Φράση που ξεκίνησε να ακούγεται τη δεκαετία του '60 στην Ελλάδα χαρακτηρίζοντας τους νεαρούς με ατημέλητο κούρεμα που άκουγαν Beatles, Rolling Stones και λοιπά ροκ εν ρολ συγκροτήματα οι στίχοι των οποίων περιείχαν σε υπερβολικές δόσεις τη λέξη «yeah».

Οι περισσότερες Ελληνικές κωμωδίες της δεκαετίας του '60-'70 περιέχουν από μια τουλάχιστον αναφορά στους γιεγιέδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Επαναλαμβανόμενη μουσική φράση που συνιστά τη βάση (μέρους) κομματιού, συνήθως σε ροκ ή τζαζ συμφραζόμενα.

  1. Εγώ το μόνο που θα πω είναι πως μέταλ χωρίς ριφ είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. (από το διαδίκτυο)

  2. Έχει μάλιστα ένα σύντομο, ημιπαράφωνο πιασάρικο ριφ που σε αιχμαλωτίζει και ένα παλιό ινδιάνικο σκοπό στα τύμπανα... (από το διαδίκτυο)

  3. το «κλασσικότερο» ριφ είναι απ' το smoke on the water το
    «τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τέ-εεεεν
    τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τεεεεν»
    (Χεσούς, εδώ)

Από το αγγλικό riff (= ρυθμικό σχήμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μότο-προτροπή (get up, αλλά ακριβώς όπως προφέρεται) για χορό σε τραγούδια του θεού της σόουλ, James Brown. Χρησιμοποιείται έτσι στο άκυρο για πλάκα, αλλά και στην πραγματική του έννοια. Επίσης βλέπε γκιράπης.

  1. - Ρε Μάικ να σε πω κάτι...
    - Πέ' το...
    - Είναι σοβαρό ρε μπρό..
    - Πέ' το!!
    - Λοιπόν...
    - Άντε ρε τελείωνε!
    - ΓΚΙΡΑΠΑ!
    - ΧΑΧΑΧΑ δεν παλεύεσαι ρε...

  2. - Άντε παιδιά, γκιράπα να φύγουμε γιατί είναι αργά και έχουμε δουλειά το πρωί...

τι λες τώρα (από anchelito, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τσακιτζής (Τσακίρτζαλη Μεχμέτ Εφέ) ήταν η τουρκική εκδοχή των δικών μας Κλεφτών και Αρματωλών, που έδρασε στην Ανατολία κατά τις αρχές του 20ου αιώνα. Η δράση του εναντίον της οθωμανικής εξουσίας και των πλουσίων τον ανέδειξαν σε θρυλικό λαϊκό ήρωα. Τον αποκάλεσαν «ιππότη της ανατολής» και η φήμη του διαδόθηκε σ' Ανατολή και Δύση. Η ζωή του και η δράση του έλαβαν διαστάσεις μύθου και έδωσαν υλικό για τη λαϊκή μυθολογία, το θέατρο και τον κινηματογράφο, τόσο της Τουρκίας όσο και της Ελλάδας.

Ο όρος χρησιμοποιείται συχνότατα σε ρεμπέτικα τραγούδια, γνωστό δε είναι και το άσμα της μοναδικής Ρόζας (Εσκενάζη). Ως ουσιαστικό η λέξη περιγράφει τον δυνατό και ντόμπρο άνδρα, τον μάγκα που τυγχάνει αποδοχής από όλους. Με άλλα λόγια, του επαναστάτη που δεν φοβάται τις συγκρούσεις.

  1. Άσμα Στράτου Διονυσίου:

Αν θα μ' αρνηθείς
Αν θα μ' αρνηθείς
Να ξέρεις πως θα γίνω Για σένα τσακιτζής
Θα γίνω θα γίνω
Για σένα τσακιτζής

Με τα χρυσά μου άρματα
Θα σκίσω την καρδιά σου
Θα κάψω το χαρέμι σου
Και τον ψευτοπασά σου

Πρέπει να το ξέρεις πως κυρά θα το πληρώσεις
Αν τύχει τα χείλη σου Σε άλλονε να δώσεις

Θα γίνω θα γίνω
Για σένα τσακιτζής
Αν θα μ' αρνηθείς
Να ξέρεις πως θα γίνω Για σένα τσακιτζής

Σε ξένα χέρια κούκλα μου
Ποτέ μου δεν σ' αφήνω
Εγώ για την αγάπη σου
Και τσακιτζής θα γίνω
Ξέρω πως σου τάξανε χρυσάφια και παλάτια
Κι αμέσως θαμπώσανε Τα όμορφά σου μάτια

Η Αμερικάνικη εκδοχή (από Vrastaman, 08/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τo ιταλικό secondare που σημαίνει ακολουθώ ή συνοδεύω. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως (νομίζω) στη μουσική, όπου έχουμε και το παράγωγο primo / secondo. Το λέμε και μεις έτσι, πρίμο / σεκόντο, δηλαδή βασική μελωδία και συνοδευτική. Είναι αρκετά δύσκολο να τραγουδάς το σεκόντο σωστά (ως μη επαγγελματίας) και να μη σε παρασύρει η πάνω φωνή (κυρίως όταν μπλέκουν μεταξύ τους και το σεκόντο περνά πάνω από το πρίμο), γι' αυτό όσοι το καταφέρνουν περηφανεύονται για την ικανότητά τους. Στην δική μας μουσική υπάρχει κατά κόρον το διπλό αυτό σχήμα (ρεμπέτικα, λαϊκά).

Κατ' επέκταση χρησιμοποιούμε την λέξη όταν κάποιος μας υπερασπίζεται σε μια λογομαχία -και μάλλον με μια ελαφρά δόση ειρωνείας.

Το σιγοντάρω μάλλον είναι επικρατέστερο από το πιο πιστό στην ιταλική προφορά σεκοντάρω.

  1. Χθες στο Απτάλικο ανέβηκε η δικιά σου και πήρε το μικρόφωνο και σιγοντάρησε πολύ καλά τον τραγουδιστή, δεν το περίμενα!

  2. - Δεν φταίει ο Σάκης που άργησε, είχε πολλή κίνηση.
    - Καλά, καλά, μη σιγοντάρεις και συ τώρα, φτάνει που μας φλόμωσε αυτός στη δικαιολογία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό υπονοούμενο για το σεξ. Προφανώς, επειδή η γυμναστική άσκηση push ups μοιάζει λίγο επικίνδυνα με την σεξουαλική πράξη.

Η έκφραση έγινε ακόμη δημοφιλέστερη με το τραγούδι Πωλίνας και Χρήστου Δάντη, που έμεινε ορόσημο για μια εποχή. Και «πούσταπς» στην εναλλακτική εκδοχή.

Να κάνουμε πους απς, να κάνουμε πους απς,
να δεις τι πα' να πει γυμναστική,
να κάνουμε πους απς, να κάνουμε πους απς,
να κάνουμε και τέλειο κορμί.

Αθάνατο! (από Lafkadio, 23/01/09)

Δες επίσης ενόργανη γυμναστική και ασκήσεις εδάφους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση από τον καραγκιόζη. Την απευθύνει στο μαέστρο (διευθυντή της μπάντας), δίνοντας το έναυσμα για το τι θα ακολουθήσει. Συνήθως ένας καλαματιανός, και πολύ γλέντι.

Η φράση σημαίνει ακριβώς το ίδιο στα ιταλικά, κυριολεκτικά «εμπρός μαέστρο». Η λέξη «maestro» στα ιταλικά σημαίνει πρωταρχικά δάσκαλος, μετά διευθυντής ορχήστρας, και μετά άλλα 30 πράγματα. Είναι καθ' όλα δόκιμος όρος, και συνήθως χρησιμοποιούν μόνο το αβάντι σαν έναυσμα. Με λίγα λόγια, είναι πιο πολύ ελληνική έκφραση (sic) και μάλλον επτανησιακή, απ' όπου και ο καραγκιόζης την άδραξε (ψιλοεικασία), όπως μαεστρικά έκανε από όπου πέρναγε.

Στη σλανγκ εκδοχή της, η φράση σημαίνει ξεκινούν τα παρατράγουδα, το τζέρτζελο, τα πανηγύρια και, πάνω από όλα, τα καραγκιοζιλίκια. Πολλές φορές χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία που έχει η φράση «άρχισαν τα όργανα!!!».

  1. η γκρίνια είναι στο αίμα μας... όπως και η μαλακία... όταν ο 'έλληνας' παραδεχτεί πόσο μαλάκας είναι, ίσως γίνει κάτι... μέχρι τότε... ΑΒΑΝΤΙ ΜΑΕΣΤΡΟ!!!
    (από FB)

  2. - Ξεκίνησαν οι από πάνω να μαλώνουν πάλι! Αβάντι μαέστρο! Μην αφήσετε τίποτα όρθιο!!!

(από electron, 18/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τσιπτετελικόν επιφώνημα τουρκικής προέλευσης (şinanay). Ακούγεται στο άσμα:

    Σήκω χόρεψε κουκλί μου,
    να σε δω να σε χαρώ
    τσιφτετέλι τούρκικο
    σινανάι γιαβρούμ σινανάι να.

    Άλλοι το εκφέρουν ως «νινανάι», αλλά το ορίτζιναλ είναι το πρώτο.

    Παρόμοια επιφωνήματα: μεγεμελέ, λάι λάι λάι, νάι νάι νάι, νε τσαρέ, ε γκιουλέ ολσούν, για χαμπίμπι, για λελέλι.

  2. Το κουνιστό οριεντάλ τραγούδι ή ο αντίστοιχος χορός.

  3. Το κέφι που προκαλείται από τέτοια τραγούδια ή χορούς.

Άμα αρχίσει το σινανάι, άντε να τους μαζέψεις ύστερα.

Τώρα και στην Κίνα. (από Galadriel, 16/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά, κλασική αλλά ανθεκτική σλανγκοκουβέντα που απευθύνεται σε κάποιον για να του δείξουμε ότι κάνει ή έκανε κάτι πολύ γαμάτο. Συχνά χρησιμοποιείται μαζί με το ρήμα «δίνω» στον κατάλληλο τύπο (π.χ. ο Χ έδωσε ρεσιτάλ!), σήμερα όμως ακούγεται περισσότερο σκέτο.

Από το μουσικό όρο «ρεσιτάλ», που στην Ελλάδα σήμαινε «συναυλία» μέχρι τη δεκαετία των σέβεντηζ.

- Πώς περάσατε χτες με τους μαλάκες;
- Αα... ο Κώστας έδωσε ρεσιτάλ, σε λέω!

- Γουστάρεις ρε καριόλη; Καλά δεν τα λέω;
- Ρεσιτάλ, αγόρι μου! Ρε-σι-τάλ!

Ρεσιτάλ το κορίτσι, λέμε! (α ρε, να κολυμπούσα εκεί κοντά...) (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 21/05/10)(από jesus, 19/06/10)

Σχετικό: σολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified