Further tags

Το αυτί στα καλιαρντά.

Εξ ου και οκιάζω.

Η ετυμολογία είναι παράξενη, μιας και occhio (όκιο) στα Ιταλικά είναι το μάτι!!!

Επίσης λέγεται και λούπαρα.

Καλέ! Τι λουπάρανε τα ιμάντες όκια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναικεία περίοδος στα καλιαρντά, ως αιματηρός καιρός μαρτυρίου.

  1. (ο ορισμός από τα «Καλιαρντά» του Ηλία Πετρόπουλου)
    «μουνόπασχα, το· έμμηνα· από τα γνωστά μουνί και Πάσχα· ταυτόσημα : καραφροδιτόσταση, κουμμουνόσκελη, ρουζόσκελο, στάση της καραφροδίτης (βλ. λήμματα).»

  2. (Από εδώ)
    «Την πούλη, την τουρλολιγούρα μου, παντάπασι τη φιστικώνει και θα μου κατεβεί μουνόπασχα προώρως!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρακλό σημαίνει: «Το Ελληνάκι» στα γύφτικα (τσιγγάνικα για ευγένεια). Χρησιμοποιείται για να τονίσουν την ελληνική καταγωγή κάποιου, αν και τις περισσότερες φορές υποτιμητικά.

-Τι ντικές το ρακλό; Περνά ζωή και κότα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπακλαβάς στα καλιαρντά εκ των σούκρα= ζάχαρη (πρβλ. γαλλικό sucre) και καρύδα.

Εγώ τώρα θα τζάσω το κελόπαγκρο γιατί το έχω αρχίσει μη τ αφήσω στη μέση και θαρθω από κει. Με φρέσκο βουτυρο την έκανες την σουκροκαρύδα; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αστυνομικός στα καλιαρντά (και όχι μόνο) εκ του γουρούνα.

Με τα ξεφωνητά και τις τσιρίδες μου αριβάρανε οι ρούνες και με αβέλανε στο ρουνάδικο.

(από Khan, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μυστικός αστυνομικός στα καλιαρντά.

Πίσω απ' τις καρότσες το κάναμε ή κάτω από κάτι δέντρα. Δεν συχνάζανε τσόλια εκεί, σπάνια να περνούσε κανένα. Δεν είχε ούτε κουκουβάγιες. Κρατούσαν τσίλιες και κάτι κουλές αδερφές για τα συνθηματικά. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καφές στα καλιαρντά. Μάλλον λόγω του ότι εννοείται ο καφές που όλοι ονομάζουν «τουρκικό», ενώ εμείς τον λέμε ελληνικό (βλ. λίνκι για την πιθανή του προέλευση).

Άμα τελείωνε ο αγώνας στο γήπεδο και μετά, μερικοί φίλαθλοι πηγαίνανε για τουρκόσουπα ή πίνανε κάνα ουζάκι και περίμεναν να νυχτώσει. (Αποκατέ).

Diedwste! (από Khan, 02/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.

ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή στα καλιαρντά, η χούμση, ως τόπος που είναι μαντρωμένοι οι λεβέντες.

Κάθισα τζάκατα στο μουσαντοπαλικαρότεκνο. Μου ξοµολογήθηκε ότι δυο µέρες είχε που βγήκε από τη λεβεντόµαντρα. «Ήµουνα ροκαί σαµέ, μπέναψε στα ποδανά, µεγαπή λουσµά δυο να µεσουπηχτή µια ζαπετρά κι έγινε κατσαµπού λοσγαµέ κι ήρθανε τα καρακόλια και τα ετοκά, και µας βουζεµάν µας µπουζουριαζάν και βουρ στην κηλαφή. Χρονάκια ρασσετέ γαφαέ…».
Είπα µε το νου µου: «Αχ, κάλιο ψωλή να οµιλεί παρά σαρμέλα µίλι…».
(Από καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου αποκατέ)

Αφιερωμένο στους εχθρούς του Σαββόπουλου <3 (από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified