Further tags

Γνωστή μαθητική έκφραση, κατά πρωκτών θηλέων συγγενών οιουδήποτε βαθμού συγγενείας απονενοημένη, βλ. «της μάνας σου ο κώλος» (ή «της μάνας σου» σκέτα), «της θείας σου ο κώλος (mutatis mutandis)», «της γιαγιάς σου (ομοίως)», «της μητέρας σου (για μοσχαναθρεμμένους)» κ.α. ενώ, προκειμένου για αδερφή, προτιμάται παραδόξως μόνον το αιδοίο: (βλ. «το μουνί της αδερφής σου») μάλλον διότι, είναι και νεότερη όσο να' ναι... Στις ανωτέρω εκφράσεις υπονοείται το ρήμα «γαμιέται».

Ο ανθοστόλιστος απηυδυσμένος (sic), παραπέμπει ευλόγως στο γνωστό: «Κώλος με τρίχες - μπαξές με λουλούδια» και το «Θα σου κάνω τον κώλο τριαντάφυλλο» ή μαργαρίτα, (προκειμένου να τον μαδήσει ο επιβήτωρ και να μάθει τα μυστικά της καρδιάς)! Η ποικιλία δεν βλάπτει.

Οι νεοέλληνες, δεν κατέχουν το προνόμιο της καθυβρίσεως συγγενών και θείων. Οι Ισπανοί και οι Ιταλοί λόγου χάρη, διαθέτουν θαυμάσια σχετικά μπινελίκια, με την διαφορά όμως ότι οι πρώτοι δεν απειλούν ότι «θα γαμήσουν», αλλά ότι «θα χέσουν» βλ. «me cago en tu madre», ενώ οι δεύτεροι αποκαλούν γουρούνια τους οικείους του υβριζομένου, ως ύστατον εξευτελισμόν. Καθείς και τα όπλα του... Ιδίως όμως οι Ναπολιτάνοι, διαθέτουν εξόχως ευρύ υβρεολόγιο, (το οποίο μάλλον κληρονομήσανε κι οι Κεφαλλονίτες) με ευφυέστατα και βαρύτατα αυτοσχέδια μπινελίκια, τα οποία εκτοξεύουν ταχύτατα στη μάπα του ταλαίπωρου, που θα τους προκαλέσει την μήνιν. Ειδικώς για συγγενικά προσώπατα, οι Ναπολιτάνοι σε περνάνε γενεές δεκατέσσερες, όπως π.χ. «a mammeta – zitta – sorreta – nonnata – papata - fratteta κ.τ.λ.» (δηλ. της μαμάς – θείας – αδερφής – γιαγιάς – πατέρα - αδερφού σου κ.τ.λ.).

Ακούστε το εξαιρετικό: «Io mammeta e tu» απο τον Domenico Modugno ή τον Renato Carosone, στο u-tube στα ναπολιτάνικα, που στο τέλος, ουσιαστικά στέλνει στο διάολο τη γυναίκα του μαζί με το πολυπληθές σόι της!

- Του’ πες του Μιχάλη να σου δώσει τα κλειδιά απ’ το σπίτι στην Κρήτη;
- Του’ πα, αλλά δεν τα δίνει λέει, γιατί την τελευταία φορά του ανακατέψαμε τα σι-ντι, που τα’ χε με αλφαβητική σειρά και τα πήρε!
- Της θειάς του ο πάτος γαρούφαλα γιομάτος, πές του μαλάκα!

(από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σου γεμίζει το στόμα περισσότερο από ό,τι ο γαμίκλας, ή ο γαμίκος, από την άλλη είναι λιγότερο συνοπτικός. Είναι κάτι μεταξύ του γαμιά της γειτονιάς και του γκραν γαμάω.

Το γουγλάρισμα έδειξε ότι συχνότατα το λέμε καυστικά για να ασκήσουμε κριτική.

Ασίστ: Bubis.

  1. Ο πιο “γαμίκουλας” (στα λόγια) λαός της Ευρώπης, διαθέτει και την μικρότερη τσαπού (M.O. 12,50 cm) κατά τας διεθνείς έρευνας! Χα! Έτσι είναι. Όταν διαθέτεις το μικρότερο μόριο απ’όλους τους Ευρωπαίους πολίτες, ”μαμάς” μόνο με το στόμα καθημερινά… Μ’ αυτόν τον ευφάνταστο τίτλο: “Δωδεκάμισυ εκατοστά” ο “εθνικός” μας στιχουργός Ελευθέριος Παπαδόπουλος κυκλοφορεί ένα βιβλίο. Από το manolisvardis.wordpress.com.

  2. Σε κάποια φάση μου ανέφερε ότι συγκατοικεί με 3 γκόμενες, οπότε θεώρησα λογικό να ρωτήσω αν παίζει κάτι (είπαμε, είναι και γαμίκουλας) και γυρνάει και μου λέει «Όχι ρε, δεν ασχολούμαι πια με γκόμενες» κάτι το οποίο εσκεμμένα παρερμήνευσα, γιατί έτσι με σύμφερε :P

Από το keenonboys.blogspot.com

  1. Ο μέσος Έλληνας «επιχειρηματίας» είν' εκείνος που προωθεί στην πορνεία μετανάστριες μέσω trafficking κι ο μέσος Έλληνας γαμίκουλας είν' εκείνος που θέλει «φρέσκο και φτηνό» πράμα.

Από Forum.gr

Γαμί-κουλας (από Khan, 01/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαζόμενη κοπέλα σε μπαρ κονσομασιόν όπου οι θαμώνες αγοράζουνε (κερνάνε) ποτά στα εργαζόμενα κορίτσια εξασφαλίζοντας χρόνο ομιλίας, όσο διαρκεί η κατανάλωση του ποτού (το οποίο είναι αναψυκτικό, αλλά σερβίρεται και χρεώνεται σαν αλκοολούχο). Τα κορίτσια εισπράττουν ποσοστά από το μπαρ για κάθε ποτό που τους κερνάει ο κύριος (θαμώνας).

  1. - Πω, πω, δες ένα καυλόνι στο περίπτερο...
    - Ποια ρε, αυτή την καμπαρετζού;

  2. Ο Μίλτος ο Χαζοκάβλης ήτανε πάλι χτες στο κονσομασιονετζίδικο μες τα μπαλαμούτια με τις καμπαρετζούδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως τσοντάκιας χαρακτηρίζεται το άτομο που έχει εθιστεί στις πορνοταινίες και στα πορνοπεριοδικά.

Πάλι τσόντα πήρες ρε; Τελικά είσαι μεγάλος τσοντάκιας!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κορίτσια, οι ιερόδουλες που κάνουν πιάτσα. Λέγονται έτσι γιατί άραγε; Μα φυσικά από την ορθοστασία τους!

  1. - Καλά ε, δεν είμαστε καλά. Χθες είδα όρθιες στη Μιχαλακοπούλου...
    - Ώρε πού πάαααμε... πού πάααμε...

  2. Προσοχή παιδιά! Όλες οι όρθιες πίσω από το δημαρχείο και πέριξ είναι Ηπατίτιδες με πόδια! (Κοινωνικό μήνυμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφετηριακή βρισιά που σημαίνει προφάνουσλυ συνουσιάζεσαι ως παθητικός ερωμένος /-η, ήγουν λαμβάνεις τον μπαργαλάτσον, και από την οποία προκύπτει πληθώρα εκφράσεων, όπως είναι γάτα κι αλεπού και τον παίρνει πού και πού, παππού παππού, τον παίρνεις πού και πού;, τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι, τον παίρνει κι απ' τα αυτιά, τον παίρνει κι απ' τα ρουθούνια, τον παίρνεις και γέρνεις.

(από Khan, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης δίνει μεταξύ άλλων τις εξής σημασίες: 1. Βγάζω από κάτι το υγρό που περιέχει, πιέζοντάς το και αφήνοντάς το να στάζει. 2. Αφαιρώ το περιεχόμενο και την δύναμη, την ικμάδα από κάτι.

Ξεχνάει όμως να μας πει ότι κατεξοχήν το ρήμα με τις εν λόγω σημασίες χρησιμοποιείται για τον μπαργαλάτσο, άλλως πέοντα και είναι συνώνυμο του ξεζουμίζω. Σημαίνει δηλαδή την αφαίμαξη του πέοντος από τους ζωτικούς του χυμούς μέσω πολλαπλών εκσπερματίσεων, ώστε τόσο ο πέων όσο και ο φέρων αυτόν να απολέσουν την ικμάδα των, κοινώς να ρέψουν. Με λίγα λόγια ένα εξαντλητικό σεξ. Κυρίως χρησιμοποιείται για το στοματικό σεξ, όπου η καταπιόλα η πουτσοστραγγίχτρα κατά τον χαρακτηρισμό συσσλαγκιστή που βγάζει πολλή επικίλα, φροντίζει να στραγγίξει το όργανο του παρτενέρ από τα υγρά του ως η καλή νοικοκυρά που είναι. Λέγεται και πουτσοστραγγίζω για μεγαλύτερη σλανγκική αίσθηση.

Ετυμολογικά trivia: Από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα **streng-* προκύπτουν:
1) το λατινικό ρήμα stringo-strinxi-strictum-stringere, όθεν το στρινγκ, η στρινγκαδούρα, ο πούστρινγκ, ο πουστρίγκος, η στρίγκλα, οι στρίγκλες, το σύστριγκο, η string-theory για την δημιουργία του κόσμου, η παντόφλα στρινγκ, και ένα σωρό άλλες ευρωπαϊκές λέξεις που σημαίνουν σχοινί ή χορδή ή κάτι παρόμοιο. 2) Οι αγγλικές λέξεις strong και strict και πολλές άλλες ομόρριζες και συνώνυμες λέξεις σε άλλες ευρωπαϊκές λέξεις. 3) Οι ομηρικοί Λαιστρυγόνες (άσχετο! νομίζω ως πνίχτες), οι γείτονες των συσόπων. 4) Ο στραγγαλισμός και ο ερωτικός αυτοστραγγαλισμός. 5) Οι λέξεις στρογγύλος, στρογγυλός κ.τ.ό. Εν προκειμένω το στραγγίζω προέρχεται από το στραγξ- στραγγός που σημαίνει σταγόνα, σταλαγματιά, από την ίδια ρίζα. αατα.

Τι να κάνει άραγε ο Πέρι; Ποιον να πουτσοστραγγίζει άραγε αυτήν την στιγμή που μιλάμε;

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλικά διεγερμένος λόγω παρατεταμένης αποχής με έντονα σωματικά συμπτώματα, δλδ πονεμένοι γεννητικοί αδένες και οχι απλή «ανόρθωση».

Αποκλείεται ρητά η αιφνίδια διέγερση λόγω απρόσμενου σεξουαλικού ερεθίσματος.

Σατιρική διασκευή απο γνωστό φορουμ:

Πρησμένος ειμ΄απ΄το πρωί
πάω να ξελαμπικαρω (δις)
στου Παύλου το home cinema
που παίζει εργο λάβρο
στου Παύλου το home cinema
την ηδονή για να βρω

Η συνέχεια και άλλα τινά εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαγικό ζουμί. Το πολυτιμότερο και πολυχρηστικότερο προϊόν φυτικής προελεύσεως που έχει ανακαλυφτεί. Πρόκειται για τον χυμό της γνωστής και ιερής ελιάς και βρίσκει εφαρμογή σε πολλές επιστήμες:

Βιοδιατροφολογία: Εμπλουτίζει ωμά αλλά και μαγειρεμένα φαγητά με τα απαραίτητα για τον οργανισμό ακόρεστα και Ω-3 λιπαρά που, εκτός άλλων, δρουν αντιοξειδωτικά για την αποτροπή της δημιουργίας των καρκινογόνων ελευθέρων ριζών. Στην έξοδο δε του πεπτικού συστήματος βοηθάει στην ευκολότερη και συχνότερη αποβολή των κοπράνων. Γνωστή είναι η φράση «λάδωσε το έντερο μου».

ΠΡΟΣΟΧΗ, η υπερβολή παχαίνει!!!

Οικονομολογία: Όταν αποτυγχάνουν όλες οι άλλες μέθοδοι για την επίτευξη μιας συμφωνίας (εκπτώσεις, μάρκετινγκ) αναλαμβάνει ρόλο το λάδι. Βοηθάει τον αποδέκτη να σκεφτεί καλύτερα (ενισχύει την σκέψη), λαδώνει τα γρανάζια του συστήματος (όταν ο έτερος των πλευρών είναι μηχανισμός, π.χ. δημόσιο) γιατί, ως γνωστόν, μια εκ των βασικών ιδιοτήτων του ελαίου είναι να μειώνει των συντελεστή τριβής όταν παρεμβάλλεται μεταξύ δύο εφαπτομένων κινουμένων επιφανειών. Πολύ σπάνια μια οικονομική συμφωνία δεν επιτυγχάνεται αν φτάσει στο λάδι. Ο κύριος λόγος μιας τέτοιας αποτυχίας είναι η διαφωνία στην ποσότητα λαδιού. (βλέπε μίζα) Φυσικά, στην περίπτωση αυτή, το λάδι χρησιμοποιείται μεταφορικά (σήμερα) καθώς έχει πλέον αντικατασταθεί από το ζεστό χρήμα. Παλαιότερα όμως η χρήση του όρου λάδι ήταν κυριολεκτική, ειδικά σε περιόδους ανέχειας, γιατί ποτέ δεν έπαψε να είναι ένα πολύτιμο προϊόν (βλ. λαδώνω ).

Σεξολογία: Βοηθάει (ή τουλάχιστο βοηθούσε μέχρι που ανακαλύφθηκε η βαζελίνη) στην διευκόλυνση της διεισδύσεως του ανδρικού μορίου εντός του γυναικείου (κατά κανόνα) πρωκτού. Ο λόγος έχει αναλυθεί (βλέπε ανωτέρω). Βέβαια, για τους οικολογικά σκεπτόμενους εραστές εξακολουθεί να αποτελεί πρώτης τάξεως λιπαντικό το οποίο, εκτός των άλλων, δεν προκαλεί γαστρικά προβλήματα εάν κατά λάθος το φας ή το γλείψεις και δε βλάπτει το περιβάλλον. Επίσης, ενισχύει τις επιδόσεις του εν δυνάμει διεισδύσαντος, εξ ού και η φράση φάε λάδι κι έλα βράδι.

ΠΡΟΣΟΧΗ, οι λεκέδες στο σεντόνι βγαίνουν δύσκολα. Εξ' ου και λαδιά, λεκές δηλαδή που δε βγαίνει.

Θεολογία: Από την αρχαιότητα ακόμη χρησιμοποιούσαν το λάδι σε διάφορες τελετές εδώ αλλά και για καλλωπισμό. Στην Χριστιανοκρατούμενη Ελλάδα χρησιμοποιείτο ως φωτιστικό καύσιμο. Κατάλοιπο αυτής της χρήσης είναι η γνωστή καντήλα (γνωστό εξ άλλου είναι το υπερχιλιετές μπέρδεμα του χριστιανισμού με το δωδεκάθεο σε εκατοντάδες θέματα). Μεταφορικά το καντήλι συμβολίζει τον άνθρωπο με το λάδι να συμβολίζει τη ζωή του. «Τελειώνει το λάδι μου» λέμε όταν γερνάμε. Ίσως και λόγω της ιδιότητας του λαδιού να επιπλέει (ειδικό βάρος <1) να προκύπτει το βγαίνω λάδι.

Το λάδι βέβαια, πέρα από τη συναλλαγή ανθρώπου με άνθρωπο, χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο συναλλαγής ανθρώπου με άγιο. Στους ναούς οι πιστοί λαδώνουν και τους αγίους με προσφορές λαδιού.

Στην αργκό σημαίνει κυρίως το χρήμα με τις «λιπαντικές» του ιδιότητες αλλά και τη ενέργεια που έχει. «Μου έβγαλε το λάδι» σημαίνει με ξεζούμισε, με άφησε χωρίς ενέργεια, χωρίς καύσιμη ύλη. Έκανε «λαδιά», δηλαδή πράξη που μπορεί να λερώσει το ποινικό μητρώο.

Οι μάγκες της εποχής λάδωναν τα μαλλιά τους για να δείχνουν υγρά (wet look).

Χιλιάδες ώρες θα μπορούσαμε να μιλάμε για το λάδι, το οποίο και όρισε την κατηγορία των ελαίων (εκ της ελαίας ->υποκ. ελάδιον, στα ποντιακά ελάδ και οι ελιές=τα ελαίας) και για να διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα έλαια ονομάζεται ελαιόλαδο (έλαιον δις δηλαδή, από γλωσσικές μαλακίες οι νεοέλληνες άλλο τίποτα) και συμπορεύεται με τον Ελληνισμό.

  1. - Αδερφέ μου, όλη νύχτα ήθελε κι άλλο κι άλλο... μου έβγαλε το λάδι.

  2. - Φίλε, τα έκανα όλα σωστά. Σταμάτησα στο κόκκινο, έκανα παρκάρισμα κλπ αλλά με έκοψε.
    - Λάδι θα ήθελε.

  3. - Τον τσάκωσαν οι μπάτσοι αλλά τους είπες μια- δυο ιστορίες και βγήκε λάδι.

Άλλες φράσεις:
- Η θάλασσα είναι λάδι
- Ρίχνω λάδι στη φωτιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράξη κατά την οποία εκπρόσωπος του ωραίου φύλου, σκύπτουσα μεταξύ των κάτω άκρων εκπροσώπου του δυνατού και σε ύψος τέτοιο ώστε το ανδρικόν μόριον (ή μαλαπέρδα, ή ματζαφλάρι / καβλιτζέκι ή τσουτσούνι κα) να παραλληλίζεται με την είσοδο του πεπτικού συστήματος, προβαίνει στην πράξη του θηλασμού του εν λόγω μορίου.

Η πράξη που λαμβάνει χώρα σε ατμόσφαιρα ευλαβική διαφοροποιεί την πεοθηλάζουσα από την τσιμπουκλού διότι, ενώ η πρώτη απολαμβάνει τη διαδικασία, ικανοποιώντας κατάλοιπα της βρεφικής ηλικίας (πρώιμη διακοπή θηλασμού) αλλά και Φροϊδικά συμπλέγματα, η δεύτερη απολαμβάνει το αποτέλεσμα και την κυκλική πορεία της κατάστασης του πέους (γαριδάκι-στικ-κοντάρι-πύραυλος-ξανά γαριδάκι)

- ααααα, ωωωωωωωωω, μμμμμμμμμ
- μιαμ μιαμ μιαμ μιαμ
- ωωωωωωωω αααααααααα
.....

(από patsis, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified