή), κάνει αυτό το μονότονο μπιπ μπιπ μπιπ που θυμίζει και καλά βουητό.

Χρησιμοποιείται απρόσωπα. Όταν λέμε «βουίζει» δεν εννοούμε ο ομιλητής, αλλά η γραμμή, «το τηλέφωνο».

Συνώνυμο: «μιλάει» (απρόσωπο πάλι)

  1. - Μίλησες με τη μικρή; Τι σου είπε;
    - Δεν τα κατάφερα, το έχει καβαλήσει, βουίζει.

  2. Προσπαθώ εδώ και 2 εβδομάδες να επικοινωνήσω με την επιθεώρηση εργασίας για να κάνω μερικές ερωτήσεις. Όλη την ημέρα βουίζει το τηλ τους και μετά τη 13.30 δεν το σηκώνουν. (από το νετ)

  3. η ιστοσελίδα του ΑΣΕΠ είναι για κλάμματα. Γενικά η αναζήτηση με κριτήρια δεν παίζει πουθενά, σε λίγες μόνο περιπτώσεις.
    Επίσης το τηλέφωνο του ΑΣΕΠ 2131319100 ΠΑΝΤΑ ΒΟΥΙΖΕΙ....
    (από το νετ)

Got a better definition? Add it!

Published

Κουράστηκα, τα παράτησα, δεν θέλω να ασχοληθώ άλλο.

H φράση μπορεί να φανερώνει κούραση και απελπισία λόγω εργασίας ή μιας καλής αλλά ανθυγιεινής διασκέδασης. Παρόμοιες φράσεις είναι και οι:

Το εμφανές νόημα της φράσης είναι ότι έχω πεθάνει-είμαι νεκρός-τα έχω τινάξει τα πέταλα, οπότε το να συνεχίσω να μπλέκομαι στην οποιαδήποτε ασχολία είναι πια φύσει αδύνατο. Είναι ουσιαστικά το κύκνειο άσμα μιας δραστηριότητας που μπορεί να μας αφήνει πικρή (βλ. παρ.1) ή και, κάποιες φορές, γλυκιά γεύση (βλ. παρ.2).

  1. - Εντάξει μαλάκα, αυτήν την αναφορά δεν προλαβαίνω να την τελειώσω μέχρι αύριο.
    - Σιγά την δουλειά ρε ποντίκι!
    - Ε τότε κάν' την εσύ!
    - Εγώ; Τι λες ρε ψαρά; αναφορά; ο παλιός;
    - Δεν κάνω τίποτα και στ' αρχίδια μου, από το πρωί τρέχω. Έχω παραδώσει πνεύμα...

2.- Κώστα, κοίτα τον Μιχάλη.
- Μα καλά, πόσο ήπιε;
- Μια θάλασσα.
- Μιχαάληηηη! Μιχαλαάκηηηη!
- Κουνιέται;
- Μπα. Παρέδωσε πνεύμα. Καλό το πιώμα, αλλά να τον δω με τι κεφάλι θα ξυπνήσει αύριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση η οποία ανήκει εις την γλωσσική οικογένεια των καλιαρντών και η οποία ακολουθεί τη γενικότερη γλωσσοπλαστική κατεύθυνση του εν λόγω λεξιλογίου. Κατ' ουσία η έκφραση αυτή αποτελεί κατάρα που συνήθως αποδίδεται σε νεαρές κορασίδες, αλλά και σε άτομα του ετέρου φύλου σημαίνοντας την αδυναμία κατάκτησης κάποιου στόχου, την αδυναμία ευρέσεως κάποιου ποθητού αντικειμένου.

Πέραν της μεταφορικής χρήσεως της, η έκφραση χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά σε περίπτωση που κάποια ψωνισμένη (προφανώς, αλλιώς δεν εξηγείται) γκόμενα μας δώσει πασαπόρτι και εμείς με επιδεικτικό τρόπο τις μεταφέρουμε τις ευχές μας με αυτόν τον ευχάριστο γλωσσικό τρόπο.

Ενίοτε συνοδεύεται από κάποιον επιθετικό προσδιορισμό αρνητικής σημασίας, το οποίο δίνει μεγαλύτερη ένταση στη κατάρα.

  1. -Έλα ρε ψηλέ κάνε μου τη χάρη και φτιάξε το pc. -Ρε δικέ μου σου λέω δεν έχω χρόνο ούτε να ρελιάρω. -Που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο μαλάκα ψηλέ!

  2. -Ρε μωρό γιατί μου ζητάς να χωρίσουμε, μόλις που γνωριστήκαμε, δε με ξέρεις καθόλου για να μου λες ότι δε σου αξίζω. -Είπα Τ Ε Λ Ε Ι Ω Σ Α Μ Ε! -Που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο παλιομαλάκω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ ἔμμηνος ρῦσις στὰ καλιαρντά.

Στὴν παραστατικότατη αὐτὴ λέξι ἀνακατεύεται παρετυμολογικῶς ὁ κο(υ)μμουνισμός, τὸ μουνὶ καὶ τὰ σκέλη! Πρβλ. καὶ ξενικὲς συσχετίσεις κομμουνισμοῦ καὶ ἐμμήνων στὶς ἐκφράσεις «the russians are coming» ἢ «the reds are here».

Ἄλλες λέξεις τοῦ λουμποταραφίου γιὰ τὰ ἔμμηνα εἶναι: Τὸ ἐπίσης παραστατικότατο μουνόπασχαμουτζόπασχα, προφανοῦς ἐτύμου, ρουζόσκελη ἢ ρουτζόσκελο (ἀπὸ τὸ γαλλικὸν rouge καὶ σκέλη, πρβλ. ἔκφρασι «she has the red flag») καὶ ἡ καραφροδιτόστασι (στάσι τῆς καραφροδίτης: παῦσι τῶν σεξουαλικῶν σχέσεων τῆς πόρνης, λόγῳ τῶν ἐμμήνων).

Οἱ λέξεις αὐτὲς ἀναφέρονται ὑπὸ τῶν κιναίδων πάντοτε μὲ ἀηδία καὶ μόνο χαμηλοφώνως, σὲ κατ' ἰδίαν σχολιαστικὲς συζητήσεις. Δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ τοῦ συρμοῦ καὶ τοῦ δρόμου, οὔτε ἔχουν χρησιμοποιηθῆ ποτὲ γιὰ κράξιμο, διότι ἁπλῶς οἱ λέξεις αὐτὲς δὲν τοὺς ἀφοροῦν, ἢ ἄντε νὰ ἀφοροῦν κανένα μπινέ (βλ. σχόλιό μου ἐκεῖ).

- Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μπούτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα.

"Επισκεφτείτε την Σοβιετική Ένωση πριν σάς επισκεφτεί εκείνη" λέγαμε κάποτε... (από Vrastaman, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουτέστιν, είμαι πανευτυχής στα καλιαρντά.

Οι γνώμες διίστανται για την ερμηνεία του πλουτς.

  • Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι παραπέμπει ηχομιμητικά στο πλάτσα-πλούτσα του καρφοκωλιάσματος.
  • Λιγότερο πρωκτικά εγκρατείς μελετητές διακρίνουν αναφορά στην ηδονή ενός ξεγυρισμένου χεσίματος, όπου το πλουτς συμβολίζει την προσθαλάσσωση κουράδας.
  • Τέλος, ο Ηλίας Πετρόπουλος αποδίδει το πλουτς στον παφλασμό της θάλασσας για όποιον «αβέλει σε πελάγη ευτυχίας».

- Ο Πέρι μούστειλε καρτ-ποστάλ από το Κέντρο Εναλλακτικής Ιατρικής στο Γαμουσούκρο.
- Έλα βρε Λίλιαν, τι γυρεύει στην Ακτή Ελεφαντοστού η τσαγιέρα; - Κάνει υδροθεραπεία του παχέος εντέρου με τον Πιερ. Αλλά μάλλον μαθαίνει και την γλώσσα, γιατί μου γράφει κάτι ακαταλαβίστικα «αβέλω πλουτς» κιέτσ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοκαλιαρντὴ πεζοτραγουδικὴ ἔκφρασι, ποὺ σημαίνει ὅτι μᾶς ἔχουνε ρημάξει στὶς ὑποσχέσεις (συμπεριλαμβανομένων ὑπονοουμένων), ὅτι θὰ γαμήσουμε, ἀλλὰ τίποτε δὲν γίνεται. Ἡ ἄλλη πλευρὰ τὸ πάει ὅλο «γύρω-γύρω νἄρχεται, καὶ μέσα νὰ μὴ μπαίνῃ».

Δὲν τὴν ἄκουσα ποτὲ σὲ γνήσιο καλιαρντὸ πλαίσιο, μόνο ἀπὸ ἡμιμαθεῖς μικροαστοὺς ψευδομπενάβοντες.

Γλωσσάριο

Ἀβέλω: γενικὸ ρῆμα τῆς καλιαρντῆς, περὶπου ὅπως τὸ get τῆς ἀγγλικῆς, καὶ βάλε.
Κουραβέλω: γαμάω
νάκα: τίποτε

*Assist: popaoua από ΔΠ*

Ὅλο ἄβελε κουράβελε, καὶ κουραβέλα νάκα μᾶς τὸ πᾶνε τὰ κορίτσια. Μπάς καὶ μᾶς κοζάρανε γιὰ βοσκούς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπισκότο στην Καλιαρντή σήμαινε τον χουντικό, απλό υποστηρικτή του δικτάτορα ή/και χαφιέ. Η σημασία προέκυψε συνειρμικά από τα μπισκότα Παπαδοπούλου.

Η λέξη πριν το ’67 ήταν μπισκοτότεκνο και σήμαινε τον αξιαγάμητο στρατιώτη, το λόμπα. Ο στρατός γενικότερα ελεγχόταν από επίδοξους χουνταίους. Όταν μας έκατσε λοιπόν ο φλεγόμενος φοίνικας, η λέξη μπισκότο αυτονομήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των ομοφυλόφιλων, πολλοί απ’ τους οποίους φύσει και θέσει ήταν αντικαθεστωτικοί. Με τη μεταπολίτευση και κυρίως μετά το ’81 η λέξη περιέπεσε σε αχρησία. Στο μεταξύ οι ομοφυλόφιλοι οργανώθηκαν (ΑΚΟΑ) και το ’78 κυκλοφόρησαν ένα από τα πιο προχώ περιοδικά (ΑΜΦΙ), που έφεραν τους ομοφυλόφιλους κοντά στο ενεργό και ανήσυχο φοιτητικό (και όχι μόνο) κίνημα της αμφισβήτησης. Κατηγορήθηκαν για ελιτισμό-Βελτσισμό από αντίπαλη ομάδα, με το περιοδικό Κράξιμο και το ’88 το ΑΜΦΙ σταμάτησε να κυκλοφορεί. Κι οι χαφιέδες έπιασαν αλλού δουλειά.

Σχετικό γλωσσάρι:

κατσικέ: ο αριστερός
ναψιάρης: το καρφί, ο καταδότης, ο κουτσομπόλης, ο σπιούνος (ίσως εκ του αναψιάρης
προβατέ: ο δεξιός
τζασροβεσπάκης: ο φασίστας

Δε γνωρίζω αν οι νεότεροι ομοφυλόφιλοι επινόησαν ξανά τη λέξη μπισκότο (ως κολομπαράς) από τα El bisko (o Xότζας ίσως μας διαφωτίσει).

Βλ. επίσης μπισκότο, τα cookies στον κομπιούτορα.

Πηγή: Πετρόπουλος και πρωτογενής έρευνα.

H Πάολα και ο Μητσάρας σε αφισοκόλληση κάπου το ’80, μεσάνυχτα, ο Μητσάρας κολλάει κι Πάολα κάνει τον τσιλιαδόρο σιγομουρμουρίζοντας το εξής:

“Πω-πω-πω μια ευκαιρία
Ψηφίστε Μανολία
Να’ χει ο δρόμος δυο τζουρά (ουρητήρια-ψωνιστήρια)
Και όχι υπουργεία,
Να πηγαίνουν οι αδερφές
Να δικέλουν σερμελιές (να κόβουν μπαργαλάτσους)
Και ν’ αβέλουν τις μπαρές” (να διαλέγουν τους χοντρούς)
(Πετρόπουλος)

Μητσάρας: “Σιγά ρε, κι οι τοίχοι έχουν αφτιά”.
Πάολα: “Παντού μπισκότα...”
Και μετά από λίγο η Πάολα λέει βραχνά: “Τζάσε Μητσάρα, μπισκότο, μπισκότοοο!”

αυτό λες μάλλον... (από BuBis, 30/09/09)Ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται! (από Khan, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει «ακούω» και βγαίνει από το «όκι» (δηλαδή αυτιάζω).

Επίσης λέγεται και λουπάρω.

Με οκιάζεις που μπενάβω;;;

ΟΚΙ (από GATZMAN, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το παιχνίδι. Προέρχεται από το ιταλικό giocco (βλ. αγγλικά joke).

Σημειώστε ότι «αβέλω τζόκα» = παίζω, αλλά «βουέλω τζόκα» = φιλώ.

Να οι µπράτες, να τα κουταλιάσµατα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified