Σημαίνει ότι καταφέρνω και τη γνωρίζω με τη βιβλική έννοια. Να σημειωθεί ότι όλη η σχετική ορολογία (βγάζω γκόμενα [ξετρυπώνω], χτυπάω γκόμενα) έχει κυνηγετική προέλευση. Δλδ. και το «ρίχνω» θεωρώ ότι δεν σημαίνει «ρίχνω στο κρεβάτι», αλλά τη ρίχνω σα μπεκάτσα. Τη σήμερον ημέρα ο πιο εύκολος τρόπος να ρίξεις γκόμενα είναι να περιμένεις στην πάνω έξοδο κυλιόμενης σκάλας που ανεβαίνει και μόλις δεις κάποια με τακούνι να μιλά αφηρημένη με φίλη της ή στο κινητό κρατώντας και ψώνια απλώνεις το πόδι και της βάζεις τρικλοποδιά. Θα πέσει, σίγουρα πράματα.

- Τη βλέπεις αυτή στη σκάλα, δεν υπάρχει έτσι;
- Νάρα... κλασική περίπτωσις που κοιτάζει το υπερπέραν, μην τυχόν και συναντήσει κανά λιγουροβλέμμα....
- Εμ τι λέμε, αυτές τις ρίχνεις εύκολα...

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που ειπώθηκε για πρώτη φορά από την Ντένη Μαρκορά (κείμενο Αλ. Ρήγα) στην θρυλική σειρά «Δύο Ξένοι».

  1. Διερευνητική ερώτηση, έμμεσου τύπου, δια τον σεξουαλικό προσανατολισμό του συνομιλούντος/ενός τρίτου... κάποιου..

  2. Αφορά την διεισδυτική διαδικασία του ανδρικού μορίου εις όποια οπή είναι εύκαιρη...(ανεξαρτήτως φύλου του φέροντος αυτήν).

Ακολουθεί κατατοπιστικότατο οπτικοακουστικό υλικό.

(από mparmpa_thymios, 11/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδεδομένη λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει το γεγονός ότι κάποιος /-α δεν έχει συμπεριλάβει στις εμπειρίες του τον έγγαμο βίο.

Αναφέρεται μειωτικά κυρίως σε ανύπαντρες γυναίκες μια και αυτές αποτελούσαν μέχρι πρότινος τον πιο ευάλωτο πληθυσμό στην κοινωνική πίεση για «αποκατάσταση». Οι καιροί αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν όμως -οι γυναίκες μπορεί να γίνονται όλο και λιγότερο ευάλωτες σε αυτές τις μαλακίες αλλά αυτό δεν σταματά τον κάθε παπάρα και την κάθε κυρα-περμαθούλα να συνεχίζουν ακάθεκτοι να λένε το μακρύ τους και το κοντό τους. Παρόμοια είναι η κατάσταση και για τους ανυπογύναικους άντρες, πλην όμως χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη επιείκεια για γνωστούς και επίσης καθ' όλα μαλακισμένους λόγους.

Αντιπροσωπευτικοί των μυαλών που κουβαλάμε ως λαός, που δεν εννοεί να σέβεται προσωπικές επιλογές αλλά αντίθετα αρέσκεται να επεμβαίνει και να ασκεί κριτική επί προσωπικών θεμάτων, είναι και οι κλασικοί χαρακτηρισμοί «γεροντοκόρη» και «γεροντοπαλλήκαρο», που εδώ και πάμπολλα χρόνια λειτουργούν ως ταμπέλες που καταδεικνύουν κουσούρι ή ρετσινιά (κοινωνικό στίγμα).

Συντάσσεται συνήθως με το ρήμα «μένω» και η έκφραση «μένω στο ράφι» σημαίνει ότι μένω στα αζήτητα, έκφραση που από μόνη της υποδηλώνει την μειωμένη αξία όποιου /-ας ζει μόνος /-η του/της και τον κοινωνικό αποκλεισμό που συνεπακόλουθα του/της αξίζει.

Πέρα από τα παραπάνω, η λέξη καθώς και παρόμοιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται ευρύτερα και για οτιδήποτε δεν έχει ζήτηση, δεν πουλάει, μένει στα αζήτητα.

  1. «Πολλές γυναίκες που η ηλικία των 30 τις βρίσκει ελεύθερες, χωρίς βέρα στο δεξί παθαίνουν σύνδρομο πανικού. Θεωρούν ότι έχουν στενέψει απειλητικά τα περιθώρια και πάνω στην απελπισία τους να μην κάνουν παρέα στο ραφάκι τους, παντρεύονται στην πρώτη ευκαιρία. Έχοντας παραβλέψει κάποιες βασικές προϋποθέσεις που ίσως σε μικρότερη ηλικία να αποτελούσαν προαπαιτούμενο.» (από το διαδίκτυο)

  2. «Στο ράφι η αναλογική τηλεόραση
    Κατά 24% θα μειωθούν ως το 2008 εκείνοι που βλέπουν «παραδοσιακούς» σταθμούς.»
    (από το διαδίκτυο)

  3. «Η Kate Moss στο Ράφι.
    Το ντεμπούτο της Kate Moss στην εικαστική αρένα ήταν μάλλον απογοητευτικό...
    ...Το εντυπωσιακό είναι ότι έμειναν στο ράφι έργα από ονόματα που κανονικά κάνουν θραύση στις δημοπρασίες...»
    (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση ακραίας αηδίας που εκστομίζει τις μόλις αντικρύσει γυναίκα με ειδικές εμφανίσεις, ανήκουσα δηλαδή στις κατηγορίες: χαμούρα, μπαζόλα, πατόζα, φόλα, ξεπλένω , μπουρούχα, μουφλόζα, ασχημindie, βολική αρκούδα, ταγάρι, μέλος του Κώδικα, κορίτσι της συγγνώμης, κ.ο.κ.

Τα απόλυτα λογικά αντεπιχειρήματα κάθε σαβουρογαμόσαυρου επικεντρώνονται στα γεγονότα ότι:

  1. Δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν, και
  2. Λυχνίας σβησθείσης πάσα γυνή ομοία, όπως έγραφαν οι αχρείοι ημών πρόγονοι.

Η έκφραση ακραία διατύπωση του κάπως πιο εκλεπτυσμένου αποφθέγματος να μασάς κουκιά και να φτύνεις.

Παραλλαγές της εκφράσεως χρησιμοποιούνται πλέον και με ευρύτερη έννοια, περιγράφοντας οποιαδήποτε κατάσταση δεν βλέπεται.

1.- «Η καινούρια γκόμενα του Κούγια είναι γαμώ τις γαρίδες! Από σώμα σκίζει, αλλά από μάπα να μασάς σκατά και να φτύνεις...»

2.- «…η ομαδούλα και πάλι ΔΕΝ βλεπόταν. Τέτοια χάλια και χειρότερα… να μασάς σκατά και να φτύνεις!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ωχ, το μάτι μου!» είναι συνήθης κραυγή αγωνίας ελληνίδων λίγο μετά την εκσπερμάτωση, καθώς δέχονται πιτσιλιές που τσούζουν. Για το ευχαριστώ, οι γουρνάρηδες σύντροφοί τους αναρτούν τα σχετικά φιλμάκια στο διαδίκτυο δίκην candid camera.

  1. «Το μάτι μου! Θεέ μου! Πάνω στο μάτι μου μού πάει! (…) Δεν μπορώ να καθαρίσω το μάτι μου (…) Να το βάλω για μάσκαρα αυτό;». (ατάκα από βίντεο με προσωπικές σκηνές που κάποιος ανήθικα ανήρτησε στο διαδίκτυο).

  2. «...όχι στο πρόσωπο, θα ξεφλουδίσω (…), όχι στα μάτια και τέτοια, όπως την προηγούμενη φορά, μετά δεν βγαίναν και τσούζαν τα μάτια μου…». (Προειδοποιητική βολή από σχετικό βίντεο με προσωπικές σκηνές που κάποιος ανήθικα ανήρτησε στο διαδίκτυο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάω κάποιον (και όχι «την σπάω σε κάποιον») είναι μια παλαιομοδίτικη και υπερπρόστυχη έκφραση που σημαίνει σοδομίζω.

Η φράση αναφέρεται κυρίως στη ζημιά που προκαλείται στο σφιχτήρα την πρώτη φορά που κάποιος τον παίρνει και γέρνει, και προφανώς αρέσει στους πολύ έμπειρους γεροντόπουστες που τη χρησιμοποιούν γιατί ακριβώς τους θυμίζει τα νιάτα τους και την / τις πρώτες τους σεξουαλικές συνευρέσεις.

Το σπάω δηλαδή έχει εδώ και την έννοια του εκπορθώ, ανοίγω πέρασμα κλπ.

(γραφικός γεροντόπουστας κάπου στην Αττική της περασμένης δεκαετίας)

- Αγόρια, καλέ αγόρια, ελάτε καλέ, απόψε θέλω να με σπάσετε!
- Άσε μας ρε Τάκη, πήγαινε σπίτι σου να' ούμε, μην αρπάξεις καμιά πνευμονία, γέρος άνθρωπος...

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφοκωλιάζω και ξεφτιλίζω τον κώλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουστιά. Αλλά το «πουστρηλίκι» φανερώνει μια λίγο πιο μόνιμη ιδιότητα (κατά τα «προεδριλίκι», «παραγοντιλίκι»), είναι τουρκογενής λέξη, οπότε παραπέμπει στα έθιμα της οθωμανικής περιόδου, και είναι κάτι που το ασκεί ως οιονεί εξουσία ο γκέης.

Τι τσατσιές και πουστρηλίκια είναι αυτά, γαμώ το φελέκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η επιδιόρθωση του μεϊκάπ στα γρήγορα (πχ στο αυτοκίνητο), τελευταία στιγμή πριν μας δουν οι άλλοι.

  2. Οι βελτιώσεις στο πρόσωπο και το σώμα που επιτυγχάνονται με τη βοήθεια της πλαστικής χειρουργικής και που έχουν σκοπό την επανόρθωση της εικόνας μας προς το νεανικότερο.

  1. - Άντε πια δέκα ώρες με το καθρεφτάκι μέσα στο αυτοκίνητο, αργήσαμε!
    - Κάτσε ντε να κάνω ένα ρεκτιφιέ, τόσην ώρα στον δρόμο ήμασταν...

  2. - Ξέρετε γιατρέ, δεν θέλω τίποτα σπουδαίο, ένα μάζεμα εδώ στο διπλοσάγονο, λίγο να μου πάρετε την κοιλιά και τα γόνατα, μια ανόρθωση γλουτών και στήθους, να μου εξαφανίσετε την ευρυαγγία και την κυτταρίτιδα, ένα μποτοξάκι στο μέτωπο, και είμαι εντάξει. Ένα απλό ρεκτιφιέ, δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published

Καλοτυχία που οφείλεται σε πρωκτική ευρύτητα, βλ. και ευρύπρωκτος. Ο λόγος που αυτό συμβαίνει δεν έχει εξηγηθεί με σαφήνεια, ωστόσο απόψεις περί του θέματος θα συναντήσουμε πολλές - με μυστικιστική σχεδόν πάντοτε χροιά («κάτσε να σε γαμήσω για να στο πω», «θα πρέπει να σου ανοίξω το τσάκρας» κ.τ.λ.).

Το μέγεθος του φάρδους ποικίλει ανά περίπτωση και οι τιμές που μπορεί να πάρει προκαλούν δέος.

Φαινόμενο με μεγάλη εντροπία που έχει απασχολήσει από τους αρχαίους καιρούς τους διανοητές (Ευκοιλίδης-τσιρλίδειον εμβαδόν, Φάρδυλος-βιογραφία, Γκαστόνιος-Ουόλτεια Δίσνεια κομιξιλειακά κ.α.)

Κωλοφαρδία, κώλος και φάρδος ταυτίζονται συχνά σαν έννοιες και έχουν ευρεία χρήση.

- Μεγάλο φάρδος ο Χαρούλης, τα κονόμησε από το «τζόκερ».
- Α τον κώλο!

Άμα λέμε για φάρδος. (από Galadriel, 22/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified