Κρυώνω πάρα πολύ, τουρτουρίζω.
Άναψε το καλοριφέρ, γιατί θα γίνουμε αρχαίοι εδώ μέσα!
Κρυώνω πάρα πολύ, τουρτουρίζω.
Άναψε το καλοριφέρ, γιατί θα γίνουμε αρχαίοι εδώ μέσα!
Κι άλλα για πολύ κρύο: δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Όταν έξω είναι χειμώνας και κάνει κρύο, μας προδιαθέτει να μείνουμε μες στο σπίτι για σεξ, γουτσισμούς και χουχουλιάρικες καταστάσεις. Όταν όμως κάνει τόσο κρύο που το κλασικό «κάνει κρύο, καιρός για δύο» δεν αρκεί, τότε πρέπει να επιστρατεύσουμε το «κάνει κρύο, καιρός για τρίο», μπας και ζεσταθούμε.
-Τι έγινε με την Λίλιαν; Πήγε στην Αράχωβα και με Αντρέα και με Μήτσο;
-Ε, αφού κάνει κρύο, καιρός για τρίο!
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο. Καιροί για έρωτες: κάνει κρύο, καιρός για δύο, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, κάνει παγωνιά, καιρός για εξήντα εννιά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πουτσόκρυο αλλά σε πιο ευγενικιά μορφή για να μη μας καταλάβει και καλά κανένας.
[μπαει λου+βαλου]
- Ποο φίλε κάνει τσόκρυο, το έχω δαγκώσει το καυλί.
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κουφόβραση όπως συνηθίζεται να λέγεται στη Μυτιλήνη.
- Καλά η συννεφιά συννεφιά, αλλά η ζέστη .
- Συννεφόκαμμα ε;
Got a better definition? Add it!
Κρυώνω.
Ρε σεις δεν πάμε να κάτσουμε μέσα, την έχω δαγκώσει εδώ έξω!
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο.
Got a better definition? Add it!
Η ομογένεια ευθύνεται για εκφράσεις όπως τα μπιλοζίρια. Εγώ απλά την καταγράφω. Εκ του αγγλικού below zero, αναφέρεται σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός και όταν λέμε μηδέν στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για 0 βαθμούς Φαρενάιτ και όχι 0 Κελσίου, δηλαδή επιστημονικά σκατόκρυο.
Σχετικό δώσε κώλο στον ρουφιάνο! - Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη εκ των τούρμπο και καιρός. Για τους μη επαΐοντες των ατμοσφαιρικών μηχανών εσωτερικής καύσης, είναι γνωστό ότι η χαμηλή θερμοκρασία είναι το Α και το Ω για την απόδοση του αυτοκινήτου με turbo κινητήρα. Η χαμηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος ευνοεί την πτώση της θερμοκρασίας και μέσα στον κινητήρα, αφού ο αέρας που εισέρχεται είναι κι αυτός πιο κρύος. Ε, ένα κι ένα κάνουν δυο: Αν έχεις turbo αυτοκίνητο, μην το βγάλεις στον καύσωνα για κόντρα γιατί θα στενοχωρηθείς. Αντίθετα, αν πιάσουν τα μπιλοζίρια, ξαμολήσου.
- Τα βάζουμε μεγάλε;
- Τι λε ρε μάγκα; Τώρα που σκάει ο τζίτζικας; Κάτσε να πιάσει κάνας τουρμπόκαιρος και θα σου ξηγήσω τ' όνειρο.
Got a better definition? Add it!
Παγώνω απο το υπερβολικό κρύο.
- Ξύλιασα εχθές περιμένοντας επί μια ώρα το λεωφορείο να περάσει.
- Εμ κι εσύ που πήγαινες με τέτοιο χιόνι;
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πολύ κρύο. Παραλλαγή της λέξης ψοφόκρυο.
- Πώς ήταν ο καιρός στην Αυστρία τα Χριστούγεννα;
- Ψωλόκρυο, φίλε... Μέσα μείναμε...
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος
Got a better definition? Add it!