Further tags

Λεγόταν τουλάχιστον τη δεκαετία του '60, τουλάχιστον στην Αθήνα, από τ' αγόρια που έριχναν αμάδα ή χαρτάκια.

Η φράση εξασφάλιζε ότι ο ειπών θα 'παιζε οπωσδήποτε τελευταίος, οπότε, αν οι άλλοι είχαν φέρει την αμάδα ή το χαρτάκι τους πιο κοντά στον τοίχο, θα μπορούσε να κάνει τζαν και το ρίξιμο να ξαναρχίσει. Όταν κάποιος έλεγε την παραπάνω φράση, όποιος προλάβαινε έλεγε «υπολείπων όλους», έριχνε συνεπώς προτελευταίος. Τέλος, όποιος τρίτος προλάβαινε, έλεγε «όλους» κι έπαιζε αντιπροτελευταίος.

Αντίστροφη ήταν η σειρά στο κυρίως πιάτο. Ο πρώτος στο ρίξιμο της αμάδας μάζευε απ΄όλους κι έριχνε και πρώτος τα χαρτάκια. Ό,τι ερχόταν από την καλή πλευρά, δικό του. Όσα μένανε πήγαιναν στο δεύτερο, κλπ.

«Σώνει υπολείπων όλους», φώναξε πρώτος ο Χλέπας.
«Υπολείπων», πρόλαβε να πει ο Τούρκος.
«Όλους», έκλεισε ο Βλαχάδερας.
«Πετράκη, ρίξε πρώτος», ορμήνεψε ο Τούρκος. «Εσύ δεν πρόλαβες να πεις τίποτα».

Δημήτρης Φύσσας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ολ τάιμ κλάσσικ κατα τα σέβεντις και την ένδοξη δεκαετία, που ακουγόταν στα ουφάδικα και τα ποδοσφαιράκια όταν γίνονται ομηρικές μάχες μεταξύ δύο παικτών ποδοσφαιραq ή τριμπάλου μπιλιάρδου (Γαλλικού).

Στις περιπτώσεις αυτές πλήρωνε μόνον όποιος έχανε και ποτέ ο νικητής. Έτσι μετά από κάθε σετ του παιχνιδιού, ο νικητής με περισσή περηφάνια και με στεντόρια φωνή, και καλούα μονολογούσε: «ο χάνων χύνει».

Υστεριόγραφο: Ολόκληρη η έκφραση ως πρωτοσλανγκίζουσα ήταν: «Ο χάνων χύνει μέταλλο» (κοσάρι). Αφ' ης στιγμής όμως αντικειμενικοποιήθηκε ως αυτόνομος σλανγκισμός, κόπηκε το «μέταλλο» ως ευκόλως εννοούμενον.

- Ρε πστ τι κωλοφαρδία έχεις σήμερα; Κόντρα στο μπανιστήρι και μέσα;
- Χα χα, θα σου περάσει, ο χάνων χύνει!

το μέταλλο (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα χρηματοοικονομικά, διαφυγόντα κέρδη θεωρούνται κάποιες απώλειες από τα κέρδη, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, βάσει κάποιου αρχικού πλάνου. Ουσιαστικά αφορούν ζημιές που οφείλονται σε αστάθμητους παράγοντες. Σας τα εξηγώ ωραία;

Πάμε τώρα στον τζόγο... Θα έχετε ακούσει σίγουρα κάποιον τζογαδόρο να λέει την εξής φράση:

- Ρε μαλάκα μου, χθες έχασα 5.000 ευρώ!! Τι καντεμιά ήταν αυτή! Άνευ προηγουμένου!!!

Και δικαίως θα σκεφθείτε, ότι το τυπάκι μάλλον πήγε χθες στο καζίνο και έχασε 5.000 ευρώ από τις οικονομίες του ή από κληρονομιά ή από τα δεδουλευμένα του προηγούμενου μήνα... Εάν όντως έτσι έγινε, έχει καλώς. Έλα όμως που το τυπάκι μπορεί να εννοεί τα διαφυγόντα κέρδη από δελτίο (π.χ. του στοιχήματος), που κατά τη γνώμη του θα έπρεπε να είχε κερδίσει!!

Ανακεφαλαίωση: Ο φίλτατος τζογαδόρος πήγε και έπαιξε ένα δελτίο στοιχήματος, αξίας 30 ευρώ. Το οποίο, αν τελικώς κέρδιζε θα του απέφερε 5.000 ευρώ. Αλλά για έναν αγώνα που χάθηκε (το -παρά λίγο- που λέμε), χάθηκε και όλο το δελτίο. Ο τύπος λέει «έχασα 5.000 ευρώ», αλλά ουσιαστικά δεν τα είχε ποτέ!!! Έχασε 30 ευρώ, τα οποία ποντάρισε. Αυτό λοιπόν το ποσό που ο τύπος θεωρεί χαμένο (το πέντε χιλιάδες), είναι τα διαφυγόντα κέρδη!!!

- Άσ' τα πάλι. Χθες έχασα ίσα με είκοσι χιλιάρικα... - Εσύ ρε τελειωμένε, μας έλεγες μέχρι χθες, ότι δεν έχεις φράγκο, πού βρήκες τα είκοσι, και τα έχασες κιόλας;
- Όχι ρε βλάκα. Η γαμημένη η Αϊντχόφεν, στο 92' έστειλε στον κουβά δελτίο που έβγαζε είκοσι χιλιάρικα.
- Α, για διαφυγόντα κέρδη μιλάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το εξαιρετικό ντεκαβάζ ορμώμενος, ας βάλω ακόμη ένα λιθαράκι στον σλάγκειο Όλυμπο.

Τσέπη εν τω πόκειω χώρω καλείται το ενθυλακωμένο χρήμα, το οποίο συνήθως δεν δύναται λάβει μέρος στο εξελισσόμενο παίγνιο, χάριν των ισορροπιών.

Όπως γράφει και ο electron, στο τραπέζι παίζει ό,τι έχει μπει στην κάβα, για να υπάρχει ένας έλεγχος στα ποσά που αλλάζουν χέρια (σε φιλικά τραπέζια πάντα). Αν κάποιος ζητήσει να παίξει με τσέπη, σημαίνει συνήθως ότι έχει καλό χαρτί και θέλει να σκουπίσει το τραπέζι. Αυτός είναι ένας κακός άνθρωπος και να μην τον παίζετε.

Η τσέπη παίζει σε κάποιες παραλλαγές που μπορεί ο παίκτης να «αγοράσει» μπαλαντέρ σε μεταβαλλόμενη τιμή, η οποία δεν μπορεί να προδικασθεί.

- Γιώργο, μιλάς!
- ..................
- Ε...
- Τσέπη παίζει;
- Πάσο!
- Πάσο!
- .......
- Όχι ρε παπάρα, δεν παίζει τσέπη, ένα απλό νεκροταφειάκι παίζουμε. Το γάμησες πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό και ως ποδοσφαιράκι (από «μπάλα», υποκ. «μπαλάκι»). Παιχνίδι του χώρου των άλλοτε κραταιών σφαιριστηρίων, όπου στεγάζονταν οι δημιουργικές ανησυχίες νέων και των τέντυ-μπόιδων της γενιάς του μεταπολέμου, αλλά και των επομένων, μέχρι την εποχή της επανάστασης των ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Είναι επιτραπέζια προσομοίωση ποδοσφαίρου, παίζεται από 2 ή 4 παίχτες. Την αναμέτρησης προηγείται διαπραγμάτευση των αντιπάλων (ατόμων ή ομάδων) σχετικά με τους όρους του στοιχήματος, αν θα μετρήσουν τα γκολ από τις δυάδες ή από τις πεντάδες, αν θα επιτρέπονται τα φουρφούρια καθώς και πόσες «μάρκες» θα παιχτούν.

Στη συνέχεια ζητάμε μάρκες από το ταμείο, βάζουμε το δεκάρικο (μετέπειτα εικοσάρικο, πενηντάρικο, κατοστάρικο) στην εγκοπή, τραβάμε το λεβιέ, πέφτουν 5 μπαλάκια στο συρτάρι και ξεκινάει το παιχνίδι.

Ο αγωνιστικός χώρος είναι νοβοπανιζέ, ξύλινοι ήταν αρχικά οι ποδοσφαιριστές που αργότερα έγιναν και αυτοί, όπως όλα, πλαστικοί. Το τερέν κάτω από κάθε ποδοσφαιριστή είναι εμφανώς φθαρμένο, ιδίως κάτω από το σέντερ φορ, λόγω του «σφιξίματος» της μπάλας. Φθορά όμως της επιφάνειας δεν υπάρχει κάτω από τα μπανιστήρια, αφού απαγορεύεται ρητά το γκολ από αυτά.

Ενίοτε το κατάστημα απαγορεύει το «σφίξιμο» για να μη χαλάσει το μηχάνημα, αλλά κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό επίτευξης ενός γκολ συνοδευμένου από τον χαρακτηριστικό δυνατό κρότο.

Το σκορ δεν το κρατάει κανένας. Σημασία έχει πόσα μπαλάκια «φεύγει» η προπορευόμενη ομάδα, πχ: «δύο φεύγω», ενώ η ισοπαλία λέγεται «όλα».

Στο τέλος ο νικητής καλεί περιπαιχτικά τον ηττημένο να πάει «στο ταμείο», όντας φυσικά καταϊδρωμένος, αφού το «άθλημα» απαιτεί σωματική κίνηση.

— Πάμε μια κόντρα στο μπαλάκι;
— Πάλι θέλεις να χάσεις;
— Γιατί ρε μάγκα πότε ξαναέχασα;
— Καλά ρε, χθες δεν έχασες ένα κατοστάρικο;
— Χμ!! Αφού έπαιζε πίσω ο άσχετος ρε εσύ. Πάει δύο κατοστάρικα οι πέντε μάρκες;
— Κατάστημα, πιάσε πέντε μάρκες. Βρήκαμε θύμα.

ποιος είναι για μια κόντρα; (από Stravon, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέση στο μπαλάκι. Αναφέρεται στους δύο ακριανούς ψεύτικους ποδοσφαιριστές που βρίσκονται εκατέρωθεν του σέντερ φορ.

Χαρακτηριστικό των μπανιστηριών είναι ότι απαγορεύεται να σουτάρει κάποιος με αυτά, αφού η μπάλα πάει διαγώνια και είναι πολύ δύσκολο να την αποκρούσει ο αντίπαλος. Επειδή δεν θεωρείται «αντρικό», απαγορεύεται γκολ από αυτά, εκτός αν μπει από κόντρα μετά από απομάκρυνση της αντίπαλης δυάδας.

Κατόπιν συμφωνίας μπορεί ένα τέρμα από μπανιστήρι, είτε απλά να μη μετρήσει, είτε να μετρήσει ανάποδα. Έτσι, το μπανιστήρι αρκείται απλά να επιδιώκει την κόντρα ή να προσπαθεί να μπερδέψει τον αμυνόμενο δίνοντας γρήγορες πάσες.

Ακριβώς γι' αυτό, επειδή δηλαδή μπανίζουν τα γκολ αλλά γκολ δε βάζουν, λέγονται μπανιστήρια.

— Γκοοοοολ!!!!
— Τι λες ρε μαλάκα, με γκολ από μπανιστήρι θέλεις να νικήσεις;
— Κόντρα ήταν ρε μαλάκα.
Άσε τα σάπια.
&^()&^)&#%_*(^)#*%)#.

Δες και πούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασυζητητί, εγγυημένα, κάτι παραπάνω από σίγουρα (με τη μορφή επιρρήματος ή επίθετου).

Παλαιός ορισμός της χαρτοπαικτικής διαλέκτου που χρησιμοποιείτο αντί του ελληνικού « αβλεπί », προερχόμενο δε απ' το Γαλλικό «sans voir» (=χωρίς να δω).

Στην ορίτζιναλ εκδοχή του, αφορά το πρώτο ποντάρισμα στα παιχνίδια της πόκας, πριν δουν τα φύλλα τους οι παίκτες, αλλά και σαν ψαρωτικό αντίδοτο σε υψηλό ποντάρισμα ενός παίκτη, πριν ανοίξει ο ντίλερ το τελευταίο φύλλο στο ντεκ. Ήταν πιο συνηθισμένο, σαν έκφραση, στα κυριλέ τραπέζια της υψηλής κοινωνίας (και καλά), με την απαιτούμενη αξάν, σιρμάν (sûrement = βεβαίως). Απευθείας εισαγωγή απ' τα καζινό του Μονακό στο δικό μας Mont Parnasse (σε λίγο θα εμφανιστεί κι ο Κωσταντάρας με την Κοντού, καρφώθηκα!).

Αργότερα μεταπήδησε στο χρηματιστήριο για «προοπτικές» και πάρε - δώσε μετοχών. Είναι συνηθέστερο δε σαν απάντηση διαβεβαίωσης, για περιπτώσεις που απαιτείται μια (στοιχειώδης έστω) πρόβλεψη-πρόγνωση.

Συνώνυμα: αβλεπί, γκαραντί, στάνταρ.

  1. - Τέτοια παιχτούρα και να χαραμίζεται στο πρωτάθλημα της ψωρογιώργαινας;
    - Από του χρόνου τον βλέπω σε καμιά πριμέρα και βάλε.
    - Σάνβουαρ!

  2. - Μάστορα, μου τσιμπάει λαδάκια, βγάζει μπλε καπνό απ' την εξάτμιση κι ανεβάζει θερμοκρασίες.. Πάμε για φλάντζα;
    - Σάνβουαρ! Μη σου πω και ρεκτιφιέ...

(από granazis, 27/04/10)(από granazis, 27/04/10)Στο 7:00. (από patsis, 21/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κούκος (μονός - διπλός) με ή χωρίς καπέλο: Παραλλαγή της γνωστής σε όλους μας πόκας .

Συνήθως το λέει κάποιος μάγκας στον άλλον, ενώ έχουν κάνει μαύρο, προτρέποντας τον , να παίξουν αυτήν την συγκεκριμένη παραλλαγή της πόκας ως ένδειξη ανδρείας...

- Έχεις κανα χαρτάκι μαζί σου ; - Φυσικά, πάμε κανένα κούκο μονό a volonte' (αβολοντέ)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση προερχόμενη από τα χαρτοπαίγνια που έχει διπλή++ χρησιμότητα.

Στην συνηθισμένη και κοινώς παραδεχόμενη εκδοχή χρησιμοποιείται όταν τελειώσει μία παρτίδα και ξεκινάει η επόμενη (συνήθως προηγείται και ανακάτωμα των φύλλων).

Επίσης, λέγεται όταν υποψιαστούμε ότι στο τραπέζι υπάρχουν μπαμπέσηδες και ετοιμάζουν κομπίνα, γιατί αν δεν την σακουλευτείς και σ' αδικήσει ο κατής, σε ποιον θα πας να δικαστείς ;

Χρησιμοποιείται και από γκρινιάρηδες, που είτε έχουν τα βυζιά στην πλάτη, είτε κατούρησαν σε πηγάδι και συνεχώς τραβάν παπά από δώδεκα, μπας και τους γυρίσει το φύλλο.*

Στην τελική μπορεί να φταίει και η πουτάνα η τράπουλα!!! βρε αδερφέ.*

**(Σημείωση:οι δύο τελευταίες περιπτώσεις είναι πιθανές μόνο σε φιλικές παρτίδες, γιατί αν παίζουν γκαφρά ξεχάστε το).*

H σλανγκική εκδοχή είναι συνώνυμη με το σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα .

Το λέμε όταν κάποιος είτε μας λέει μπαρμπούτσαλα, είτε μας τα 'χει κάνει μυθιστόρημα με ακατανόητες παπαρολογίες (έχοντας αγνοήσει τις συνεχόμενές μας εκκλήσεις να τα σπάσει σε κέρματα, να τα κάνει ρώγες ή πενηνταράκια) μπας και νιώσουμε επιτέλους τι στον εωσφόρο θέλει να μας πεί.

  1. Καλά για μαλάκες μας περνάς; για κόψε και ξαναμοίρασε γιατί συνέχεια με φλός βγαίνεις

  2. Κόψε και ξαναμοίρασε μπας και γυρίσει το φύλλο γιατί... γάματα...

  3. Και όπα! αυτό εντός της παρενθέσεως δεν το έπιασα ακριβώς; Για κόψε και ξαναμοίρασε... άκου κύριος ο Αναστασιάδης... (Από το oprenbar.blogspot.com/)

  4. Μα γίνεται εγκράτεια δίχως Σάκη στην τηλεόραση και χωρίς Θεοφάνους στα μπλόγκ; Χλωμό το βλέπω, Βάσω. Οπότε, κόψε και ξαναμοίρασε. (Από το topontiki.gr/articles/view/3582)

  5. Μια ώρα μιλάς και με έκανες το μυαλό μαρμελάδα. Χριστό δεν κατάλαβα. Κόψε και ξαναμοίρασε.

(από euripidisk, 17/03/10)(από euripidisk, 17/03/10)(από euripidisk, 17/03/10)(από euripidisk, 17/03/10)(από euripidisk, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified