Further tags

Πρόκειται για κλασικότατο λήμμα που μόλις και μετά βίας μπορεί να χαρακτηριστεί αδόκιμο και κατ' επέκτασιν να ενταχθεί στο σλανγκρ. Σημαίνει τον πουτσοκέφαλο, αυτόν που έχει στο μυαλό του το μουνί και γενικότερα το γαμήσι σε όλες του τις εκφάνσεις. Απαντά, σαφώς, και στο θηλυκό γένος τηρουμένων βέβαια των αντιστοιχιών· πορνόμυαλη, επομένως, είναι αυτή που έχει στο μυαλό της τον πούτσο, ενίοτε όμως και το μουνί. Ο όρος έλκει την καταγωγή από το αρχαίο πόρνος/η που σήμαινε τον άντρα, ή τη γυναίκα, που είχε ως κύρια ενασχόληση το γαμήσι και όλα τα paraphernalia.

  1. - Πρότεινα στον Νίκο να πάμε για ποτό και μου είπε «σπίτι σου ή σπίτι μου;». Ρε, το μαλάκα, μου την έχει δώσει!
    -Καλά, ρε συ, αυτός είναι πορνόμυαλος. Τι περίμενες, να σε πάει σε καμιά τσαγερί;

  2. - Η Ανθούλα είναι πορνόμυαλη. Όση ώρα της έδειχνα τον ισολογισμό αυτή με κοιτούσε στον πούτσο.
    - Μεγάλη πουτάνα. Εμένα μου την έπεσε από την πρώτη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην ερωτική ορμή, στύση και καρποφορία εφήβων και νεαρών ανδρών οι οποίες είναι τόσο ισχυρές ώστε να μπορεί ο νεαρός επιβήτορας να κρατήσει τα μπόσικα με μια προπορευόμενη γαϊδούρα στον ανήφορο.

Αγαπημένη έκφραση παππούδων όταν αναπολούν την (πραγματική ή φανταστική) σεξουαλικότητα των νιάτων τους και όταν αναρωτιούνται για τους γιους η εγγονούς τους στην Ηλεία.

- Θα σε πάω στη Μαρία τη χορεύτρια να μου πει μετά αν γκαστρώνεις γαϊδούρα στον ανήφορο ή τζάμπα σου δίνω χαρτζιλίκι για σουβλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απάντηση-ατάκα στα εξής:

[i]- Είναι τεράστιο!
- Είναι πολύ μεγάλα!
- Ουάου!
- Θα μου το δώσεις;[/i]

...και σε κάθε πρόταση που θα μπορούσε να κρύβει κάποιο σεξουαλικό υπονοούμενο. Το λένε όλες μπορεί να αντικατασταθεί με είπε και η μάνα / πατέρας / αδερφή σου για ποιο προσωπικές διαμάχες.

  1. - Ποποοοό! Κοίτα αυτό το Ροτβάϊλερ! Είναι τεράστιο!
    - Αυτό λένε όλες...
    - Ά να χαθείς μαλάκα!
    - Μαλάκα μ' έχει κάνει ο κώλος σου!

  2. - Τελικά το πήρες το Mercedes που έλεγες;
    - Μπα...Που να το παρκάρω στου Γκύζη; Είναι μακρύ..
    - Έτσι είπε και η μανουλίτσα σου χθες!

  3. - Δε χωράει έτσι...βάλ' το από πίσω.
    - Αυτό είπε και η αδελφούλα σου ρε! ΧΑΧΑ!
    - Τσκ...νιάνιαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένεκα η λαϊκή δοξασία-δεισιμαλακία ότι από το πολύ το τίκι τάκα τυφλώνεσαι, το ρήμα τυφλώνομαι μπορεί να κρύβει υπόνοια αυνανισμού, αν τα συμφραζόμενα το επιτρέπουν.

  1. - Τι έγινε, βρήκε γκόμενα αυτός;
    - Μπααα, το πάει ντουγρού για τύφλωση.

  2. από σχόλιο εδώ, να αυτοδιαφημιστούμε και λίγο:

έτσι κ αλλιώς στ @@ μου, αυτός θα τυφλωθεί στο τέλος. αν είναι να είσαι κομπλεξικός, κάν' το σωστά τουλάστιχον.

Bien mal acquis ne profite jamais. (από Vrastaman, 29/10/09)ε; (από BuBis, 29/10/09)πίσω και σας έφαγα κουφάλες! (από BuBis, 29/10/09)(από Vrastaman, 29/10/09)Για του λόγου το αληθές... (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο μαλάκας μάς φορτώνει το πρόβλημά του, ή όταν είμαι εγώ τόσο ψυχαναγκαστικός (και καλά ευαίσθητος) ώστε να φορτωθώ το ξένο πρόβλημα από μόνος μου, λες και δε μου φτάναν τα δικά μου.

Τα κωλογαμήσια, ως γνωστόν, είναι δύσκολη ιστορία (όσο και ευχάριστη για όσους τό 'χουν), είτε είσαι άντρας είτε γυναίκα. Άρα ισοδυναμεί, μεταφορικά, με πρόβλημα. Τα κωλοντέρτια είναι το άμεσο επακόλουθο... σωματικά και μεταφορικά πάλι.

Παρόμοια έκφραση: «ήμασταν μέσ' τα σκατά, μας ήρθαν κι απ' το Πέραμα».

  1. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Έχω μπελάδες με τον μικρό... πάλι άρρωστος είναι...
    - Τι λες μωρέ, πάλι; Μπας κι είναι κανα αρρωστιάρικο;
    - Μπα... μαλάκας είναι, χειμώνα καλοκαίρι με το κοντομάνικο, ε αυτή τη φορά τράβηξε μια πνευμονία και είμαι δύο βδομάδες χωρίς βοηθό, τά 'χω παίξει κανονικά... Ξένα κωλογαμήσια, δικά μας κωλοντέρτια, κατάλαβες;...

  2. - Έχω σκάσει από τη στενοχώρια μου που χώρισαν ο Τάκης και η Νερίνα... Ήταν τόσο ταιριαστοί... Πολύ στεναχωρέθηκα...
    - Άσε μας ρε Αντιγόνη, χαλλλάρωσε, στο μουνί σου το ιδιότροπο ο Τάκης κι η Νερίνα... Γκατάλαβα, ξένα κωλογαμήσια δικά μας κωλοντέρτια δηλαδή; Δεν κοιτάς τα δικά σου καλύτερα, λέω γω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τί να λέμε τώρα; Η έκφραση αποτελεί ακανθωδέστατη μεσογειακή δοξασία, που κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, σηκώνει όχι σεντόνι, αλλά πάπλωμα...

Τέλος πάντων, απηχεί αταβιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποίαν η γυναικεία παρθενία (όχι μόνον η σωματική) δεν έγκειται στην διάτρηση του υμένα, (δύναται πλέον να απολεσθεί και με ταμπόν). Κυρίως οι βυζαντινοί κι οι Οθωμανοί δεν έπαψαν στιγμή να επιδίδονται στο σοδομισμό. Παρ’ όλα αυτά, η λύσσα απάντων των μεσογειακών λαών για τον ορθό, έχει και κάποιες πρακτικές εκφάνσεις.


Παρθενία

Τα αυστηρότατα ήθη των Ελλήνων, των Αράβων, των Εβραίων, των Ιταλιωτών, των Ιβήρων κλπ, ουδέποτε επέτρεψαν στη γυναίκα το παραμικρό κοινωνικό ατόπημα. Η γυναικεία παρθενία υπήρξε το πρώτιστο μέλημα της ανδροκρατούμενης κοινωνίας μέχρι πολύ πρόσφατα στην ευρωπαϊκή Μεσόγειο (με μικρούς επίμονους θύλακες π.χ. Σικελία, Ανδαλουσία, Κρήτη κλπ) και εξακολουθεί να υφίσταται στο νότιο και ανατολικό όριό της μέχρι και σήμερα.

Εν Ελλάδι, επεδείκνυαν (σε διάφορα χωριά) το αιματοβαμμένο σεντόνι δημοσία, εν είδει ius primae noctis, μέχρι και πριν καμιά 30αριά χρόνια (βλ. «Στον Αστερισμό της Παρθένου»). Η «φιλημένη» κορασίδα, που ήταν αυτόχρημα και ατιμασμένη, ελάχιστες ελπίδες διατηρούσε να στεφανωθεί (εκτός βέβαια κι αν είχε γενναία προίκα)...

Η συντριπτική πλειοψηφία των παλιών ελληνικών ταινιών (μιλάμε για το 90%), υπήγαγε υποχρεωτικά το (απαραίτητο για να δέσει η σάλτσα του σεναρίου) ειδύλλιο στο κατώφλι κάποιας εκκλησίας, πριν να πέσει η μακέτα «Τέλος». Ούτω πως, οι επίδοξοι γαμιάδες άνδρες, αλληλοταλαιπωρούνταν από τους περιορισμούς, που είχαν θέσει άλλοι άνδρες στις θυγατέρες και στις αδερφές τους, το οποίο ισχύει με διάφορους τρόπους και σήμερα ακόμη και εν Αθήναις, όπως ορθότατα (!) το έθεσαν τα Ημισκούμπρια στον «Κύρη του Σπιτιού». Έτσι, δεν απέμενε στα ζευγαράκια, παρά η ερζάτς προγαμιαία συνεύρεση (μπαλαμούτι / χαμούρεμα, αλληλομαλακία, μπαντανάς / πινέλο, σπάτουλα κ.λπ. άπαντα τα οποία καλούνταν «εργολαβίες», ή μποστικά «γουργουλαβίδες» κατά το Μπαρμπα-Γιώργο), ή η «παρά φύσιν» συνουσία (από τους τολμηρότερους), προκειμένου να διαφυλαχθεί «ό,τι πολυτιμότερο» διέθετε το κορίτσι.

Εδώ, έχουν τη θέση τους δυο ανέκδοτα. Ένα ελληνικό κι ένα εγγλέζικο:

  1. (Διάλογος συμμαθητών):
    - Τελικά, τί έγινε με τη Σούλα;
    - Τί να γίνει; Πήγαμε και καλά βόλτα με τα ποδήλατα στο πάρκο.
    - Και μετά-και μετά; - Ε, κάτσαμε κάτω από’ να δέντρο, αρχίσαμε τα σορόπια, οπότε μου λέει αυτή «αγόρι μου, πάρε μου ό,τι πολυτιμότερο έχω!»
    - Και τί έκανες;
    - Πήρα κι εγώ το ρολόι της κι έφυγα...

  2. - Είναι σωστό να κάνεις σεξ πριν το γάμο;
    - Ναι, αρκεί να μην αφήσεις πολλή ώρα τον παπά να περιμένει!

Οι Ιταλίδες, οι Ισπανίδες και οι Ανατολίτισσες, ανέπτυξαν (όλως επικουρικώς!) και την τεχνική της πίπας, προς ανακούφιση των φουσκωτών καβάλων (βλ. Ζ. Μπρέλ «Στο λιμάνι του Αμστερντάμ» απόδοση στα ελληνικά Γ. Αραπάκης), ιδίως δε οι πρώτες ανεδείχθησαν σε πρωθιέρειες του κλαρίνου. Στη μίζερη Ψωροκώσταινα, εισήχθη νεωστί η πεολειχία από τους κακομαθημένους στα ξένα μπουρδέλα ναυτικούς μας και καθιερώθηκε η Ελλάς σε ζηλευτό βάθρο έναντι των άλλων κρατών της Ε.Ε. μόλις πρόσφατα, μετά από την πλύση εγκεφάλου που πραγματοποίησε με τις φυλλάδες του ο Κωστόπουλος. Τα ανωτέρω ελάμβαναν χώρα στα πάρκα και στα αλσύλλια (π.χ. βλέπε τις τσαϊράδες στο Σεϊχ-Σου), όπου όμως ελλόχευαν οι μπανιστηριτζήδες, οι οποίοι μπορεί να ήσαν ακίνδυνοι, μπορεί και όχι (βλ. την ιστορία του αδικοεκτελεσμένου «Δράκου» Αριστείδη Παγκρατίδη).

Αξίζει να σημειωθεί ότι και σήμερα ακόμη, υπάρχουν στέκια για τα κακόμοιρα τα «άστεγα» (βλ. έκφραση Αυλωνίτη στο ρόλο του θρυλικού Γύλου στη «Σωφερίνα»), που εξυπηρετούνται εντός του αυτοκινήτου π.χ. στο Λυκαβηττό της Αθήνας, στην πλαζ της Πάτρας κ.λπ. Στους απόμερους αυτοσχέδιους γαμιστρώνες της Νάπολης, βρίσκει κανείς ένα πάκο εφημερίδες, που χρησιμεύουν στην απόκρυψη του εσωτερικού του αυτοκινήτου. Μόλις τελειώσει η παράσταση, οι ναπολετάνοι, (όλως οικολογικώς) αφήνουν τις εφημερίδες στη θέση τους, για να τις χρησιμοποιήσει και κάνας άλλος...

Συνεπώς, ήταν (και είναι ακόμα σε πολλά μέρη, βλ. ανωτέρω) σύνηθες, η από-ληψις του απαγορευμένου καρπού να προηγείται χρονικώς της βεριτάμπλ συνουσίας, εν είδει προκαταβολής, αφού άλλωστε ο γάμος από νομική άποψη αποτελεί σύμβαση (!)

Οικογενειακός προγραμματισμός

Ωραία. Άντε και παντρεύτηκε το ζεύγος και κάνει όσες εισαγωγές-εξαγωγές θέλει. Τί θα γίνει τώρα; Γαμήσι και κουδουνίστρα θα το πάμε; Σαφώς και η αταβιστική πνευματική ένδεια, που μας κληροδότησαν οι μεσαιωνικοί πάτρονές μας, σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια, απηγόρευσε επί μακρόν την λήψη τεχνητών μέτρων αντισύλληψης και προφυλάξεως (και δεν εννοώ το κλείσιμο της πόρτας βλ. Monty Python «The Meaning of Life»). Εξ άλλου, πάντοτε συνέφερε το Κράτος (δια των Εκκλησιών) να αυξάνεται και πληθύνεται το κρέας για τα κανόνια σ’ έναν ενδεχόμενο πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, το δίπολο μουνί (=αναπαραγωγή) – κώλος (ευχαρίστηση) υποδηλώνεται ήδη από το ίδιο το σωματικό πρότυπο κι έτσι οι παπαρδέλες των εκκλησιών περί μη διαχωρισμού των δυο εναυσμάτων, περιττεύουν.

Έπρεπε λοιπόν, να βρεθεί μια σολομώντειος λύσις, ώστε και η πίτα να φαγωθεί κι ο σκύλος να χορτάσει και ευρέθη (εκτός κι αν νομίζετε ότι οι παππούδες μας έκαναν σεξ τόσες φορές όσα παιδιά είχαν). Εξ άλλου, υπήρχαν και τα μπουρδέλα. Βέβαια, η μακρά χρήσις του απευθυσμένου, υπερκερνά βαθμηδόν το πρακτικιστικό (δήθεν) έρεισμά της και αρχίζει να αποτελεί έξιν, οπότε περνάμε στην:

Μύηση

Όπως έχει ειπωθεί, ορισμένα γούστα προκύπτουν σε πολλούς αφ’ εαυτού, λόγω παν-ανθρωπίνως παραδεδεγμένων ιδιοτήτων τους (π.χ. η ζάχαρη είναι παγκοσμίως γλυκιά, το παστίτσιο είναι ανεκτό ακόμα και απ’ τους εχθρούς του, το χοσάφ -νύν παγωτό- πάντοτε δροσίζει, ένα καλό χέσιμο υπό κατάλληλες συνθήκες αποτελεί ευωχία κ.λπ.) και άλλα επιδέχονται και προϋποθέτουν μαθητεία, αφού είναι prima facie δυσάρεστα. Έτσι, δεν τρώγονται παντού τα έντομα ως επιδόρπιο, ούτε το ουίσκι αραρίσκει σ’ ένα πεντάχρονο (οι νεοέλληνες που το δοκίμασαν ευρέως μετά τον 2ο Παγκόσμιο έλεγαν χαρακτηριστικά «βρωμάει σαν κοριός!»), αλλ’ ούτε και το πρώτο τσιγάρο αφήνει καμιά ηδεία επίγευση (μάλλον το αντίθετο). Ομοίως, το χώσιμο ενός επιμήκους αντικειμένου στον κώλο σου, δεν είναι κι ο,τι καλύτερο (εν πρώτοις).

Δεν πρέπει όμως να συγχέεται η ανάγκη με το γούστο και η μεταλαμπάδευση με το καπρίτσιο. Ο λόγος λοιπόν για το λεγόμενο acquired taste (επίκτητο γούστο), το οποίον έχει κοινωνικές και άλλες ρίζες (βλ. habitus σε Pierre Bourdieu «La Distinction»). Στην πρώτη περίπτωση η ανάπτυξη οικειότητας με το αντικείμενο, αποκτάται χωρίς ιδιαίτερο κόπο, εφ’ όσον είναι άμεσα ευχάριστη και κοινωνικώς αποδεκτή εμπειρία για το άτομο. Στην δεύτερη, η προσέγγιση του αντικειμένου είναι έμμεση, αφού πρέπει αναγκαστικώς να επιτευχθεί κάμψη των αντιστάσεων του ατόμου/να ρίξει τα μούτρα/σφίξει τα δόντια, να υπερπηδήσει κοινωνικά εσκαμμένα (το οποίον όμως επουδενί στοιχειοθετεί κόπο παρά την εσωτερική πάλη κι έτσι την πατάνε οι βαυκαλιζόμενοι πρεζάκηδες), διά μέσω μαθητείας κοντά σε κάποιον εμπειρότερο-πρότυπο, σαν φιλομαθής κάλφας που έχει την υποψία-συνεπίγνωση ότι θα ανακαλύψει (;) μια καινούρια γλύκα στη ζωή του και θα την καταχωρήσει-εντάξει στον σκληρό δίσκο της προσωπικότητάς του με file name = Τα αγαπημένα μου.

Έτσι, η διαλεκτική σχέση μύστη-μαθητευομένου (αλλά και θύτη-θύματος), έχει ως εξής: Παρουσιάζεται ψυχική μεταστροφή του νεοφώτιστου και ενδεχόμενη πεοσήλωση στο αντικείμενο του πόθου (βλ. κόλλημα στον πρώτο γαμιά), ενώ αντίστροφα ο μύστης του «κόβει το βήχα»/«παίρνει τον αέρα», όπως λέμε. Ο νέος πρέπει να πήξει μέχρι να μάθει, χωρίς όμως ποτέ να δύναται να αμφισβητήσει ή να προσπαθήσει να ανατρέψει τον πάτρονά του, καθ’ όσον διάστημα ο τελευταίος βρίσκεται εν ενεργεία (δηλαδή καβάλα), μιας και ο Δαίδαλος καθάρισε το καλφούδι του, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Τα προβιομηχανικά βυζαντινοσμανλίδικα ισνάφια έπονται.

Ο ζητών ευρήσει και τω κρούοντι την θύραν ανοιχθήσεται, όταν πρόκειται για ενεργητική κι εξελικτική διεύρυνση των αισθήσεων που συντελείται προοδευτικά (όχι που πλακωθήκαμε πρόσφατα με το άστε ντούα στα λασπωμένα σούσα), χωρίς όμως να συνοδεύεται απο επανάπαυση στην ηδονή (βλ. τοξικές ουσίες), αφού το άτομο έχει κατασταλλάξει στο ποιός είναι και τί ακριβώς ψάχνει. Ο συνετός περιηγείται – ο βλάξ περιπλανάται.
Ποιός παραδέχεται ότι έχει άδικο όμως; Οι βετεράνοι των λεωφορείων έχουν αλλόκοτα σουσούμια (π.χ. Άλλος ξέρει οτι δεν είναι ωραίος, άλλος έχει επίγνωση ότι δεν είναι και κάνας πλούσιος, άλλος εκλογικεύει κάνοντας μπαϊράκι την αμορφωσιά του κλπ), τα οποία συγκλίνουν σ’ ένα μόνο: Κανείς δεν υποστηρίζει ότι είναι μαλάκας(!)

Μια παροιμία λέει «απ’ τα γλυκά πνίγεσαι κι όχι απ’ τα ξινά». Λάθος. Τελικά υπάρχουν και (τ)όξινα γούστα που αν τα συνηθίσει ο κοινωνός, μπορούν να προκαλέσουν πνιγμό, π.χ. η έξη στα ναρκωτικά επιτυγχάνει τον συνδυασμό των δυο ανωτέρω περιπτώσεων, με μια ψευτο-εσάνς συνειδητής αυτοκαταστροφής.

Στην αρχαία Ελλάδα λοιπόν, το κωλομπαριλίκι μετά μυήσεως έδινε κι έπαιρνε, αλλά ο Διογένης κορόιδευε έναν θηλυπρεπή νεαρό, που του’ χε χαρίσει ένα μαχαίρι ο γαμιάς του, λέγοντάς του ότι «η κόψη είναι καλή-αλλά η λαβή αισχρά».

Παρ’ όλα αυτά, το κωλογαμήσι, δεν αποτελεί απαραίτητα αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Δουλειά δεν είχε ο Δουρής, γαμούσε τα παιδιά του, συνεχίζοντας αποκομμένος από την κοινωνία, μια παλιοκαιρίσια αρβανίτικη αιμομικτική παράδοση. Οι δημοσιογράφοι τηλε-έφριτταν, αλλά είχαν σίγουρα ακούσει την έκφραση «φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό να με λες θείο», όπως και τα αμέτρητα κωλομπαρίστικα σχολικά πειράγματα (που δεν υπάρχουν στην Ισπανία-Ιταλία, αλλά απαντώνται στην «γείτονα» και νυν «φίλη» Τουρκία).

Στο «120 μέρες στα Σόδομα», απαραίτητη προϋπόθεση της συνουσίας ήταν η έλλειψη ευχαρίστησης εκ μέρους του υποβαλλομένου σε δοκιμασίες θύματος.
Σε όλες τις ανδρικές φυλακές του κόσμου, ο αναγκαστικός σοδομισμός ενέχει το στοιχείο του εξευτελισμού και διενεργείται προς ξεκάβλωμα, τιμωρία ή αποκαθήλωση.

Οι πουτάνες κι οι μουρλοί ταυτίζουν το ξύλο με την αγάπη (και στις δυο περιπτώσεις η φυσική εξουσίαση σφραγίζεται πανηγυρικά με την υποβολή σε σωματικό πόνο, ενώ στην πρώτη ενυπάρχει και η επιθυμία εξιλέωσης-κάθαρσης του θύματος βλ. «Ευδοκία»).
Το παιδί σου και το σκυλί σου όπως το μάθεις.

Κατά μια έννοια, τα γυναικεία στήθη αποπνέουν πεπερασμένη ηδονή σε σχέση με τους παρομοίως σχηματισμένους γλουτούς, δεδομένου ότι δεν διαθέτουν πύλη, που να οδηγεί κάπου. Τελικά, ποιός μυεί ποιόν;

Οι W.A.S.P. Αμερικάνες κι οι Βορειοευρωπαίες (και βέβαια δεν εννοώ τις Γαλλίδες!) απεχθάνονται την από έδρας συνέντευξη, θεωρώντας την σικχαμερή και ανώμαλη (!) αμαρτία, διότι άλλα tempora και άλλα mores. Θα’ ρθει κι αυτωνών η ώρα τους.
Άλλωστε οι Germani επί σειρά αιώνων εκτελούσαν τους πούστηδες κι όσους γαμούσαν κώλο, πηγαίνοντας αυτόχρημα στη Βαλχάλλα με λευκό μπαστούνι και σκύλο συνοδείας. Αυτό δεν εμπόδιζε φυσικά τον αρχηγό των ναζιστικών S.A. Ernst Julius Röhm να τον κολατσίζει απ’ τους υφισταμένους του (που τονε φάγανε γι’ άλλο λόγο).
Ο Οιδίπους τυφλώθηκε, αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ τί ακριβώς παίχτηκε με την Ιοκάστη. Είναι ενδεικτικές οι αργκοτικές εκφράσεις του κώλου, που αποδίδουν τιμές και προδίδουν οικειότητα στον σοδομισμό (π.χ. γαλλικά enculé, ιταλικά vaffanculo, ισπανικά que te den por culo, χώρια μερικές ελληνικές, αραβικές και τουρκικές αντίστοιχες που δεν θυμάμαι τώρα)...

Σύμφωνα λοιπόν με την δοξασία αυτή, μόνον ο πρώτος άνδρας που κατέπεισε μέσω μιας μυητικής διαδικασίας (που περιλαμβάνει και πολύ μπίρι-μπίρι) την γυναίκα να υποστεί τον σοδομισμό, μέχρι να τον συνηθίσει και να τον επιζητεί και η ίδια, μπορεί να θεωρεί ότι την κυρίευσε παίρνοντάς την από το χεράκι, από το έρεβος της αγνότητας στο φώς του συνειδητού.

Ας μη γελιόμαστε όμως. Η καρκινική ρήση του αρχιερέα της νεοελληνικής αργκό Ζώρζ Πιλαλί «η γυναίκα αναζητεί τον διαφθορέα της», παραπέμπει στην απλή υπόμνηση της μεθόδου της διαφθοράς αυτής από τον χαζο-θύτη, αφού αυτή έχει (πάντα) το πάνω χέρι...

- Τί έγινε με τη Σούλα; Τη γάμησες;
- Ναι αμέ!
- Κώλο σου' δωσε;
- Όχι! Δε γουστάρει λέει και δεν το' χει κάνει ποτέ.
- Καλά αγόρι μου! Σε φουμάρει η γκόμενα. Η παρθενιά της γυναίκας είναι από κώλο βρεεε!
- Κι άμα λέει αλήθεια;
- Ακόμα χειρότερα! Ή είναι ξενέρα η γκόμενα ή δε σε πολυγουστάρει και σε βλέπει σαν ξεπέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

…το Χριστό (μου, σου, του, σας, τους) ή/και την Παναγία (μου, σου, του, σας, τους):

Προσοχή, ακολουθεί σεντονάρα, διαβάζετε υπ΄ ευθύνη σας:

Με αρετή και τόλμη, (που θέλει η ελευθερία), χωρίς φόβο και πάθος, έφτασε η ώρα για τον γενναίο λημματογράφο, σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, να αναμετρηθεί με την ποιητικότατη, (ίσως την ποιητικότερη όλων), φράση αυτή και τα τεράστια υπαρξιακά - ανθρωπολογικά ερωτήματα που γεννά, σε φάση Δον Κιχώτης που επιτίθεται στους ανεμόμυλους.

Απαραίτητες προκαταρκτικές παρατηρήσεις :

1) Πρώτο κλειδί για το ξεκλείδωμα του μυστηρίου είναι η συντακτική ανάλυση της πρότασης, που έχει ως εξής :

α) Ένα γνωστό μεταβατικό ρήμα : γαμάω.

β) Αντικείμενο του ρήματος: ο Χριστός ή/και η Παναγία

γ) Μία προσωπική κτητική αντωνυμία (-μου, -σου, -του, -σας, -τους, ποτέ -μας, αφού, όπως θα δούμε, βρισκόμαστε στο βασίλειο της απόλυτης ατομικότητας και δεν χωρούν εδώ συλλογικότητες παντός είδους). Η αντωνυμία ορίζει σε ποιόν ανήκει το αντικείμενο, δηλαδή ο Χριστός και η Παναγία. Η χρήση της αντωνυμίας είναι προαιρετική, αφού η φράση συναντάται και χωρίς αυτήν.

2) Δεύτερο κλειδί για την κατανόηση της φράσης είναι η μορφή που λαμβάνει η εξύβριση των θείων σε άλλες γλώσσες. Ενδεικτικά και μόνον :

Αγγλικά : Υπάρχει το Holy shit, αγαπημένη έκφραση του Μπουκόβσκι, που ο Τέος Ρόμβος μεταφράζει ως “θεία σκατά”.

Ιταλικά : porco Dio, porco Cristo, Dio maiale, και το χειρότερο όλων, porca la Donna, δηλαδή παραλληλισμός των θείων προσώπων με γουρούνι και χοίρο.

Ισπανικά : me cago en Dios, me cago en Cristo, me cago en copon (δισκοπότηρο), me cago en la ostia (η όστια), και το χειρότερο όλων, me cago en la Virgen, δηλαδή οι φίλοι μας οι Ισπανοί, για λόγους που αυτοί ξέρουν, δεν γαμούν, αλλά χέζουν τα θεία.

Εισαγωγικό συμπέρασμα : Η εξύβριση των θείων με την άνω συντακτική μορφή που απαντάται στην ελληνική, δηλαδή το συγκεκριμένο ρήμα, το συγκεκριμένο αντικείμενο/α + (προαιρετική) προσωπική αντωνυμία, δεν απαντάται, τουλάχιστον στις άνω γλώσσες.

3) Η φράση αυτή λέγεται από κάποιον υβριστή σε κάποιον υβριζόμενο και θεωρείται από τις χειρότερες βρισιές που μπορούν να ειπωθούν στα ελληνικά. Η ένταση της στιγμής είναι μεγάλη, η ατμόσφαιρα βαριά και ασήκωτη. Δεν είναι από τις βρισιές που λέγονται για πλάκα. Κυριαρχεί και ξεχειλίζει το μέγα πάθος. Τόσο βαριά είναι η βρισιά, ώστε θεωρείται μεγάλη ύβρις (βλασφημία, αμαρτία) ακόμα και από τον ίδιο τον υβριστή, και για αυτό το λόγο έχουν εφευρεθεί και οι γνωστές παραλλαγές που βοηθούν τον υβριστή να παρακάμψει την αμαρτία που διαπράττει με το να σκεφθεί και μόνον την φράση. Βλ. γαμώ την Παναχαϊκή μου, γαμώ την πανακόλα, το χριστόφορο κολόμβο, κ.λπ. Οι ανώδυνες αυτές παραλλαγές δεν μας αφορούν εδώ. Μας αφορά μόνον η φράση όπως ακούγεται στην πληρότητά της, (ρήμα + αντικείμενο + αντωνυμία).

Όποτε λοιπόν ακούμε την φράση πλήρη, ένα καμπανάκι συναγερμού χτυπάει, ο Ρουβίκωνας είναι πια πίσω μας, τα σύνορα έχουν παραβιαστεί, γνωρίζουμε ότι μπαίνουμε στην περιοχή του αληθινού πάθους, του αληθινού θυμού, της αληθινής απόγνωσης, της αληθινής άσκησης εξουσίας από άνθρωπο σε άνθρωπο, (η λεκτική βία όταν είναι πηγαία και αληθινή είναι από τις πιο έντονες και σπαρακτικές μορφές άσκησης εξουσίας, δείτε π.χ. τις ταινίες του Οικονομίδη), των αληθινών ανθρώπινων συναισθημάτων.

Είναι αδιάφορο εάν τα συναισθήματα είναι θετικά ή αρνητικά, μικροπρεπή και ταπεινά ή μεγαλόπνοα, σημασία έχει ότι είναι αφενός αληθινά, αφεδύο ανθρώπινα. Άλλωστε «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Ο υβριστής είναι άνθρωπος με πάθη και παθήματα, και την στιγμή που εκστομίζει την φράση, τον πνίγει το υποκειμενικό του δίκαιο, (εννοείται ότι αντικειμενικά μπορεί να έχει, και συνήθως έχει, άδικο), τα πάθη του ξεπερνούν τα όρια, δεν γνωρίζει αυτός από φτιασίδια, προφάσεις και καθωσπρεπισμούς, γκρεμίζει τις συμβάσεις και επικεντρώνεται στην ουσία, που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσβολή του υβριζόμενου, μέχρι εκμηδενισμού του, αν είναι δυνατόν. Μυρίζει ανθρωπίλα ένα γύρω, δεν είναι ευχάριστο.

Το ίδιο συμβαίνει και όταν, ο υβριστής και υβριζόμενος ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο. Εδώ ο υβριστής θυμωμένος αυτοοικτίρεται και αυτοεκμηδενίζεται, κυριαρχημένος από το συναίσθημα της ιερής αγανάκτησης και συνειδητοποιώντας την ανθρώπινη αδυναμία του, (βλ. 2ο παράδειγμα), χρησιμοποιεί την προσωπική αντωνυμία στο πρώτο ενικό πρόσωπο, – μου.

Μπαίνουμε λοιπόν στην περιοχή της απόλυτα επικίνδυνης πραγματικότητας. Στην αληθινή αλήθεια της αλήθειας που έλεγε και ο Σκαρίμπας. Από εδώ και πέρα, enter at your own risk. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλήρης φράση ακούγεται συχνά από ανθρώπους της δουλειάς, κυρίως χειρώνακτες, π.χ. από μάστορες προς νέους μαθητευόμενους για ένα λάθος τους, ή πάνω σε μία δύσκολη και έντονη στιγμή της εργασίας, όπου η αμείλικτη πραγματικότητα έχει το πάνω χέρι και δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα. Οι σπουδαγμένοι, οι πολιτισμένοι και οι καθωσπρέπει, θα την αποφύγουν πάση θυσία, έστω και με τις άνω παραλλαγές. Θέλει πρωτογονισμό για να το πεις αυτό το πράγμα, πόσο μάλλον να το λες και να το πιστεύεις. Δεν θα το ακούσεις από χείλη φλώρου, και αν το ακούσεις, δεν θα σε πείσει.

Και ας μπούμε επιτέλους στο ζουμί. Τι εννοεί ο ποιητής, συγγνώμη, ο υβριστής;;;

α) Ο υβριστής (λέει ότι) γαμεί.

Ναι, αλλά τι είναι το γαμήσι, τουλάχιστον στην συγκεκριμένη περίπτωση;

Το γαμήσι είναι η επικοινωνία με τα βαθύτερα ένστικτά μας, η κραυγή του ζώου, η επιβεβαίωση ότι ο άνθρωπος είναι ένα υπέροχο και συνάμα ρυπαρό ζωώδες πλάσμα, (ρυπαρό γι΄αυτό υπέροχο), η επιβεβαίωση της ανθρώπινης ουσίας μας, η οποία βέβαια πάει πακέτο με την θνητότητά μας, (όλοι θα πεθάνουμε αδέρφια, γι΄ αυτό γαμάτε, γιατί χανόμαστε). Να γιατί κατά τη διάρκεια, αλλά και για λίγο μετά από κάθε γαμήσι, για λίγο πιο ανάλαφροι, για λίγο πιο χαρούμενοι, ιδρωμένοι, πασαλειμμένοι, λερωμένοι από τα σωματικά μας υγρά και τις εκκρίσεις, αισθανόμαστε λίγο πιο άνθρωποι, ή αλλιώς, το ίδιο κάνει, αισθανόμαστε έστω για λίγο θεοί, πάει να πει έστω και για λίγο αθάνατοι !!!.

β) Τι (λέει ότι) γαμεί ο υβριστής ;;;;

Ο υβριστής γαμεί και αναπόφευκτα λερώνει αυτό που η ανθρώπινη σύμβαση που λέγεται θρησκεία (εδώ χριστιανισμός, ορθοδοξία), καθορίζει ως το πιο αμόλυντο, το πιο άχραντο, το πιο σεπτό, το πιο ιερό, το πιο σεβαστό, το πιο ανέγγιχτο, το άμωμο, το πιο πνευματικό, πνευματώδες και άυλο, εν τέλει το πιο μη ανθρώπινο ον που μπορεί ποτέ να υπάρξει, δηλαδή το Χριστό ή/και την Παναγία.

Άρα ο υβριστής μέσα από το πάθος και την ένταση της στιγμής, φέρνει το θείο στα ανθρώπινα δικά του μέτρα, ο υβριστής άνθρωπος θεώνεται, ενώ το θεϊκό υπέρτατο και άυλο αντικείμενο, (ο Χριστός ή/και η Παναγία) εξανθρωπίζεται. Όλα αυτά με τρεις λέξεις. Αν δεν είναι ποίηση αυτό, τι είναι;;

Εδώ μπαίνουμε στην ουσία της ελληνικής σλανγκικής ιδιαιτερότητας. Το γεγονός ότι η εξύβριση των θείων έχει αυτή την μορφή στην Ελλάδα, δεν μπορεί παρά να με οδηγήσει συνειρμικά σε μία μακρινή εποχή, όπου η θρησκεία, (όχι θεϊκό, αλλά πάντα ανθρώπινο δημιούργημα, μην το ξεχνάμε), μιλούσε για τσαχπίνηδες θεούς και θεές, που λιάζονταν τεμπέλικα, κόβοντας από ψηλά την κίνηση (σημαντικός ο ήλιος για να φτιαχτεί η όλη κατάσταση).

Εάν λοιπόν κόζαραν κανένα θνητό κομμάτι τούμπανο, δεν δίσταζαν να κατέβουν στα χαμηλά και να ζήσουν από κοντά την περιπέτεια του έρωτος, να μοιραστούν έστω και για λίγο την χαρούμενη αλλά και αναπόφευκτη μοίρα της θνητότητας και να εξανθρωπιστούν γαμώντας ή/και γαμούμενοι/ες.

γ) Και ποιο το νόημα της προσωπικής κτητικής αντωνυμίας;

Η αντωνυμία επιβεβαιώνει και κλειδώνει όλα τα παραπάνω. Η χρήση της σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του ατομικό θεό (Χριστό, Παναγία, γουατέβερ), το δικό του προσωπικό υπέρτατο και άχραντο πνευματικό άυλο ον. Η διαφορά είναι ότι εδώ το υπέρτατο ον ανήκει αποκλειστικά και ad hoc στον υβριζόμενο.

Δηλαδή πάει να πει ότι δεν πρόκειται γενικά για τον θεό όλων των ανθρώπων, είναι συγκεκριμένα ο συγκεκριμένος αποκλειστικός θεός του υβριζομένου. Και εδώ λοιπόν έχουμε μία σημαντική ιδιαιτερότητα, δηλαδή έναν ολόκληρο αθάνατο θεό μόνον για την δική μας την θνητή πάρτη, για ατομική χρήση. Για αυτό είπα παραπάνω ότι βρισκόμαστε στο βασίλειο της απόλυτης ατομικότητας.

Μην ξεχνάμε, ξαναλέμε, την πολύ συχνή ταύτιση υβριστή και υβριζόμενου στο ίδιο πρόσωπο, όταν χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας - μου, όπου είναι πλέον φανερή η ύπαρξη του ατομικού θεού, μόνο για πάρτη μας, για ατομική χρήση, έναν θεό που δεν διστάζουμε να (λέμε ότι) τον γαμάμε, πάνω στα νεύρα μας.

Ο υβριστής λοιπόν, πάνω στην ένταση της στιγμής, δεν κωλώνει να κατεβάσει κάτω το αποκλειστικό υπέρτατο θεϊκό ον του υβριζόμενου, (ή και του εαυτού του), από τα ψηλά που βρίσκεται και να το εξανθρωπίσει, κατά την έννοια που πιο πάνω αναλύσαμε. Ένα είδος βίαιης αποκαθήλωσης που οδηγεί στον εξανθρωπισμό του θείου. Η σχεδόν βάρβαρη και βίαιη λεκτική αντίθεση που δημιουργείται από την άμεση αντιπαράθεση μέσα στην ίδια φράση των εννοιών: α) του ιερότατου, πάνσεπτου και άυλου όντος, και β) της αδυσώπητης εξανθρώπισης του όντος αυτού, δια του γαμησιού, οδηγεί στην επίτευξη του αρχικού στόχου, δηλαδή την λεκτική εκμηδένιση του υβριζόμενου και στην δημιουργία μεγάλης έντασης και υπερβολής, ή αλλιώς ποίησης.

Υπενθυμίζεται ότι η εξύβριση των θείων τιμωρείται από τα άρθρα 198 και 199 του ελληνικού ποινικού κώδικα, με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών.

  1. «Κρίμας το κορίτσι» λένε το κεφάλι τους κουνάν τάχατες για μένα κλαίνε δε μ΄ απαρατάν !

Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ΄ τις δυο μεριές
το πρωί που δε μιλιέμαι βρίζω Παναγιές

και το βράδυ όπου κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού λες και κονταροχτυπιέμαι ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου

Τη χαρά δεν τη γνωρίζω και τη λύπη την πατώ Σαν τον άγγελο γυρίζω πάνω απ΄ τον γκρεμό.

(Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη).

  1. Και ΄γω σ΄ αγαπώ, γαμώ το Χριστό μου Και ΄γω σ΄ αγαπώ, γαμώ το Χριστό.

(Τζίμης Πανούσης, Ερωτικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπινελίκι αυτό και οι παραλλαγές του (μωρή ξεσκισμένη, παλιοξεσκισμένη, κ.α.) αποτελούν πολύ βαριές προσβόλες.

Συνήθως απονέμεται σε:

Εκ του αρχ. σχίζω.

Αποσιστωμένη, εις την μαρτυριάρικην Τζύπρον.

  1. - Και μετά η Απελευθέρωση. Βλέπουμε τη λευτεριά «πανώρια κόρη» που την κατάντησαν ξεσκισμένη πόρνη να σέρνεται τα επόμενα χρόνια στους δρόμους της Αθήνας, διεκδικούμενη από πλήθος νταβατζήδες και εργολάβους. Η ανασυγκρότηση της νέας Ελλάδας... (από εδώ)
  1. - Η ξεσκισμένη η Canon δε δίνει τα specs για να φτιαχτούν drivers για τον εκτυπωτή μου (μόνο μαύρο και υπό προϋποθέσεις μπορώ να τυπώσω)... (από εδώ)

Ο γιατρός με το μαγικό νυστέρι (από Vrastaman, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλαψομουνιά, κλαψομουνίαση, κλαψομούνιασμα: η τάση που έχουν οι γυναίκες να κλαίγονται με το παραμικρό. Λέγεται και για άντρες.

Από το κλάμα > κλάψα και μουνί (=γυναίκα). ρ.: κλαψομουνιάζω

παράγωγα: κλαψομούνης, κλαψομούνα, κλαψομούνικο, κλαψομούνιασμα, κλαψομουνέικος

Ανάλυση-σχόλιο

Κάποτε οι γυναίκες εξέφραζαν το αδιέξοδό τους με κομιλφό λιποθυμίες. Τώρα που οι καιροί άλλαξαν προς το φεμινιστικότερο δικαίωμα στο να τα πρήζουμε τα του άλλου απροκάλυπτα, το «αααααχ!» της λιποθυμίας αντικαταστάθηκε με γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια. Στο μεταξύ, ευθαρσώς πως, η λέξη «γυναίκα» αντικαταστάθηκε με τη σειρά της με τη λέξη «μουνί», άρα η γυναικεία κλάψα έγινε τελικά «κλαψομουνιά» ή «κλαψομούνιασμα» ή «κλαψομουνίαση» (το τελευταίο ακούγεται και σαν αρρώστια, όπως και είναι -από μια άποψη).

Πλην αλλ΄όμως, ωιμέ και φευ!, η κλαψομουνιά χαρακτηρίζει και τον άντρα. Και κει τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Κλαψομούνης άντρας είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να σου τύχει. Δεν ξέρεις με τί έχεις να κάνεις και πώς κι από πού να τον πιάσεις. Γιατί ο κλαψομούνης δεν το κάνει για να κερδίσει κάτι, όπως η γυναίκα. Το κάνει επειδή είναι κλαψομούνης, είναι εκ γενετής ανικανοποίητος και ακαταστάλακτος, έχει την κακιά πλευρά της γυναίκας μέσα του. Να πω επίσης ότι σε κάθε άντρα, όταν αρρωσταίνει με μια απλή γριππούλα ή έναν πονόδοντο, η κλαψομουνιά είναι εκ των ων ουκ άνευ (καλία ήταν αυτό).

Τώρα τι εστί κλαψομουνιά ακριβώς: είναι όταν μας φταίνε όλα, όταν τίποτα δεν μπορεί να γίνει όπως το θέλουμε επειδή και καλά όλοι στέκονται εμπόδιο μπροστά μας, είναι τεσπα μια επιφανειακή εκδήλωση απόγνωσης και του αισθήματος του ανικανοποίητου, είναι αφόρητη γκρίνια, συχνά συνδυασμένη με φάση γούτσου και πιθανόν και με ορμονικές εμπλοκές, τύπου προεμμηνορρυσιακού συνδρόμου (σκέτο μεγαλείο).

Είναι αληθινή κλαψομουνιά όταν το μυαλό δεν μπορεί να σταθεί παρά μόνο στο παράπονο και είναι ψευτοκλαψομουνιά όταν θέλουμε να μας κάνουν το χατήρι ή βαριόμαστε να κάνουμε αυτό που είναι να κάνουμε, ή τεσπα το παίζουμε έτσι γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος που διαθέτουμε ώστε να μας δώσουν σημασία. Κλαψομουνιάζουμε επίσης όταν ντρεπόμαστε να παραδεχτούμε ότι είμαστε ευτυχισμένοι και όλα μας πάνε καλά. Νομίζουμε έτσι ότι παραέξω δίνουμε ένα προφίλ που δεν θα ξεσηκώσει τον φθόνο του άλλου και το οποίο θα μας εξισώσει με κάποιους λιγότερο ευτυχείς από μας ή θα μας καταστήσει θύμα της ζωής στα μάτια των άλλων, άρα πιο μάγκα, πιο ρεμπέτη, πιο άξιο /-α της προσοχής των.

Η κλαψομουνιά είναι δυστυχώς δομικό στοιχείο του χαρακτήρα όποιας /-ου την φέρει, άρα και δυσκολότατο να την αποβάλει. Προκύπτει από το μέγα αμάρτημα κατά του εαυτού μας: την αδυναμία μας να εντοπίσουμε μέσα μας το μερίδιο ευθύνης που φέρουμε όταν οι καταστάσεις δεν έρχονται όπως θα τις επιθυμούσαμε. Είναι, ως γνωστόν, πιο εύκολο και καθόλου επώδυνο να φταίνε πάντα και μόνο οι άλλοι, άρα και να τους ζητάμε (τα ρέστα ή τα πάντα). Πρόκειται καθαρά για σύμπτωμα ναρκισσιστικού χαρακτήρα.

Γενικά οι γυναίκες θεωρούμαστε κλαψομούνες από φύση. Τις περισσότερες φορές αυτό είναι πολεμική τακτική παρά τρόπος ζωής. Ε, μια και δυο, γίνεται και τρόπος ζωής. Και η αλήθεια είναι ότι πολλοί λυγίζουν μπροστά στην κλαψομουνιά, είτε επειδή τους πείθει ή επειδή θέλουν να ξεμπερδεύουν (νομίζουν) και κάνουν τα χατήρια, μπας και το «θύμα» συχάσει.

Τέλος, η κλαψομουνιά είναι επίσης παρεξηγημένο παράπονο, όταν δηλαδή ο άλλος αντιλαμβάνεται το αίτημά μας μόνο ως τέτοιο. Αυτό συμβαίνει επειδή α. δεν θέλει να παραδεχθεί ότι πράγματι είμαστε ενοχλημένοι από το αντικείμενο του παράπονού μας, β. επειδή δεν μπορεί (φύσει και θέσει) να διακρίνει την παραπάνω αλήθεια, γ. υπεκφεύγει γιατί δεν μπορεί να μας ικανοποιήσει / παρηγορήσει / βρει λύση και το ρίχνει στο ότι αυτό που λέμε είναι κλαψομούνικο.

Η αλήθεια είναι ότι δεν πείθει η κλαψομουνιά ούτε καν αυτόν που την εκφράζει.

Και να μην ξεχνάμε τι είπαν κάποιοι για τον πόνο:

«Οι μικροί πόνοι φλυαρούν, οι μεγάλοι σιωπούν» - Curæ leves loquuntur, ingentes stupent (Σενέκας), και

«Όποιος μπορεί να πει ότι καίγεται έχει απλώς αρπάξει λίγο» -Chi puo dir com'egli arde è in picciol fuoco (Πετράρχης).

Από τον Montaigne και το «Περί Θλίψης» δοκίμιό του όλ' αυτά.

ΥΓ: Οι κακές γλώσσες λένε ότι είμαστε κλαψομούνικος λαός. Το αφήνω στην κρίση σας.

από το ΔΠ, νονός allivegp

βλ. και μπαρμπουνομουρμούρα

  1. - Τι έγινε, πώς πάει;
    - Ε, πώς να πάει μωρέ... Φτώχεια, ανεργία, το κράτος... Σπίτι όλη μέρα και πουλοβαράω...
    - Πάψε ρε πούστη πια, όλο τα ίδια και τα ίδια, πες επιτέλους ότι έχεις και τρως τα έτοιμα και ότι την ξύνεις κανονικά και κόφ' την κλαψομουνιά, έλεος!

  2. - Τι έγινε, πώς είσαι;
    - Να, εδώ, μόνη σαν το λεμόνι, τηλέφωνο δεν χτυπάει, δεν έχω με ποιον να πάω μια βόλτα, όλη μέρα μέσα στο σπίτι κλεισμένη, μαγειρεύω για τον εαυτό μου, βλέπω λίγη τηλεόραση, ε, πώς να πάει...
    - Ρε συ σου έχω πει χίλιες φορές, τράβα γράψου σε κανα γυμναστήριο να γνωρίσεις κανα γκόμενο, καμιά φιλενάδα...
    - Απαπα, δεν μπορώ να φοράω φόρμες και αθλητικά εγώ...
    - Ε άρχισε ζωγραφική, κεραμική, κάποια τέτοια τέχνη...
    - Απαπαπαπα, εκεί πάνε όλες οι τρελές. Εξάλλου μια χαρά ζωγραφίζω μόνη μου...
    - Γράψου στο κολυμβητήριο να κάνεις και τα μπανάκια σου.
    - Απαπαπα, θα μου χαλάσει το μαλλί, αστειεύεσαι;
    - Ε μα τι θες τέλος πάντων για να κόψεις την κλαψομουνιά;
    - Έναν γκόμενο τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό μου, με λεφτά, ελεύθερο, να μην είναι αδελφή, να μην είναι χωρισμένος, να μην θέλει παιδιά, να μην είναι μαμάκιας, να γουστάρει ταξίδια και θέατρα και εστιατόρια, να είναι καλός οδηγός και να έχει γαμώ τ' αμάξια, να είναι ωραίος, ψηλός, γυμνασμένος, καλοντυμένος, καλόγουστος, να έχει το δικό του σπίτι, να μη θέλει γάμο, να μην κοιτάει άλλες και να με έχει στα ώπα-ώπα.
    - Α μάστα. Και τι του δίνεις εσύ για όλ' αυτά;
    - Ε τι του δίνω... Ένα ρετιρέ και την ομορφιά μου!

(πραγματικός διάλογος...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified