all time classic περιγραφή, της γυναίκας που τις αρέσει πάρα πολύ το καυλί. Αυτή που τρελαίνεται για το σεξ, που δεν το χορταίνει ποτέ, που αν ήταν εφικτό θα είχε κάθε στιγμή μέσα στη μουνάρα της μια τεράστια κρεατόβεργα (κυριολεκτικά μουνάρα, γιατί από τις τόσες πολλές ερωτικές εμπειρίες, το «μουνάκι» της έχει «ξεχειλώσει» σαν πορνοστάρ).

Η νυμφομανής, η ψωλομαζεύτρα.

Μου αρέσει πολύ η Ματίλντα, αλλά δεν γίνεται να κάνεις δεσμό μαζί της, αυτής της αρέσει να γαμιέται μόνο. θέλει να ξεσκίζεται πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον, το μυαλό της είναι συνέχεια στο γαμήσι, δεν την ενδιαφέρει τίποτα άλλο... είναι μεγάλη ψωλού.

βλ. και πεού, η, βυζού, η, σκατού, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.

Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαιτέρως μειωτικός-απαξιωτικός χαρακτηρισμός που προφέρεται με υφάκι και τόνο ειρωνικό, χρησιμοποιείται δε προκειμένου να επειτείνει το χαρακτηρισμό μιας γυναίκας ως τιποτένιας. Αν και δεν υπάρχει διάκριση ηλικίας, συνήθως δεν χρησιμοποιείται όταν απευθυνόμαστε σε κοπέλα μικρής ηλικίας (αυτή θα είναι συνήθως ψωλίδι ή ψωλίτσα).

- Ρε μαλάκα, αφού ο Βάζελος είναι ομάδα της χούντας...
- Και πού το ξέρεις εσύ ρε μαλάκα;
- Είδα χθες στην τηλεόραση τη γυναίκα του Παπαδόπουλου που το έλεγε!
- Ποιά μωρέ, αυτή η ψώλα... γάμησέ την αυτήν...

(από Galadriel, 27/11/12)

Βλ. και σχετικά λήμματα ψωλέτα, ψωλού, η, ψωλίστ, ξεψώλι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χάρβαλο που προέρχεται κατά μια ακόμα ετυμολογία από το άρβαλον, (απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ) που σχετίζεται ως προς τη σημασία με το ρήμα αρβελίζω που σημαίνει κόβω σε μικρά κομμάτια.

1. Σημαίνει κάτι που είναι χάρβαλο, σαράβαλο, ξεχαρβαλιασμένο, και γι’ αυτό κάνει θόρυβο.

Όπως έφη ο acg, χάρχαλο είναι το ξεχαρβαλωμένο πράγμα, κάτι που έχει προ πολλού χάσει το αρχικό του σχήμα· βρίσκοντας σύμφωνο τον xalikoutis πως χάρβαλο κατράβαλο είναι παιδική λέξη για το χάρχαλο ή το σαράβαλο (εδώ).

Όταν αναφερόμαστε σε κτίρια, οικοδομήματα ή κατασκευές σημαίνει ερείπιο, ρημάδι.

2. Για πρόσωπα είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει χαζός, βλάκας, μαλάκας που έχει πάρει ψηλά τον αμανέ.

Aν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους δίνεται έμφαση στη μεγάλη ηλικία και υπονοείται πως είναι ανήμπορος σωματικά, ξεκουτιασμένος, ραμολί.

3. Στον πληθυντικό χάρχαλα σημαίνει αρχίδια, προφανέστατα αντί του χαρχάλια.

Οι εκφράσεις μου ‘κανες τ’ αρχίδια χάρχαλα ή μου τα ‘κανες χάρχαλα είναι ταυτόσημες με τις: μου ‘σπασες/ζάλισες τ’ αρχίδια, μου τα ‘πρηξες/ζάλισες.

4. Κυρίως στον πληθυντικό σημαίνει τα άχρηστα μικρά κομματάκια, θρύμματα, σκουπίδια που προέρχονται από την κατεργασία/επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης για να δημιουργηθεί κάποιο χρήσιμο αντικείμενο / προϊόν.

Εξού η φράση είναι για τα χάρχαλα σημαίνει πως κάποιος ή κάτι είναι άχρηστο/για τα μπάζα, για τα σκουπίδια, για τα τσακίδια, για τον πούτσο.

5. Όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση είναι συνώνυμο του μπάχαλο.

Υπάρχουν και τα κάργα σχετικά:

6. ο χαρχάλας, χαρχαλάς,

7. η χαρχάλα,

8. η χαρχάλω,

9. Τα ρήματα χαρχαλεύω, χαρχαλίζω, χαρχαλώ σημαίνουν κάνω θόρυβο ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας, ανακατεύοντας διάφορα πράγματα αλλά και χαϊδεύω, πασπατεύω, γαργαλεύω, σκαλίζω, αφρατεύω το χώμα, μαστορεύω.

Σχετικό και το Κερκυραϊκό χαρχαλιάζω που σημαίνει «δοκιμάζω».

Όταν ένα ζευγάρι χαρχαλεύεται σημαίνει πως ερωτοτροπεί, βρίσκεται στα προκαταρκτικά.

Προέρχονται από το χαλεύω (με αναδίπλωση του χαλ-, κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα) που σημαίνει ψάχνω (αναζητώ, ζητώ, γυρεύω, θέλω –από το «σκαλίζω» ή το «χαλώ»: διαλύω τα ενωμένα, αραιώνω τα πηχτά, ανοίγω τα κλεισμένα).

Μια άλλη ετυμολογία τα θεωρεί ηχομιμητικά.

  1. «…είχα κι εγώ ένα χάρχαλο αμάξι εικοσαετίας που δεν το κινούσα σχεδόν καθόλου παρά μόνο αν χρειαζόταν για το παιδί...»

  2. «…Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία…»

  3. «-σιγά ρε θείο. Και εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι. Κάναμε χειρότερα.
    -ρε χάρχαλο , δεν την αγάπησα. Αλλά η γυναίκα είναι απίστευτη. Σε περίπτωση που είσαι ολίγον πιτσιρικάς και ολίγον πουτανοκαψούρης, άνετα και με συνοπτικές το κάνεις το έγκλημα...»

  4. «…Ένα παιδαρέλι, ένας δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ηξεύρω κιόλας, αν ημπορούσε, κατά τη σκαμπρόζικη ιδέα του Βάρναλη, να γαμεί. Έχει το μυαλό ενός μεγάλου παιδιού. Ό,τι και να ειπεί είναι παρόλες και λύματα. … Ο Σιδώνιος με την ποίησή του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο. … Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη…»

  5. «…Εγώ έτυχε να αγοράσω απ’ αυτόν τον χάρχαλο, το φίλτρο αέρα που έχει το VTEC αφού τσακωθήκαμε μέχρι να τον πείσω ότι το φίλτρο που κάνει για το δικό μου είναι αυτό του μοντέλου 1998 (δεν υπήρχε στον κατάλογο το μοντέλο το δικό μου....και ήταν και 2003 ο κατάλογος!!!) ήθελε να του πάω και όλας το mail που μου έστειλαν απ’ την Αμερική κάποια παιδιά που μου έλεγαν ότι είναι ίδιο το φίλτρο με του 1998. Ποτέ ξανά απ’ τον τύπο γιατί το υφάκι μου την δίνει στον εγκέφαλο...»

  6. «…Αυτό το χάρχαλο ο Δεξιοκουμουνιστής όπου υπάρχει μάσα μέσα είναι. … Μας έχουν ζαλίσει τα ούμπαλα με τη μουσική του. Και λοιπόν; Όταν θέλει να προβληθεί κάνει τον κουμουνιστή μετά το γυρίζει στη δεξιά για να τα κονομήσει…»

  7. «…Όσο για τη Λάτσιο δε με νοιάζει που ήταν άουτ το γκολ. Με νοιάζει που έξυνε τα χάρχαλα του. Και το γκολ μέτρησε…»

  8. «…Ρε συ μ..1 τι πράγμα είναι αυτό με σένα ρε τρεις μέρες τώρα; τι ζόρι τραβάς και τους έχεις κάνει τ’ αρχίδια χάρχαλα των ανθρώπων εδώ μέσα; Σεβάσου ρε κακομοίρη το χώρο που σε φιλοξενεί. κι εγώ αλλόθρησκος είμαι αλλά σέβομαι το χώρο εδώ μέσα…»

  9. «…Κατά την πορεία της μεταφοράς ο αγωγιάτης-αγγειοπλάστης έπρεπε να επαγρυπνεί μην τυχόν εκτραπεί ο γάιδαρος από τη μέση του δρόμου και προσκρούσουν τα τσίκαλα σε κανένα τράφο ή δέντρο και γίνουν χάρχαλα….»

  10. «Β…ς Μ…ς – Το προσωπικό μου πουλέν εδώ και χρόνια. Κάτι όμως μου λέει, ότι θα είναι λίγο για τα χάρχαλα. Μην με ρωτάτε να σας εξηγήσω, το είδα σε όνειρο…»

  11. « Είτε αποποινικοποιήσουμε είτε όχι (την ινδική κάνναβη) το ίδιο χάρχαλο θα γίνεται. Μην την ψάχνετε…»

  12. « Μα είναι δυνατόν κάποιοι γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι, δεινοσαυρίσκοι του χειρίστου είδους να εκθέτουν έτσι μια ολόκληρη χώρα και κανείς να μην κάνει κάτι επιτέλους; Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία, σ’ αυτό το χάρχαλο που λέγετε ΥΠΑ, να τρίξει λίγο τα δόντια;..»

  13. «…Η άμυνα όπως καταλάβατε έκανε μεγάλο παιχνίδι όμως το κλειδί ήταν ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα το κέντρο ήταν συγκροτημένο κι όχι χάρχαλο…»
    (όλα απ’ το δίχτυ)

  14. - Πώς και δεν ακούγονται τα πιτσουνάκια;
    - Θα χαρχαλεύονται ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λαογραφικούρα για την εκτός γάμου «διακορευθείσα» κορασίδα που έχει και το θράσος να παριστάνει την παναγία. Γιατί φραγκοπαναγιά όμως; Εδώ πρέπει να ανατρέξουμε στην πατροπαράδοτη περιφρόνηση της ορθολοξίας προς τους δυτικούς. Αντιγράφω από σάη χριστιανοταλιμπάν:

Κυττάξετε τις διάφορες Παναγίες, τις Μadonnes. που ποζάρουνε υποκριτικά, ακόμα κι’ οι θλιμμένες, που κλαίνε, που αυτές είναι ακόμα πιο ψεύτικες! Ξόανα και είδωλα για ρηχούς ανθρώπους. Ο λαός μας, που πήρε μεγάλη και βαθειά παιδεία από τη θρησκεία του Χριστού, επί αιώνες κι’ ας φαίνεται απέξω απαίδευτος, «φραγκοπαναγιά» λέγει τη γυναίκα που υποκρίνεται την τίμια, μα που δεν είναι στ’ αλήθεια, ξεχωρίζοντας έτσι την «Φραγκοπαναγιά» από την Παναγιά, από την αληθινή την Παναγιά, τη Μητέρα του Χριστού και Θεού την αυστηρή Οδηγήτρια (εδώ) Ας αφήσουμε όμως τις συζητήσεις περί του τι συνιστά παρθένα ή ψευδοπαρθένα στους αρμοδιότερους από εμάς θεολόγους κι ας πανηγυρίσουμε την παρθενοφθορά με ένα μικρό σλανγκομουνο(ξε)απάνθισμα για όσα κορίτσια απώλεσαν ότι πολυτιμότερο είχαν:

  1. αγγισμένη
  2. αδιάντροπη
  3. ακολασού
  4. ακουσμένη
  5. αλανιάρα
  6. αλαφριά
  7. ανθολογημένη
  8. ανοιχτή
  9. ανοιχτούτσικη
  10. απαρατημένη
  11. απαριασμένη κατσάκω
  12. αποπλανημένη
  13. ατιμασμένη
  14. αφημένη
  15. αφορισμένη
  16. βρωμoλoύλoυδo
  17. βρωμοθήλυκο
  18. γάνα
  19. γανάδα
  20. γανίλα
  21. δάνεισε το κορμί της
  22. δεν έχει μούτρα καθαρά να βγει στην κοινωνία
  23. δεν της άρεσε o ίσιος δρόμος της ανυπόληπτης
  24. έγινε θέατρο του κόσμου
  25. ελεεινή
  26. ελύσσαξε για άνδρα και λυσσoμάνιασε
  27. έπεσε στον δείνα
  28. έσκισε και λέρωσε τα μεζέα της (μεζέα: τα μεσαία, ο παρθενικός υμένας με τον κόλπο ως ευρισκόμενα μεταξύ της ουρήθρας και πρωκτού)
  29. εσούρε (έτρεξε σε άνδρα)
  30. έχει ακoυστεί η αθυβoλή της
  31. έχει μoύτρα να μας δει η μoυντζoυρωμένη;
  32. έχει φαγωμένα πoλλά κάστανα
  33. έχει φάειπoλλών πανηγυριών χαλβά
  34. έχει φάει την τσίπατης
  35. ζωηρούλα
  36. ήταν ζωηρή
  37. ήταν κυλίστρα πoυ ξώκυλε
  38. θα γεμίσεις λoύπακες μαζί της (αφρoδίσια)
  39. θεάτρα
  40. κoμμένη
  41. κακά της κoυρέματα
  42. κακακουσμένη
  43. κακονοματισμένη
  44. κακοστρατημένη
  45. κακόφημη
  46. κάσα (αχρεία)
  47. κατεργαρούλα
  48. κομμένη
  49. κορφολογημένη
  50. κριματισμένη (αμαρτωλή)
  51. κυλίστρα
  52. λαγγευμένη
  53. μαλαφαρισμένη
  54. μας έκανε την απήραχτη και ατήραχτη
  55. μασκαριλού
  56. μάτωσε την τρύπα
  57. μαυροπρόσωπη
  58. με ξεκούρδιστα βιολιά θα την πάνε στην μάνα της
  59. μεταχειρισμένη
  60. μούντζα
  61. μυσαρά
  62. νερoκoυτσέλα που κυλίστηκε σε βρώμικο νερό
  63. ντροπιασμένη
  64. ξελεγιασμένη
  65. ξεπεσμένη
  66. ξεπλανεμένη
  67. ξεπορτισμένη
  68. ξεσκονισμένη
  69. ξεσχισμένη
  70. ξεσχολιασμένη
  71. ξετσίπωτη
  72. ξευτελισμένjη
  73. οργιά
  74. που και που το κάνει με τον ξάδερφο
  75. παλιοκόριτσο
  76. παραδομένη
  77. παραστρατημένη
  78. παστρικιά
  79. πατημένη
  80. πατσαβούρα
  81. πειραγμένη
  82. περασμένη
  83. περιγέλαστη
  84. περιπαταριά
  85. που και που το κάνει
  86. πουρναροπιδίστρα
  87. ροκοκέφαλη (έχει το μυαλό στο ροκοκέφαλο: μουνί)
  88. σαλιασμένη
  89. σηκοσκελισμένη
  90. σκατογαϊδούρα
  91. σκύλα
  92. σκυλοπηδημένη
  93. σουβάλα (ανήθικη)
  94. στιγματισμένη
  95. στρούντζα
  96. συρομαδισμένη
  97. το δίνει
  98. το έκανε με το θείο
  99. το κάνει
  100. το λέει η περδικoύλα της με τoν ανεψιό
  101. τα αθέατα τα έκανε θέατρα
  102. τα έχει παίξει πρωτύτερα με άλλoν
  103. την πήδηξε o τάδε
  104. της βγήκε το όνομα
  105. τιντομούνα
  106. το άνθος παρθενίας χάθηκε
  107. τρυπημένη
  108. τρύπια
  109. τσολόχα (ερωτιάρα)
  110. φέρτε το γάϊδαρo να καβαλήσει
  111. φιλημένη
  112. φουρλαϊδα (άστατη)
  113. χαϊδεμένη
  114. χάλασε τo συστί τoυ τo βρωμoθήλυκo
  115. χαλασμένη
  116. χανεμένη (ανεπιτήρητη)
  117. χωριολόγα

(Πηγή: Χ.Θ. Οικoνoμόπoυλoς, Περί Παρθενίας, εδώ)

(από σφυρίζων, 15/04/13)(από σφυρίζων, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό κράξιμο σε βάρος γκέηδων ή θηλυπρεπών αγοριών.

Αποδίδεται σε παλαιό στρατιωτικό καψόνι (που παίζει να είναι και αστικός μύθος) όπου σαδιστές καραβανάδες ή / και λέουρες εξανάγκαζαν ύποπτες ψαρούκλες να κλάσουν μέσα σε ένα ταψί με αλεύρι ή στάχτη. Βάσει της διαμέτρου του κρατήρα προέκυπτε επιστημονικά το κατά πόσο η αγορίνα την έκαιγε τη βάτα.

Εναλλακτικά: το τεστ με το ταψί και τη στάχτη.

- Ή έκφραση μακριά από τον κώλο μου κι όπου θες χώσου! ξεκινάει, ίσως από την παροιμία: όξω ψωλή, άπ' τον κώλο μου, κι ας πάει στή μάνα μου! Οι πειραχτικές εκφράσεις: φέρτε το ταψί με τ' αλεύρι! (ή - τη στάχτη!) - κ α ί - φέρτε το κωλόμετρο! δεν χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις...
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

- [Βράστα] Αγνοώ τα εσώψυχα του και φυσικά δεν τού έχω κάνει το παροιμιώδες τεστ με το ταψί και την στάχτη. Φρονώ όμως ότι έχεις πέσει εντελώς μα εντελώς έξω «ὡσαναφορά» τον προσανατολισμό του. - [J.B.] ΥΓ το τεστ με το ταψί και τη στάχτη τι είναι;
- [Χεσούς] ο κλασσικός αστικός μύθος για το στρατό: σου βάζουν στάχτη σ' ένα ταψί κ κλάνεις από πάνω. απ' τη λακκουβίτσα που κάνεις καταλαβαίνουν άν τον παίρνεις ;)
(εδώ)

(από Vrastaman, 13/02/12)(από vanias, 21/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.

-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως, αν κάνεις μονίμως τα χατίρια σε μια γυναίκα, θα σου κάνει τη ζωή δύσκολη. Πρέπει να την παιδέψεις και λίγο (κατ' άλλους: να της ρίχνεις και καμιά ψιλή) για να σ' έχει εκείνη στα όπα-όπα (να σε λέει, όπως λέμε «θείο»).

Ετυμολογικά, προέρχεται από τους ψαράδες που, κατά παράδοση, είθισται να «σβουρίζουν» τα χταπόδια για να μαλακώσουν: τα κοπανάνε με δύναμη σ' έναν βράχο αρκετές φορές (από 40 ως 100, αναλόγως τον ψαρά, και οι αριθμοί πάντα διακρίνονται από ακρίβεια όσο και συμβολισμό). Όπως το λαχταριστό μαλάκιο, λοιπόν, έτσι και η γυναίκα (το μουνί, στην προκειμένη φράση, συνεκδοχικά) μαλακώνει και γίνεται πιο τρυφερή και χαδιάρα όσο την παιδεύεις, όσο την «χτυπάς» (μεταφορικά, ελπίζω). Η πρακτική αποτελεσματική, καθώς αν το χταπόδι είναι φρέσκο, γίνεται αρκετά σκληρό, ιδίως στη σχάρα. Δεν είναι, ωστόσο, απαραίτητο να γελοιοποιείται κανείς στην παραλία: το ίδιο και καλύτερα αφραταίνει το χταπόδι αν το αφήσετε μια-δυο μέρες στην κατάψυξη. Δεν το συνιστώ για τη γυναίκα, φυσικά.

- Πάλι την έφτυσες, ρε, τη Ράνια; Θα σε παρατήσει, κακομοίρη μου, και θα τρέχεις...
- Ρε, το μουνί και το χταπόδι, όσο το χτυπάς απλώνει, λέμε.
- Ναι, και το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν το ξέρει ιδρώνει, αλλά λέω μη σου τα φορέσει καμιά μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ωχ, το μάτι μου!» είναι συνήθης κραυγή αγωνίας ελληνίδων λίγο μετά την εκσπερμάτωση, καθώς δέχονται πιτσιλιές που τσούζουν. Για το ευχαριστώ, οι γουρνάρηδες σύντροφοί τους αναρτούν τα σχετικά φιλμάκια στο διαδίκτυο δίκην candid camera.

  1. «Το μάτι μου! Θεέ μου! Πάνω στο μάτι μου μού πάει! (…) Δεν μπορώ να καθαρίσω το μάτι μου (…) Να το βάλω για μάσκαρα αυτό;». (ατάκα από βίντεο με προσωπικές σκηνές που κάποιος ανήθικα ανήρτησε στο διαδίκτυο).

  2. «...όχι στο πρόσωπο, θα ξεφλουδίσω (…), όχι στα μάτια και τέτοια, όπως την προηγούμενη φορά, μετά δεν βγαίναν και τσούζαν τα μάτια μου…». (Προειδοποιητική βολή από σχετικό βίντεο με προσωπικές σκηνές που κάποιος ανήθικα ανήρτησε στο διαδίκτυο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified