Further tags

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως από θαμώνες νυχτερινών μαγαζιών και αναφέρεται στα άνθη που εκτοξεύονται προς το μέρος του καλλιτέχνη σε στιγμές έκστασης των ιδίων κατά τη διάρκεια γνωστών λαικών ασμάτων. Συσκευάζονται σε μικρά χάρτινα πιατάκια που κατά τη λαϊκή διάλεκτο καλούνται πανεράκια. Τα τελευταία συνήθως εκτοξεύονται ολόκληρα σε κατάσταση παραληρήματος των θαμώνων.

- Δώσε ρε Νότη...
- Άντε Νίκο, πάρε κανά λελουδικό ακόμα. Θα καεί το πελεκούδι.
- Φέρε εδώ να ρίξω κανά πανεράκι στο θεό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νυχτερινά κέντρα διασκέδασης με έμφαση στη λαϊκή μουσική, των οποίων τα μουσικά σχήματα εκτείνονται από Ελληνική pop έως βαριά λαϊκά.

- Αυτή κάθε μέρα γυρνά στα μπουζουκομάγαζα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω μουσική με πάθος και σε μεγάλη ένταση (συνήθως σε ροκ συμφραζόμενα). Δηλώνει επιδοκιμασία.

Οι Ουλτραμεγκασκιζομάνιακς βαράνε άσκημα φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια τραγουδίστρια με πολύ καλή φωνή.

Είδες την καινούργια τραγουδίστρια ήρθε στο μαγαζί;
Εντυπωσιακή εμφάνιση και απο φωνή αηδόνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Πώς μπορείς όσο πιο λακωνικά γίνεται να περιγράψεις τη συμπρωτεύουσα; Αρκεί να αλλάξεις το «θ» με «ξ»... Μια πόλη που έννοιες όπως χαλαρότητα, διασκέδαση, καλοφαγία, ομορφιά (κυρίως γυναικών) κτλ οδηγούν αναπόφευκτα σε αυτό που περιγράφει η παραπάνω λέξη-έννοια: το απόλυτο ξεσάλωμα... Η λέξη χρησιμοποιείται από γηγενείς αλλά κυρίως από όλους εμάς που όταν μπορούμε απολαμβάνουμε τις παραπάνω ομορφιές της Θεσσαλονίκης.

Όσον αφορά την προέλευση της λέξης, πάμε στο 1993 και στο ομώνυμο άλμπουμ (και τραγούδι) των Ξύλινων Σπαθιών «Ξεσσαλονίκη».

- Πού θα πας ρε Ανδρέα πάλι τριήμερο;
- Φίλε ένα έχω να πω στα παιδιά... Ξεσσαλονίκη ...
- Όχι ρε τύπε, κατάλαβα! Πανικός! - Άσ' τα θα γουστάρουμε τρέλα!

(από profhths, 01/08/08)Ξεσσαλοnike - Ξεσσαλadidas - Ξεσσαλοpuma (από Galadriel, 25/02/09)(από Khan, 26/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κακής ποιότητας ή το ξεκούρδιστο πιάνο που ηχεί σαν λατέρνα.

- Πήγα που λες στο μαγαζί και είχαν ένα πιάνο οι κατακαημένοι, τι να σου πω, λατέρνα, κατάλαβες τώρα...
- Καλά, ζμπούτσατς, νομίζεις ότι τους ένοιαζε η ποιότητα του ήχου μωρέ και συ; Ξέρεις τώρα πώς γίνονται αυτά: «Φέρε μωρέ ένα πιάνο ο,τινάναι και βάλτο σε μια γωνιά να τελειώνουμε...»

Got a better definition? Add it!

Published

Σε κλασικά ελληνικά το hit, το succès -αφού η κλασική αργκό μας είναι γαλλικής κουλτούρας. Σε υποκοριστικό, για να δείξει λαϊκή οικειότητα και προσήνεια. Η έκφραση παίζει πολύ εδώ και πολλές δεκαετίες, λέγεται για λαϊκά άσματα, αλλά και γενικά για ο,τιδήποτε έχει λαϊκή απήχηση, ανεξάρτητα προέλευσης.

Από τον δίσκο του Χάρρυ Κλυνν «Έθνος Ανάδελφον» (1985):

Γκόμενα Βασίλη: - Πάμε απόψε στο Ηρώδειο, Βασίλη; Παίζει Κάρμεν, θα είναι κι η Μελίνα.
Βασίλης: - Νταξ, δυο τραγουδιάρες, Κάρμεν, Μελίνα, καλό θα είναι το μαγαζάκι! Έχουνε κανά σουξεδάκι δικό τους, ή παίζουνε της Ρίτας και του Γιαννάκη κι αυτές;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ιδιαίτερα ευμεγέθες και ντούρο πέος.

Ο κέφαλος, το κεφαλόπουλο (Liza aurata), είναι ο γνωστός ιχθύς που παραπέμπει σε μέγεθος και σχήμα τρανού, παχιού φαλού.

Το νύχι σημειολογεί σκληρότερη επιφάνεια, αιχμηρή άκρη με δυνατότητα ξυστριού που σκαλίζει, ξύνει, διεγείρει, ερεθίζει (κι απλουστεύει τη ζωή), αλλά και μια επιθετικότητα αιλουροειδούς η ένα brutality Γκοντζίλα, συνεπώς έναν κάτοχο αρκούντως νταβραντισμένο, ορμητικό και ασυγκράτητο.

Από το απαγορευμένο άσμα Η Βαρβάρα (1936) του Παναγιώτη Τούντα που τραγούδησε ο Στελλάκης Περπινιάδης, και φυσικά ταλαιπωρήθηκαν απο τη δικτατορία του Μεταξά.

Παρέλκει να διευκρινιστεί, ως ευκόλως εννοούμενη, η σημασία του καλαθιού της Βαρβάρας του άσματος, όπου τοποθετείται η σπαρταριστή ψαρούκλα.

  1. Από περιγραφή τσοντοταινίας:
    - Και αμολάει ενα πράγμα, δε σου λέω τίποτα. Κέφαλος με νύχι.

  2. Η Βαρβάρα

Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει

Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια

Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει
βάστα τον απ' το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι

Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν' αγκιστρώνω κάθε ψάρι
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα 'ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύο μεγάλες κατηγορίες:

  1. Ο άγριος ήχος που παράγεται όταν ένας ντράμερ κοπανάει τα ντραμς (drums).

  2. Μία παραλλαγή της λέξης αντρομίδα, την οποία επίσης βρίσκουμε στις παραλλαγές αντραμίδα, αντρουμίδα, ανεντρομίδα, ντρομίδα, αντρομίδι, αντραμίδι (δες). Στο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 32) η αντρομίδα ορίζεται ως «το χοντρό μάλλινο κλινοσκέπασμα, η βελέντζα, το κιλίμι, η κουβέρτα του αργαλειού» και ετυμολογείται από το ελληνιστικό ἐνδρομίς που ήταν «ένα είδος μπουρνουζιού, ένα χοντρό ύφασμα με το οποίο τυλίγονταν οι δρομείς μετά τον αγώνα για να μην κρυολογήσουν». (Για την αντρομίδα βλ. και εδώ). Η λέξη είναι κυρίως μωραίτικη, αλλά και γενικότερα χωριάτικη κατά τον Σαραντάκο, ενώ ο πασαδόρος του λήμματος Τσιμπατόνε αναφέρει ως τόπο για το ντραμίδι την Ζάκυνθο.

Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone.

1.α. πολυ καλο το τελευταιο ...παλια ακουγα τετοια αλλα πολυ χειροτερα,,,αλλα λογικο δεν ειναι να τρομαξεισ αν αρχισει μια κιθαρα και ενα ντραμιδι τα παιζουν σα τρελα...

β. Το καλυτερο ειναι να ακους κατι με τρελο ντραμιδι να κρατας και ρυθμο,να τα σπαει για να χτυπιεσαι ενω γαμας και να ειναι καφριλα. (Μουσική για σεξ).

2.α. Οι Ηπειρώτες «σμίγαν κάτω από τις αδρές μάλλινες αντρομίδες κι ένα μονάχα είχαν στο νου τους: να κάνουν παιδιά» (Από τους Αδερφοφάδες του Νίκου Καζαντζάκη, βλ. το βιβλίο «Λέξεις που Χάνονται» του Ν. Σαραντάκου).

β. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη τον γέννησε κάτω από ένα δέντρο, πάνω σε μιαν αντρομίδα. (Ο.π., σ. 32)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ακούων ροκάκια έχει μικρή σχέση με τη μουσική. Κατα βάση νομίζει ότι έχει μεγαλύτερη σχέση από τους άλλους διότι έχει 3 δίσκους U2 και έχει ακούσει 4 φορές το Χατζηγιάννη. Στην έννοια «ροκάκια» εμπίπτει ένα μεγαλό μουσικό φάσμα σχετιζόμενο με την ποπ και ροκ μουσική των τελευταιων δεκαετιών και περιλαμβάνει καλλιτέχνες από την Πωλίνα και τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο έως τους Dire Straits, τους Whitesnake και τους James.

Πιστεύει ακράδαντα πως το συγκρότημα εκ Θεσσαλονικής Ονειράμα «ροκάρει άγρια» και εν γένει «τα σπάει».

Ροκάκια δεν είναι : όσα ο ακούων ροκάκια δεν ξέρει διότι είναι κουλτουριάρικο και άρα δεν φταίει αυτός αλλά και τα μπίτια ή μπιτάκια, τα οποία ωστόσο μπορεί και αυτά να τα εκτιμά.

Αγαπημενό μαγαζί εν Αθήναις : Εν Δελφοίς
Αγαπημενο μαγαζί εν Θεσσαλονίκη : Μπελ αίρ.

Ο ακούων ροκάκια ακολουθεί το τρίπτυχο «sex and drugs and rock 'n' roll» σε όλη του τη ζωή.

  • Σύνηθες επάγγελμα : Ασφαλιστής, πολιτικός μηχανικός, δικηγόρος
  • Αγαπημένη φίρμα: Burberry
  • Αγαπημένοι πολιτικοί : Αλέξης Τσίπρας, Σπύρος Βούγιας, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης
  • Αγαπημένο ποτό : Gin & tonic, kir royal, σπάνιες μπύρες.

- Και να σου πω μανίτσα... Τι μουσική ακούς;
- Αααα απ' όλα... Και μπίτια και ροκάκια και άμα είμαι και χαλαρωτή ακούω και καμμία μπαλλλάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified