Further tags

  1. Συνουσιάζομαι (ενεργητικά). Συνώνυμα: πηδάω, γαμάω.
  2. Νικώ, κερδίζω (παιχνίδι, αντίπαλο).
  3. τα παίρνω (στο κρανίο), βλέπε αντίστοιχο λήμμα
  4. με παίρνει (ενν.: να κάνω κάτι) (απρόσωπο): εμπίπτει στις δυνατότητές μου, μπορώ να κάνω κάτι, αν κάνω κάτι δεν θα έχω συνέπειες.
  1. Τι τσουλάρα η Φιφή ρε σύ... Την παίρναμε επί τρεις ώρες χθες με τον Φίφη ώσπου κλατάραμε, και μετά ήθελε κι' άλλο!

  2. Άσε, δεν γουστάρω πάλι τάβλι. Έχω να σου πάρω παιχνίδι από του αγίου πούτσου.

  3. Φούλα, άσ' τις γκρίνιες και κάτσε φρόνιμα μην τα πάρω καμιά ώρα!

  4. — Σε κοζάρει άσχημα, μαλάκα. Γιατί δεν της τα ρίχνεις;
    — Δεν με παίρνει ρε... Δεν βλέπεις που την περιτριγυρίζουν οι σωματοφύλακες;

Δες και δε με παίρνει, όσο με παίρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταβατικό: (α) φλερτάρω (επιθετικά). Συνώνυμα: τα ρίχνω Παράγωγα: πέσιμο, πέφτουλας. (β) επιτίθεμαι, αιφνιδιάζω. Συνώνυμα: κάνω ντου.

– Τι θα γίνει ρε μαλάκα με την Φούλα; Θα κάνεις καμιά κίνηση επιτέλους;
– Άραξε ρε συ, έχει ο καθένας τους ρυθμούς του.
– Ποιους ρυθμούς ρε; Μέχρι ν' αποφασίσεις να της την πέσεις θά 'χει πάρει όλη την πόλη να πούμε.

Γυρνούσα σπίτι κατά τις τρεις και μου την έπεσαν δυο μπάτσοι για εξακρίβωση και μαλακίες.

Αμετάβατο: ξεκουράζομαι, ξαπλώνω. Συνώνυμα: (την) αράζω

Πάμε λίγο σπίτι να την πέσουμε καμιά ωρίτσα πριν να βγούμε;

Βλέπε και ρίχνω, τρώω, πέφτω, τα ρίχνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος μας εκνευρίζει. Η έκφραση εννοεί «γαμώ το μουνί της Εύας που σε γέννησε».

Επίσης:

Γαμώ τον Χριστό σου
Γαμώ το σπίτι σου
Γαμώ το σόι σου
Γαμώ την τύχη σου
Γαμώ το κέρατό σου

Και για μας:

Γαμώ την πουτάνα μου
Γαμώ την τύχη μου
Γαμώ την πανακόλα μου
Γαμώ την τρέλα μου
Γαμώ το μουνί μου
Γαμώ το κέρατό μου
Γαμώ το σπίτι μου

Ουδέν σχόλιον...

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρή, προκλητικά ντυμένη, σε συνδυασμό με σνομπισμό, λαγνεία και πουτανιά, η μικρή ψώλα χαϊδευτικά.

- Κοίτα κάτι ψωλίτσες που βγήκαν από το φροντιστήριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο υπερθετικός βαθμός της έκφρασης τα ξύνω, δεν κάνω απολύτως τίποτα.
    και
  2. Ταλαιπωρώ, σεξουαλικά κυρίως, νεαρές κοπέλες, υπερθετικός βαθμός του τα σκίζω.

1.- Οι δημόσιοι υπάλληλοι τα ματώνουν όλη μέρα στο γραφείο!

  1. - Εγώ αυτά τα μικρούλια τα ματώνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της κωλοχαράδρας, χρησιμοποιείται συχνότερα για άτομα του αντίθετου φύλου...

- Καλά μαχλέπες, δεν θα το πιστέψετε...
- Τι θες ρε κατεστραμμένε;
- Άσε, έσκυψε η Σοφία και φάνηκε η μισή κωλοσχισμή της!! Έμεινα μαλάκας...

(από Khan, 08/05/14)

Βλ. και κωλοχαράδρα, χαράδρα, χωρίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος. Μάλλον προέρχεται από τις θηλυκοπρεπείς κινήσεις τους.

Δες, ρε, τον ντιγκιντάγκα τον Λούλη, που έρχεται με διχάλα 1-4 στο μπαρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο σε στύση, ο πούτσος.

- Έλα εδώ μωρό μου να σου δείξω μια καραπιστόλα με τα εργαλεία όλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή ήταν της μόδας λίγο μετά το 1970. Υπονοούσε την ερωτική σχέση ή πράξη.

Την έβγαλε βόλτα την Κικίτσα. Λίγο από δω την είχε, λίγο από κει, τι να σου λέω τώρα, να, σούξου μούξου μανταλάκια και τα ρέστα καραμέλες...

Βλ. και σχετικά λήμματα σούξου μούξου, κουκουρούκου μανταλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσκολία, δύσκολη καταστάση.

Μόλις τελείωσα το στρατιωτικό, άρχισαν τα γαμήσια. Δεν μπορούσα να βρω δουλειά και δεν είχα μία. Μέχρι τότε, καλά την έβγαζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified