Άλλη μορφή της λέξης πανκιό, παίζει μόνο στο αρσενικό, απ' ευθείας εξελληνισμός του «πανκ» και ίσως η πιο κλασσική μορφή της λέξης χαρακτηρίζουσα όχι τη μουσική (που αποκαλείται αυτούσια πανκ, πανκ ροκ, ή πανκιές, στο «ακούω πανκιές») αλλά τα άτομα.

Το «πάνκισσα» δεν τό 'χω ακούσει.

- Καλά μωρέ πας καλά; Το πανκιό με τη μοϊκάνα σου καρφώθηκε απ' όλες τις γκόμενες στο μαγαζί; Θα σε βάλει να κόψεις την κοτσίδα αυτή. Πάνκη θα σε κάνει.
- Τι πανκιό και μαλακίες. Άμα τη γαμήσω γώ θ' ακούει τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έννοια, η οποία όταν χρησιμοποιείται αναφορικά με τη μουσική, και πιο συγκεκριμένα με τη μέταλ / ροκ μουσική, δηλώνει τα εξής πράγματα:

  1. Το γενικότερο ίματζ μίας μπάντας, τόσο ως προς τα ίδια τα μέλη ή το εν γένει περιτύλιγμα στο οποίο παραδίδεται το καθαρά μουσικό περιεχόμενο: σ' ό,τι αφορά τα μέλη, η σατανίλα μπορεί να σχετίζεται με τον ρουχισμό και την ευρύτερη περιβολή των μουσικών στις φωτογραφίες της μπάντας ή/και τις ζωντανές τους εμφανίσεις, π.χ. μανδύες ή ράσα (κατά τα ευρωπαϊκά και όχι τα ανατολικοορθόδοξα πρότυπα), κουκούλες, ειδικό μακιγιάζ (το αποκαλούμενο και corpsepaint) με σκοπό να αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά ως προς το δαιμονικότερο ή πεθαμενότερο, μπλούζες (αυστηρά μαύρου χρώματος) και κρεμαστά με πεντάλφες, ανάποδους σταυρούς και λοιπά χαϊμαλιά σε αντίστοιχο στιλ, ζώνες και περιβραχιόνια με καρφιά και άλλα παρόμοια αξεσουάρ που δεν τα βρίσκει κανείς στα Hondos Center αν δεν έχει συνεννοηθεί εκ των προτέρων με τις πωλήτριες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι ενδυματολογικές αυτές επιλογές δεν εξαντλούνται μόνο στα στενά όρια της εικόνας στα πλαίσια του συμμετέχειν σε μπάντα, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνική ζωή των μελών των συγκροτημάτων, αλλά και των οπαδών τους (ή αυτών που ασχολούνται με τα ευρύτερα μουσικά ιδιώματα στα οποία εντάσσονται τέτοιες μπάντες), όπως είναι π.χ. οι γκοθάδες ή (σε μικρότερο ίσως βαθμό) οι μπλακμεταλλάδες. Ως προς το ευρύτερο περιτύλιγμα, η σατανίλα αφορά το καθαρά καλλιτεχνικό μέρος της δουλειάς, τουτέστιν το artwork, ήτοι τις απεικονίσεις στα εξώφυλλα-εσώφυλλα του δίσκου ή σιντί, οι οποίες θα αφορούν ή θα παραπέμπουν σε σατανική ή δαιμονολογική θεματολογία (πάλι δαίμονες, σατανάδες, κόλαση, το υπερφυσικό κλπ).

Σε αυτό τα πλαίσιο θα πρέπει να τονιστεί το εξής: η σατανίλα, αναφορικά με το εξωτερικό ίματζ, δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με αξεσουάρ που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με κάποια μουσική. Σατανίλες μπορούν π.χ. να χαρακτηριστούν και τα πιο ιδιόμορφα κοσμήματα (ή στολίδια σε στιλ κοσμημάτων, ακόμη και τραϊμπαλάκια), καθώς και πολλά άλλα πράγματα που μπορεί να απεικονίζουν σατανικές ή γενικά δαιμονικές / υπερφυσικές μορφές (π.χ. ζόμπια), χωρίς αυτός ή αυτή που τα φοράει να έχει καμία σχέση με συγκεκριμένα μουσικά είδη, ή το ευρύτερο σατανιστικό lifestyle.

  1. Την θεματολογία των στίχων, η οποία θα είναι σατανική, σατανιστική, δαιμονολογική και γενικότερα θα κινείται στο χώρο του υπερφυσικού, πάλι όμως κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα (ακόμη και σε περιπτώσεις που οι μπάντες δεν έχουν καμία σχέση με Ευρώπη, π.χ. μπάντες της Νοτιοανατολικής Ασίας) και σπανιότερα με τοπικές ή άλλες εθνικές επιρροές και αναφορές.

Η σατανίλα μπορεί επίσης να υποδηλώνει τα κρυφά μηνύματα που (φημολογείται ότι) μπορεί να έχουν στίχοι οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν άμεσες σατανικές και σατανιστικές αναφορές, όπως συνέβαινε δεκαετίες πριν με τους στίχους των Led Zeppelin, των Eagles και άλλων συγκροτημάτων.

  1. Την ίδια τη μουσική ως σύνθεση και ενορχήστρωση, η οποία τονίζει τα παραπάνω χαρακτηριστικά χρησιμοποιώντας απόκοσμα φωνητικά (βαθιά, τσιριχτά, ουρλιαχτά, αλλά ενίοτε και πιο νορμάλ, ακόμη και πιο πομπώδη ή επικά) και τις αντίστοιχες ιδέες, φράσεις και μοτίβα (μελωδικά ή μη) στα όργανα με σκοπό πάνω απ' όλα να δοθεί παραστατικότερα στο ακροατή μία χαοτική, κολασμένη, αγωνιώδης και δαιμονική αίσθηση. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η σατανίλα δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα μουσικά ιδιώματα και υποϊδιώματα: Σατανίλα μπορεί να αποπνέει το μπλακ μέταλ, οι ντεθιές, οι θρασιές, οι γκοθιές, το κλασικό χέβι, οι ντουμιές και πλείστα άλλα είδη μέταλ και ροκ, παιγμένα και ενορχηστρωμένα με τελείως διαφορετικό και διακριτό μεταξύ τους τρόπο. Επίσης, σημαίνει ότι η ίδια η αίσθηση της σατανίλας μπορεί να διαφέρει από ακροατή σε ακροατή -κάποιοι την νιώθουν και κάποιοι άλλοι όχι, παρά μόνο σε εξαιρετικές από μουσικής άποψης περιστάσεις.

Σε μη μουσικό, αλλά ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτιστικό περικείμενο, η σατανίλα ενδέχεται να αφορά πάλι τη θεματολογία ενός έργου (π.χ. βιβλίο ή κινηματογραφικό έργο), τον τρόπο προβολής ή παρουσίασής του, την όλη ατμόσφαιρα που μπορεί να αποπνέει και τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλεί σε όποιον το παρακολουθεί (ασχέτως τρόπου). Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου υφίσταται σατανίλα χωρίς όμως να υπάρχει αντίστοιχη σατανική θεματολογία, αλλά μόνο και μόνο με τη δημιουργία της αντίστοιχης ατμόσφαιρας και των αναλόγων συναισθημάτων μέσα από τις στιλιστικές-καλλιτεχνικές επιλογές του εκάστοτε δημιουργού.

Από το ελληνιστικό Σατανάς (Σατανᾶς < Σατᾶν -ᾶς < εβρ. sātān -αντίπαλος, διάβολος).

  1. Μπαντες οπως οι Enforcer και οι White Wizzard κανουν περιοδειες και πολλαπλασιαζουν μερα με την ημερα το κοινο τους, ενω αποθεωνεται (και προμοταρεται) και ο τελευταιος Σουηδος που πουλαει Σατανιλα και παιζει σαν Mercyful Fate. (Από εδώ)

2.Ξεκινάω Shadows of the Damned σήμερα και στα καπάκια ένα Rayman για να καλύψει την σατανίλα! (Από εδώ)

  1. H χαρά του κάβουρα κάγκουρα είναι αυτά ρε.....πολύ νεκροκεφάλα και χάρος και σατανίλα. Αν είναι να την κάνω τρομακτική θα βάλω φώτο του πεθερού μου. (Από εδώ)

βλ. και σατανάδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ροκαμπίλια (τα): Ομάδα / μάτσο ατόμων με κοινό χαρακτηριστικό την παρεμφερή αισθητική στην κόμη, το ντύσιμο και ασφαλώς την μουσική. Η ενασχόληση με τα τρία προαναφερθέντα καλύπτει συντριπτικό κομμάτι της μέρας τους, ανεξάρτητα αν είναι υπό την επήρεια αλκοόλ ή όχι.

Ο χαρακτηρισμός προκύπτει από το κοινό είδος μουσικής που αγαπάνε, το rockabilly, με όλα τα συγγενικά του. Η κόμη είναι περιποιημένη και χημικά σκευάσματα ομορφιάς την βοηθάν να στέκεται στο απόλυτα προκαθορισμένο σχήμα που πατένταρε ο Έλβις. Είναι πολύ πιθανό να τους συναντήσεις αργά την νύχτα κοντά σε περιοχή με μπαράκια να συζητάν σε κύκλο για το που θα πάνε, πίνοντας μπύρες κτλ. Σε περίπτωση που η παρέα διαθέτει θηλυκό η δικιά της αισθητική διασταυρώνετε με της Bettie Page, ο θεός να την αναπαύσει. Τα ροκαμπίλια δεν είναι προνόμιο των μητροπόλεων αλλά εμφανίζονται, και αρκετά συχνά, στην επαρχία. Οι επαρχιώτες ροκαμπιλάδες κάνουν πάντα πιο αισθητή την παρουσία τους. Μια πιθανή αιτία είναι το εκρηκτικό μείγμα του τζελ και της προφοράς.

Με χαλαρούς όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα σύνολο τζέλβις.

- Ρε συ δεν μου τελείωσες χτες τι έγινε, πώς περάσατε;; - Γάμησέ τα είμαστε εντελώς χάλια και καταλήξαμε στο lonely planet ... - Στην τρύπα με τα ροκαμπίλια;;!!
- Ναι ρε! Χαμός έγινε! χορεύαμε μέχρι τις 6 μέχρι που αρχίσανε να λιποθυμάν πάνω στο μπαρ ...

Japanese rockabilly dancing  (από elias_petropoulos, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές σημασίες του σλανγκενεργού εντόμου:

  1. Κλασικότατα, ως συμπεριφορά είναι ο τεμπέλης, και κυρίως αυτός που ασχολείται με τέχνες και διασκεδάσεις αντί να δουλεύει, ο άεργος. Βλ. και αρχαίο μύθο με το τζιτζίκι και το μυρμήγκι. Ενδιαφέρουσα και η έκφραση «τζιτζίκι του χειμώνα», αυτός που επιμένει να σχολάζει και τον χειμώνα, λ.χ. δες.

  2. Στην στρατοσλάνγκ είναι:
    α. Ο στρατιώτης του πεζικού, ο τζίτζικας. Λέγεται και τζιτζικάριος, κατά το πεζικάριος. Για να τους θίξουν λένε και την κραυγή «αντρίκια αντρίκια και όχι σα τζιτζίκια».
    β. Ο φαντάρος των διαβιβάσεων, λόγω των κεραιών των ασυρμάτων με τους οποίους είναι φορτωμένος (Πάτσης).
    γ. Γενικά, κάποιος σε βυσματική θέση που δεν δουλεύει ούτε χώνεται.

  3. Στην μουσοσλάνγκ είναι:
    α. Το ακουστικό αποτέλεσμα από το ξύσιμο. Ξύσιμο, όπως το ορίζει ο σύσσλανγκος Mr Cadmus είναι «μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του».
    β. Κλασικότατα, μεταφορά για τον τραγουδιστή εν γένει.

Πρβλ. και τις εκφράσεις εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;, περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί, σκάει ο τζίτζικας.

Πλέον ονομάζεται 542 ΤΠ και είναι μονάδα τζιτζικιών. (Εδώ).

Μια σειρα μου μου ειχε πει: Στον πολεμο ειμαστε ολοι 30 δραχμες. Βατραχος η τζιτζικι, φανταρος ή στρατηγος, η σφαιρα που θα σε βρει κανει 30 δραχμες. (Εδώ).

Suicidal black metal με ωραιο τζιτζικι στις κιθαρες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χουβαρντάς, ο γαλαντόμος, ο ίσως σπάταλος, ο ανοιχτοχέρης. Από τον κεντρικό χαρακτήρα του τραγουδιού «Όσα πάνε κι όσα έρθουν» (βλ. παρ.3).

Ας μας πει κανας Χότζας αν ο καπετάν Φλωριάς του άσματος σχετίζεται με τούτον εδώ.

  1. Τον έχεις καλομάθει και περιμένει μονίμως κεράσματα, σε έχει για καπετάν Φλωριά μου φαίνεται.

  2. Ρε συ βάλ' του λίγο πάγο, πολύ καπετάν Φλωριάς την έχει δει και δεν θα του μείνει μία έτσι που πάει.

  3. «Όσα έρθουν κι όσα πάνε» (Ο καπετάν Φλωριάς)

Την ψαρόβαρκα του καπετάν Φλωριά
την ελέγαν όσα έρθουν κι όσα πάνε
γιατί μόλις ξεπουλούσε την ψαριά
με το τσούρμο του γραμμή για να τα φάνε

Γεια σου καπετάν Φλωριά
που τα δίχτυα σου βογγάνε
δε βαριέστε βρε παιδιά
όσα έρθουν κι όσα πάνε ] 2x

Κι όταν άλλοτε του έπιανε νοτιάς
και με άδεια την ψαρόβαρκα γυρνούσε
γελαστός ο καπετάνιος ο Φλωριάς
βερεσέ στα καπηλειά σ' όλους κερνούσε

Κόντρα ο καιρός Φλωριά
και τα ψάρια δεν τσιμπάνε
δε βαριέστε βρε παιδιά
όσα έρθουν κι όσα πάνε]2Χ

Κι όταν κάποτε αρρώστησε βαριά
και πιστέψαν ο Φλωριάς πως θα πεθάνει
τον παπά φωνάξαν για μεταλαβιά
να του πούνε και Διαθήκη για να κάνει

Διαθήκη και λοιπά
κάνουν όσοι τα φυλάνε
εγώ ήμουνα παπά
όσα έρθουν κι όσα πάνε ] 2x

Μπιθικώτσης Γρηγόρης & Μάνου Αφροδίτη & χορωδία
Μουσική/Στίχοι: Μπιθικώτσης Γρηγόρης/Βίρβος Κώστας

(από Khan, 04/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Το παρόν δίστιχο (το δύστυχο) απαντάται σαν γείωση σε ανθρώπους που έχουν την εμμονή ότι συνεχώς όλος ο κόσμος ασχολείται με εκείνους. Πιο συγκεκριμένα, έρχεται και κολλάει μετά την ερώτηση «Τι λέγατε για μένα στα σιγοψυθιριστά, που δεν θα έπρεπε να ακούσω;»

- Τι λέτε εσείς οι δυο; Συνωμοτείτε εναντίον μου. Δεν είμαι χαζός... Σας κατάλαβα απ' τη φωνή...
- Ναι... Γιαλό γιαλό πηγαίναμε κι όλο για σένα λέγαμε... Κάνε και καμιά δουλειά και άσε μας ήσυχους...

Με την Καγιάλω (από Khan, 17/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τούρκιοκο düzen που είναι πολυσήμαντο και σημαίνει κανόνας, αρμονία, οργάνωση, κανονικότητα, ακόρντο, συμφωνία και άλλα.

Σημαίνει το κατά διάφορους τρόπους κούρντισμα (χόρδισμα) του τρίχορδου μπουζουκιού (αλλά και άλλων εγχόρδων).

Γνωστά ντουζένια είναι: το Ανοιχτό, το Αραμπιέν, το Ίσο, το Καραντουζένι (μαύρο κούρντισμα - το πλέον φαμόζο), το Συριανό.

Οι εκφράσεις Είμαι στα ντουζένια μου και Είμαι πάνω στα ντουζένια μου αναφέρονται, σε συντριπτικό ποσοστό, σε νέους άντρες, είτε μάστορες σε κάτι, είτε μερακλωμένους από κάτι (συνήθως τα νιάτα τους).

Σημαίνουν πως ο εν λόγω:

  • βρίσκεται σε μεγάλα κέφια (υπονοείται - με καμάρι κι ελαφρά ζήλια - πως γουστάρει γαμήσι/έχει καύλες/είναι πάνω στα μεράκια του),
  • είναι στα καλυτερότερά του από πλευράς απόδοσης, (γαμάει και δέρνει, βρίσκεται στην πιο ακμαία φάση του),
  • δεν υπάρχει κάποιος/κάτι που να μπορεί να τον περιορίσει/ σταματήσει/εμποδίσει.
  1. Ακούστε το «Καραντουζένι» του Μάρκου Βαμβακάρη

  2. - Η Άιντραχτ με τον Γκέκα πάνω στα ντουζένια του ξεσκίζει!
    - Πόσα έχωσε μέχρι τώρα;
    - Έντεκα. Όλα ένα κι ένα.
    - Λες ο Γερμανός να θέλει τον Έλληνά του τελικά;

(από sstteffannoss, 14/11/10)(από sstteffannoss, 14/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.α. και 1.β.
Το φρέσκο και αρυτίδωτο πρόσωπο.

Υπάρχει ένας γκρεϊπφρουτοειδής καρπός, ο οποίος γίνεται και γλυκό του κουταλιού (βλ. μήδι + παρ.1.α.), που δείχνει σαν φουσκωμένος και χρησιμεύει σαν παράδειγμα για την αφράτη όψη μας.

Όταν δηλαδή έχουμε καλοκοιμηθεί ή καλoπεράσει γενικώς, το πρόσωπό μας δεν δείχνει τις ρυτίδες του και δεν είναι κομμένο (ορισμός 2), ίσα-ίσα είναι σαν του μωρού παιδιού λέμε τώρα.

Το λέει και εδώ: Φράπα: θηλ. Τα προγούλια και μαγουλάκια, τρυφερά και τροφαντά (δες μωρό), ροζ, μαλακά και γεμάτα υγεία, δείγμα πως ο άνθρωπος αυτός κοιμάται πολύ, κοιμάται συχνά, κοιμάται ήσυχος, κοιμάται μεσημέρι.

  1. Άλλη ονομασία για τον (πραγματικό) φραπέ.

  2. Παρατσούκλι - χαριτωμενιά για τον Φρανκ Ζάπα (βτς -όχι πως ενδιαφέρει κανέναν- τον έχω γραμμένο εκεί όπου έχω τον Σαββό).

  3. Ο ορισμός της kelly εδώ μέσα στο σλανγκρ.

Νονά λημμάτου: Μες, αλλά στο αυτάκι, όχι από το ΔΠ.

1.α. Παίρνουμε 2-3 μεγάλες φράπες και τις τρίβουμε εξωτερικά να φύγει το όξινο μέρος. 2. Κόβουμε σε τετράγωνα μέτρια κομμάτια και τα ζυγίζουμε. Τα πλένουμε καλά και τα βάζουμε να βράσουν. Αλλάζουμε το νερό 2-3 φορές, στραγγίζουμε και βάζουμε σε λεκάνη με χλιαρό νερό. 3. Την επόμενη στραγγίζουμε καλά και ενώνουμε με τη ζάχαρη, βράζουμε για 5΄-10΄ και αφήνουμε στη κατσαρόλα. 4. Την επόμενη το πρωί το βράζουμε έως ότου δέσουν. Προσθέτουμε τη γλυκόζη και το λεμόνι. 5. Αφήνουμε να βράσουν 2΄-3΄ και βάζουμε σε βάζα. 6. Όταν κρυώσουν τα βάζα τα βράζουμε επί 20΄.

1.β. Άσε ρε τις πίπες που λέει, το άτομο χαλαρά την κοιμάται κανα δεκάωρο στάνταρ, δεν τον βλέπεις, φράπα είναι η μούρη του κάθε μέρα, έτσι είναι οι αϋπνίες;

1.β. Προχθές μιλούσαμε για το μπαμπιλόνι, ε να μην αφήσουμε παραπονεμένη τη φράπα. Στην Άντρο, μη βασκαθούμε, έχουμε πολλές φράπες. ( όχι μόνο στα δένδρα) Πριν χρόνια ήταν καμάρι για μια γυναίκα να τη λένε φράπα. Σήμερα μόνο όταν μας λένε: «μπράβο αδυνάτισες» χαιρόμαστε. από εδώ

  1. Δεν χτυπάς καμιά φράπα σήμερα; Βαρέθηκα τον ζεστό.

  2. Το φράπα το έχω ακούσει για τον Φράνκ Ζάπα απο φάνς του.
    Βγαίνει έτσι διότι μπερδεύονται μερικές φορές και το λένε μπερδεμένα δηλαδή Ζανκ Φράπα: «Βάλε κανα Φράπα, μας έπρηξες με τα σκυλάδικα»
    OstySan στο σχόλιο του λήμματος φράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά, κλασική αλλά ανθεκτική σλανγκοκουβέντα που απευθύνεται σε κάποιον για να του δείξουμε ότι κάνει ή έκανε κάτι πολύ γαμάτο. Συχνά χρησιμοποιείται μαζί με το ρήμα «δίνω» στον κατάλληλο τύπο (π.χ. ο Χ έδωσε ρεσιτάλ!), σήμερα όμως ακούγεται περισσότερο σκέτο.

Από το μουσικό όρο «ρεσιτάλ», που στην Ελλάδα σήμαινε «συναυλία» μέχρι τη δεκαετία των σέβεντηζ.

- Πώς περάσατε χτες με τους μαλάκες;
- Αα... ο Κώστας έδωσε ρεσιτάλ, σε λέω!

- Γουστάρεις ρε καριόλη; Καλά δεν τα λέω;
- Ρεσιτάλ, αγόρι μου! Ρε-σι-τάλ!

Ρεσιτάλ το κορίτσι, λέμε! (α ρε, να κολυμπούσα εκεί κοντά...) (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 21/05/10)(από jesus, 19/06/10)

Σχετικό: σολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified