Further tags

Η γυναίκα, σε αντιδιαστολή με τον μονότρυπο γκέουλα. Καλιαρντίζων σεξισμός, ο δεύτερος απαξιωτικότερος για την γυναίκα μετά το νέτο-σκέτο τρύπα.

Από το δουπού: patsis.

Όμως, ο πούστης- όπως τον αποκάλεσε καταδηλωτικά ο εντολοδόχος του- παραδόξως τα έβαλε με τη λεσβία την Εύη! Κάνε στην άκρη, κυρά μου δίτρυπη, της είπε, εμείς θα τα βρούμε με το παλικάρι εδώ! Αυτή η βρισιά, το δίτρυπη, μου έμεινε από τότε ως ό,τι πιο υποτιμητικό και αδιάντροπο είχα ακούσει για τη γυναικεία ύπαρξη! (εδώ)

(από σφυρίζων, 24/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γέρος στα καλιαρντά, προφ εκ των σκέλη και σάλιαγκας. Πρβλ. και σαλιγκαροψώλης.

  1. Από το παράδειγμα του Αίαντος στο σικ ρανζέ οριεντάλ:

Πρὰνς πουλοβιδώθηκε ὁ πουρόπουρος τῆς Λουλοῦς· ἐβούελε μαντὰμ μπεναβία μὲ τὴ λουμπέσκω τὴν ἄλλη, ποὺ τὸν σουκροντίκελε. Σταπίκολα μᾶς μπέναψε καὶ ποεζίες. Μποὺτ λατσὸς καὶ σὶκ ρανζὲ ὀριεντὰλ ὁ σκελοσάλιαγκας.

Τουτέστιν:
Παραδίπλα κάθησε ὁ παποῦς τῆς Λουλοῦς· γούσταρε κουβεντοῦλα μὲ τὴν ἄλλη τὴν πούστρα, ποὺ τὸν γλυκοκοίταζε. Μετὰ μᾶς ἀπήγγειλε καὶ ποιήματα. Πολὺ ὡραῖος καὶ λόγιος (διαβασμένος) ὁ γέροντας.

  1. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, είναι ο γέρος, ο γεροτραχανάς. Προέρχεται από το γεγονός ότι, -παλιότερα κυρίως-, ο τραχανάς ήταν ένα εύκολο φαγητό για τους ηλικιωμένους που είχαν χάσει τα δόντια τους.

  1. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος -άσχετα αν είναι ένας γεροτραχανάς που έχει ξεχάσει το κολύμπι- δίνει καθημερινά το παρών στην πισίνα των φυλακών, σε μια προσπάθεια να ξεχάσει το δράμα της ζωής του που τον κρατάει μακριά από την πολυαγαπημένη του Βίκυ Σταμάτη. (Εδώ).

  2. Καλιαρντή χρήση αποκατέ:
    Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παπάς, ο ιερέας στα καλιαρντά εκ των βακουλή (= Εκκλησία) και πουρός.

Το βακουλή χρησιμοποιείται σε πολλές λέξεις της καλιαρντής που σχετίζονται με την Εκκλησία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) αναφέρει ως πιθανή ετυμολογία την προέλευση από τα αβάς (abbé στα γαλλικά) και kule = πύργος στα τουρκικά.

Ο δεύτερος, σπούδασε μαθηματικός ο Μιχάλης, ήσυχο παιδί, μαζεμένο, του Θεού. Της προσευχής και της μετανοίας. Τα κατάφερε αυτός, διορίστηκε, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πέφτει το παραδάκι, ασφαλίστηκε, έκανε και μια λατσή κρεμάλα με μια μούτζα με μπερντέ, τη νύφη μου, τη Γαρυφαλλιά. Η νύφη μου είναι ψυχικιάρα, του «Κυργιελέησον» κι αυτή και με συμπονά. Τα πάμε καλά, μου στέκεται στα δύσκολα. Στο τέλος έγινε παπάς το θεόπαιδο. Τρία αδέρφια, το καθένα κι άλλο μπαϊράκι. Ο πρώτος, καππακάππας, ο δεύτερος, βακουλοπουρός, ο τρίτος, καραλούγκρα. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομμουνιστής στα καλιαρντά, ή, όπως εξηγεί ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο, ο κόκκινος δημοκράτης, εκ του ρόζος = κόκκινος (< ροζί < γαλλικό rouge ή ιταλικό rosa = τριαντάφυλλο) και του ροβεσπάκης < Robespierre.

Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο colggate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 08/10/13)(από Khan, 18/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο το συνδέει με το τουρκικό ασίκης.

  1. Με παίρνει που λες το γαργαρότεκνο που νταραβερίζομαι τελευταία στο τηλέφωνο προψές και μου λέει:
    -Μαρινάκι, λιακάδα έχει έξω πάμε για καφέ;
    -Να πάμε, του λέω γιατί είχαμε περάσει και καλά το προηγούμενο βράδυ με του λόγου του. Με νοείται!!!!
    -Που θες ομορφιά μου να πάμε για καφέ; τονε ρωτάω
    -Πεθύμισα Μοναστηράκι, μου λέει. Χαλάω εγώ χατήρι; Δε του χαλάω γιατί είναι και ασούξης παναθεμάτονε!!!
    Που να μην έσωνα που τούπα το ναι για το Μοναστηράκι. Γιατί εγώ είπα θα πάμε εκεί, ήσυχα θάναι, μια χαρά καφέ θα πιούμε. Μα τι στο διάολο; Πόσους ακόμα είχε πάρει τηλέφωνο να πάνε για καφέ στο Μοναστηράκι; Τρία μύρια κόσμος ήτανε εκεί. Τη θυμάσαι εκείνη τη πλατεία, πως τηνε λέγανε που είχαν μαζευτεί κάτι μύρια σκουρόχρωμοι ανθρώποι και διαδηλώνανε; Ταρχίρ τη λέγανε; Ταχρίρ τη λέγανε; Τέσπα κάπως έτσι τηνε λέγανε. Ε, εκεί πιο ήσυχα ήτανε!!! (Αποκατέ).

  2. Ο άλλος τύπος νευρίασε και ήταν έτοιμος να της ρίξει καμιά ταλιροκατάρα της σουφροπουρής τσατσάς αλλά σαν ασούξης σηκώθηκε κι έφυγε κι αυτός. (Απομπουρντελέ).

  3. Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο Colgate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… [...] Υστεροσκριβού: Τιποτα από αυτά που είναι γραμένα παραπάνω δεν είναι αλήθεια.
    Πάω τώρα γιατί έχω να ετοιμάσω αμπελομπομπίτσες. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το μπόντι που σημαίνει σώμα και το μεγεθυντικό καρα-, είναι η κορμάρα, η σωματάρα, ήτοι το γυμνασμένο λατσότεκνο στα καλιαρντά. Μοιάζει παρεμπίπταμπλυ και με το μποντέος / μπονταίος.

  1. «Η Σαλονίκη είναι καραμποντού, γεμάτη απ' το ερωτικότερο τρεμόζουμο». (Δήλωση του Ηλία Πετρόπουλου για την ερωτική πόλη αποκατέ).

  2. Η καραμποντού θέλει καραμποντού και όλα τα άλλα εγώ τα ακούω βερεσέ. Και καλά κάνει, δηλαδή, δεν το παρεξηγώ καθόλου. [...]
    Το κακό με τις καραμποντούδες, όμως, είναι που είναι και προκλητικές! Με τον πλέον φυσικό τρόπο, σου λένε ότι δήθεν σαβουριάζουν τα πάντα και ότι ποτέ μα ποτέ δεν πήραν στη ζωή τους ούτε μια πρωτεινη. Καλά τώρα… και όλοι εμείς, που έχει σιχαθεί η ψυχή μας το ψητό με τα λαχανικά και πάμε και στα γυμναστήρια, γιατί ντρεπόμαστε να βγούμε στις πλαζ; Που μια φορά πήγα στα βαθιά σε ένα νησί του Αιγαίου κι έκανα τον ξερό και να ‘σου έρχεται μια τουρκική ακταιωρός, κατεβαίνουν κάτι κομμάντα και μου έβαλαν μια σημαία στο κεφάλι! Με είχαν περάσει για βραχονησίδα. Των Ιμίων κόντεψε να γίνει! (Καραμποντούδες ή περί ματαιότητος).

  3. - Καλέ, εκείνη η τσαούσα που έρχεται τις Κυριακές και θέλει μιζ αν πλι η τσουράπω…που τα είχε με εκείνη την καραμποντού από το γυμναστήριο απέναντι.
    - Αααα, τώρα κατάλαβα. Αλλά δεν ήξερα ότι τα είχε με εκείνο το αγλαροτεκνό. (Αποκατέ).

  4. Λατσάβελες καραμποντού στο πρεζαντέ. (Από )

(από Khan, 12/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Από το στερητικό και το καγκουρή που στα καλιαρντά σημαίνει μύτη, είναι η ανέγγιχτη, η αμύριστη, και μεταφορικά η παρθένα (βλ. τα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου).

  1. Πάντως είναι γκόντα και μοιάζει και γατουλογαμούλης, παρά τα μούσκουλα και την κόντρα ξούρα στο στέρνι. Αχ, το καλύτερο τεκνό μας πήρε μέσα από τα χέρια.
    Παγκρολατσεφτρα. Αυτό ξαναπέστο. Τον τύλιξε η κουροβαλμένη, τον άβελε στη βράκα της η βιδομπλαντορούφα, που μας το έπαιζε και ακαγκούρωτη. Που είχαν βαρεθεί να τη βλέπουν στου Συγγρού με την ελκοαφρόδω της να έχει φτάσει ως τα μπούνια. (Αποκατέ).

  2. αντε μωρη ακαγκούρωτη που μιλάς κιόλας.... (Αποκατέ).

Αποκάλυψη της ετυμολογίας (από Khan, 06/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γοητευτικός κομψευόμενος άνδρας στα καλιαρντά.

Μπαίνω στο ίντερνετ και διαπιστώνω πως οι μισοί από τους τζιναβωτούς ζητάνε sadomazo παιχνίδια και ψάχνονται, επειδή ντρέπονται να τα αναζητήσουν στα φανερά. Κουλό έτσι;
Οι φίλες μου ανησυχούν για μένα και το θλιβερό είναι πως δεν σκέπτονται ποτέ ότι ο γκούρμπαντος, ήρεμος ευγενικός δανδής, που πίνει το ποτό του χαλαρά απέναντι τους στο bar, είναι ένας εν δυνάμει πολύ πιο επικίνδυνος τύπος, αφού ποτέ του δεν έχει εκφράσει την βία που το sex εμπεριέχει σαν έννοια στα φανερά. Αν δεν είναι αυτό κουλό... τότι τι είναι;

Γιατί του να είναι ο σκλάβος μου στα τέσσερα, με ένα φίμωτρο στο στόμα, τρώγοντας από ένα μπολάκι σκύλου, θεωρείται μεγαλύτερη υποβίβαση της αξιοπρεπείας, από τις ανυπόφορες ζήλιες ενός νταλκαρέτεκνου εραστή και από τα θλιβερά κλαψουρίσματα του στο τηλέφωνο μου την νύχτα και από την υποχρέωση μου να βγω απαραίτητα έξω μαζί του το Σαββατόβραδο ή να μη ξενοκοιτάξω ποτέ, γιατί ο καρα-vanillas μου θα πάθει ένα εγκεφαλικό ντελίριο μικροαστικής εμμηνόπαυσης; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η ανύπαντρη στα καλιαρντά, -με αντώνυμο το πεντηκοστή που είναι η παντρεμένη-, ή ευρύτερα ο/η κάτοικος στην αγαμήτου και απάρτου γωνία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά το θεωρεί γενικότερα λαϊκό και όχι αποκλειστικά καλιαρντό.

Προφ είναι χριστιανοσλάνγκ προέλευσης με την έννοια ότι την Σαρακοστή νηστεύουμε τα αρτύσιμα, απέχοντας από την κρεωφαγία, την ιχθυοφαγία, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, ή ακόμα και τα λαδερά, περιοριζόμενοι σε κάποια μαλάκια που επιτρέπονται, ενώ την Πεντηκοστή αρτυόμαστε. Η σλανγκική σημασία της Σαρακοστής έχει αναλυθεί ενδελεχώς από τον Γκατσάνδρα στο λήμμα σαρακοστιανός-σαρακοστιανή, στο οποίο και παραπέμπουμε για την περαιτέρω ανάλυση, καταγράφοντας εδώ απλώς την πάλαι ποτέ αντίστιξη παντρεμένης-ανύπαντρης διά του διπόλου πεντηκοστή-σαρακοστή.

Πού να παντρευτεί ο καψερός; Με μια αδελφή σαρακοστή που δεν βλεπόταν με τίποτα στα αζήτητα, έμεινε στο ράφι κι αυτός.

(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified