Σήμερα δεν έχει ασκήσεις ύφους. Μόνο παλιά καλή επαγγελματική αργκό. Η ξυλογαϊδάρα ήταν / είναι μια ξυλοκατασκευή με διάφορες παραλλαγές και για διάφορες χρήσεις. Μεταξύ μας, πρόκειται για εντελώς μαγικό εργαλείο. Τα κάνει όλα, από τον τεμαχισμό μεγάλων κορμών δέντρων, τα παλιοκαιρίσια άουτντόρς ομαδικά παιδικά παιχνίδια, τις παραδοσιακές τέχνες, μέχρι και την Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση των μέσων του 20ου αιώνα. Τι σκατά παραπάνω θέτε;

1.Eδώ η υλοτομική γεδουρίτσα, μετά το 0:40.

  1. Τις ημέρες της Αποκριάς, τα παιδιά του χωριού έπαιζαν και με την ξυλογαϊδάρα [...] έμπηγαν στέρεα στο έδαφος ένα κάθετο δοκάρι (ξύλο) ύψους περίπου ενός μέτρου. Το επάνω μέρος του δοκαριού το πελεκούσαν ώστε να γίνει αιχμηρό. Ένα άλλο δοκάρι αρκετά μακρύτερο (περίπου 4 με 5 μέτρα) στου οποίου τη μέση δημιουργούσαν μια τρύπα βάθους αρκετών εκατοστών και εύρους αρκετού ώστε να εφαρμόζει στο αιχμηρό άκρο του κάθετου δοκαριού, το τοποθετούσαν οριζόντιο επάνω στο κάθετο δοκάρι, έτσι ώστε να μπορεί να περιστρέφεται κατά τον κάθετο άξονα. Στην κάθε άκρη του οριζόντιου δοκαριού καθόταν ένα, δύο ή και περισσότερα παιδιά και φρόντιζαν να ισορροπεί [...] ένα άλλο παιδί άρχιζε να σπρώχνει το δοκάρι οριζόντια και να το περιστρέφει με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούσε. Για να γλυστράει το ξύλο και να περιστρέφεται εύκολα έβαζαν στην αιχμή του κάθετου στύλου ένα κομμάτι λίπος [...] και ένα κάρβουνο που έτριζε και έκανε δυνατό θόρυβο. Όσο μεγαλύτερο το τριζοβόλημα, τόσο πιο μεγάλη η επιτυχία της ξυλογαϊδάρας [...]
    Εδώ

  2. Εδώ η ξυλογαδούρα αναφέρεται ως συνώνυμο της μακριάς τοιαύτης. Εκεί η ξυλογαϊδάρα είναι τεχνική μεταφοράς πέτρας για ξερολιθιές, με τη βοήθεια ξύλων, σκοινιών και κυρ-Μέντιου. Παραπέρα η γαϊδούρα ήταν τρίποδο επί του οποίου άπλωναν τα υπό κατεργασία δέρματα οι ταμπάκηδες. Αλλού στο νέτι την πήρε το μάτι μου ως συνώνυμο της τραμπάλας ή ως ξυλοκατασκευή στην οποία έδεναν τους προς μαστίγωση κατάδικους.

  3. Δεν του 'φτανε ο Στράτος, που κάθε φορά που τον έβλεπε στη Γιούρα, τον έβαζε να πηδάει τη γαδάρα...Ποιά κτηνοβασία, ρε, γαδάρα λένε ένα, ας πούμε, μεγάλο καβαλέτο με δυό υποδοχές δεξιά αριστερά σε σχήμα V, όπου βάζουνε κορμούς δέντρων και τους κόβουνε με μεγάλα πριόνια. [...] Πήγαινε λοιπόν τον παπά μπροστά στη γαδάρα και του 'λεγε, πήδα το. 'Ελεγε ο παπάς, να πούμε, δεν δύναμαι, τέκνον μου, τον τσάκωνε από τη γενειάδα και τον πλάκωνε με τη μαγκούρα φωνάζοντας, και πώς πήδαγες, ρε πούστη, τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] ο παπάς [...] πήδαγε τη γαδάρα [...]Τον τσάκωνε πάλι ο Στράτος [...] έτσι, ρε πούστη, πήδαγες τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] μιά μέρα κάθεται καβάλα στη γαδάρα [...]τώρα κατάλαβα, ρε καργιόλη, καθοδήγα ήσουνα, ε; Τον παπά τον πήρανε με το φορείο πιά...Στράτος, ναι, ο άρχων του τρόμου του τετάρτου όρμου της Γιούρας.

Χρ. Μίσσιος «Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε;». εκδ. Γράμματα.
[Ο τότε διαβόητος βασανιστής της Γιούρας Στράτος Κοζομπολίδης και η ξυλογαϊδάρα του καταγράφονται και στο «Υπόμνημα Κρατουμένων» (εκδ. Γνώση, 1984) που επιδόθηκε το 1951 από τους εξόριστους στον Δημ. Παπασπύρου, Υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Πλαστήρα. Στο κείμενο οι γαϊδάρες ορίζονται ως «στηρίγματα όπου τεμαχίζονται τα καυσόξυλα», ενώ το «Πήδημα της γαϊδάρας» αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο του υπομνήματος, ανάμεσα στα «Βασανισμοί κατά την εργασίαν» και «Καθάρισμα αποχωρητηρίων με τα χέρια»].

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η έκφραση προέρχεται κατά βάση από την πόκα, αλλά λέγεται και σε όλα τα παιχνίδια του τζόγου. Σλανγκ τζογαδόρικη, αναφέρεται στο σβήσιμο (ποντάρισμα ολικό) του μεγάλου χαρτονομίσματος ή του κόκαλου. Για παράδειγμα, θέλω να ποντάρω 60 ευρώ, αλλά κρατάω ένα εκατόευρο. Αντί να πάρω τα ρέστα από το εκατόευρο, προτιμάω να αυξήσω το στοίχημα, ποντάροντας και τα 40 ευρώ.

Πιο συγκεκριμένα, το σβήσιμο συμβαίνει για λόγους :

-βαρεμάρας : ποντάρει κάποιος π.χ. 5 ευρώ, και επειδή η μικρότερη μάρκα που έχω είναι δεκάρα, βάζω την δεκάρα, και δηλώνω ότι πάει για 5 ευρώ (όσο είναι το ποντάρισμα). Στην επόμενη γύρα, και ενώ όλοι έχουν πάει ντούκου, δηλώνω «να σβήσει», δλδ ποντάρω άλλα 5 ευρώ και ρίχνω μέσα όλη τη μάρκα (ενώ θα μπορούσα να πάω ντούκου, και να πάρω τα 5 ευρώ ρέστα, που εν τω μεταξύ έχουν μαζευτεί από τα λεφτά των άλλων παικτών).

-ψιπι : ποντάρει κάποιος 5 ευρώ, έχω πάλι μάρκα μεγάλη (π.χ. 25ευρη) και ακολουθώ στα πέντε. Στην επόμενη γύρα ο ίδιος αντίπαλος ποντάρει άλλα πέντε. Αντί να ακολουθήσω, λέω «να σβήσει», κάνοντας ρελάνς, ανεβάζοντας δλδ το ποντάρισμα στα 20 ευρώ. Το σβήσιμο εδώ δείχνει σιγουριά, αλλά μπορεί να κρύβει και την μπλόφα.

-αρρώστιας : ως γνωστόν οι τζογαδόροι δεν υπολογίζουν τα λεφτά, και προτιμάνε πολλές φορές να παίξουν ακόμα και τα ρέστα, για το δικαίωμα στο όνειρο... Αυτό που συμβαίνει είναι ότι άμα βγει το χαρτονόμισμα από την τσέπη, συνήθως σβήνει στο συντομότερο υπάρχον στοιχηματικό γεγονός...

(σε προποτζίδικο)
- Το λοιπόν, γράφε...
- Λέγε...
- Μπραουνσβάϊγκ Χ, τρομσντάλεν 1, Μαγιόρκα 2 και κλείνει το παρολί με το διπλό της Ουντινέζε. 48 ευρώ.
- Έφυγε.
- Άλλο τώρα. 30 ευρώ σε Μπαρτσελόνα, Ρεάλ, Γιουβέντους, Ρόζεμποργκ και Πόρτο. Και καλά είναι για μεσημέρι.
- Σύνολο 78 ευρώ.
- Φτου, κατοστάρικο κρατάω.
- Δίνω ρέστα;
- Γιατί ρε θες να μου χαλάσεις την τύχη μου;
- Με το παρδόν...
- Να σβήσει με τυχαία επιλογή, τρία νούμερα από δύο ευρώ, σε έντεκα κληρώσεις. - Ναι, γιατί τα ρέστα πιάνουν και χώρο στην τσέπη..
- Κοίτα ένα μπούστη ρεεεεε... Ρε θα πηγαίνω στον Καπελάκια ρε να παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταβλαδόρικη έκφραση, που λέγεται ταυτόχρονα με το κλείσιμο του δικάπακου εξάπορτου, όταν εγκλωβίζονται μέσα σ’ αυτό ένα ή περισσότερα πούλια του αντιπάλου και ο αντίπαλος μένει μαγκωμένος κι ανήμπορος στη γωνίτσα του, ενώ ο εξαπορτούχος του σφίγγει σιγά-σιγά τον κλοιό, ώσπου να τον «φάη» εν τέλει.

Εξηγείται ότι πρόκειται μόνο για δικάπακο (δηλ. πόρτες-πλακωτό όπου χρειάζονται κατ’ ελάχιστον two to tango για να κάνεις «πόρτα», είτε με δικά σου πούλια είτε με ένα τουλάχιστον δικό σου κι ένα του αντιπάλου πιασμένο), διότι στο μονόκουκκο ή μονόπορτο παιγνίδι της «φεύγας», μπορείς να κάνεις εξάπορτο μεν, αλλά δεν μπορείς να «φας» τα πούλια του αντιπάλου.

Προφανώς αποτελεί παρομοίωση προς το στρίμωγμα του συμπαθούς –πλην πονηρού– ζωακίου στην φωλίτσα του, από κανά πιο ζόρικο ζώο. Άλλωστε κι άλλα ζώα π.χ. ο αστακός και το χταπόδι, όταν απειλούνται, χώνονται ολοένα και βαθύτερα στο θαλάμι τους, με αποτέλεσμα πολλές φορές να την πατάνε και να γίνεται ο τάφος τους. Ίσως όμως και να προέρχεται από την παροιμία «ο θάνατος της αλεπούς είναι της κότας ζήση».Ποιος μύτη;

Λέγεται και «θάνατος της αρκούδας», αλλά μάλλον πρόκειται για σύμφυρση με την αργκοτική έκφραση – ομπρέλα της αρκούδας = πάρα πολύ (π.χ. ξύλο, χώσιμο, γαμήσι, κρύο, ύπνος κλπ / βλ. και ιταλ. di brutto).

Έτσι και κάτσει όμως καμιά γκέλα στον εξάπορτο και αναγκαστεί να «τσακίσει» (δηλ. να χαλάσει το φρούριό του – έκφραση δανεική απ’ το βορειολλαδίτικο χαρτοπαίγνιο «μπουρλότ») και ν’ αφήσει δίοδο στον αντίπαλο, τότε ο τελευταίος την πουλεύει ψέλνοντας με χαρά το «Αναστάς ο Ιησούς» κλπ (μέρες που είναι)...

- Τώρα θα φέρω τις εξαιρετικές (Σ.Σ. εξάρες) μου, να την κάνω από δωμέσα!
- Ασσόδυο σου κάνει;
- Ωωωωχχχ! Δε με βλέπω καλάααα!
- Ώπα της, διόδια (Σ.Σ. διπλές)! Δυο στο πεντάρι και δυο στο εξαράκι σου. Ετοιμάσου τώρα για τον θάνατο της αλεπούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί απόπειρα συγκεντρωτικού λήμματος για το συμπαθές αυτό αξεσουάρ.

• Όταν σου πέφτει ή σου πετάνε στο κεφάλι ένα αντικείμενο, τότε λες «μου ήρθε καπέλο», «μου το έφερε καπέλο».

• Πουλάνε με καπέλο, καπέλο στις τιμές, δηλαδή πουλάνε ακριβότερα απ' ότι πρέπει, πάνω από το μέγιστο νόμιμο. Bλ. καραβίσιος, βαπορίσιος.

Ψάθινα καπέλα.

Μουνί καπέλο.

• Αυτό είναι άλλο καπέλο, δηλαδή αυτό είναι άλλο θέμα, άλλου παπά βαγγέλιο.

• Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, (όπως έκανε τη μέρα του γάμου του ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λίγο πριν, η Μάρω Κοντού τον είχε καπελώσει, οπότε περνάμε στο:

• Καπελώνω. Βγαίνω από πάνω, επισκιάζω, παίρνω το πάνω χέρι σε μία σχέση, σε μία ομάδα, το παίζω αρχηγός σε μία κοινή προσπάθεια, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των υπολοίπων, οι οποίοι πλέον λέγονται καπελωμένοι και η πράξη λέγεται καπέλωμα.

• «Ψηλά καπέλα», αποκαλούμε αυτούς που αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού την πραγματικότητα, είτε λόγω πλούτου και τάχαμου κοινωνικής ανωτερότητας, είτε λόγω τάχαμου πνευματικής ανωτερότητας. Βλ. και το «δεν γαμείς ψηλά καπέλα».

• Σου βγάζω το καπέλο. Ρισπέκ. Σέβομαι απεριόριστα.

Γούστο μου και καπέλο μου και καουμποϊλίκι μου!.

Να σώσω το καπέλο. Τζογαδόρικη σλανγκ.

• Ταριφοσλάνγκ. Καπέλο αποκαλούν οι ταρίφες την ταμπελίτσα ΤΑΧΙ που έχουν στην οροφή του αυτοκινήτου.

Βλέπε επίσης το «βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με» καθώς και το «πετάω τη σκούφια μου».

Τα ευρωπαϊκά καπέλα, ημίψηλα, καθιερώθηκαν μεταξύ 1830-1880. Μέχρι τότε καπέλο δεν είχανε δει τα άγια τούτα χώματα, που κακά σκουριά δεν πιάνουνε, λέμε τώρα. Ο λαουτζίκος φορούσε κούκους, σκούφιες, φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα, μαντήλες, (τσεμπέρια) οι γυναίκες και άλλα ωραία.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το καπέλο, μαζί με την ευρωπαϊκή φορεσιά, (κουστούμι), αντιμετωπίστηκε με την δέουσα ειρωνεία και σκώμμα από την λαϊκή σάτιρα. Σχετική η φιγούρα του Ζακυνθινού Σιορ Διονύση στον Καραγκιόζη που σατιρίζει το ευρωπαϊκό ντύσιμο.

Ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη, (μπούρδα μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Χάνδακα), χρησιμοποιεί την λέξη «ψαλιδόκωλος» γι΄ αυτούς που φοράνε φράκο.

Η μαρίδα γιουχάριζε τους ευρωπαίους περιηγητές που σκάγανε μύτη στην Ψωροκώσταινα με την παράξενη αμφίεσή τους.

Το καπέλο σιγά σιγά όμως πέρασε και στις λαϊκές τάξεις. Βλ. το γνωστό άσμα για τον Μπάρμπα Γιάννη κανατά, που φορούσε «ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχα».

Θησαυρό σχετικών γνώσεων και πληροφοριών (αλλά και σλανγκ εκφράσεων) αποτελεί η «Η τραγιάσκα» του Ηλία Πετρόπουλου.

Τα περισσότερα τα έχουμε, οπότε δεν βάζω παράδειγμα. Επίσης οι περισσότερες εκφράσεις είναι κλασικές και υπάρχουν και στα λεξικά, οπότε ούτε κει βάζω παραδείγματα. Περιορίζομαι στα εξής :

  1. Φίλε, για να κάνω επιλογή, πρέπει όχι μόνο να έχω κατεβάσει σημαία, αλλά και να έχω μαζέψει το καπέλο. Αν έχεις σηκωμένο το καπέλο, πρέπει να πάρεις τον πελάτη, ακόμα και αν πηγαίνει στου διαόλου το κέρατο, διαφορετικά μπορεί να σε καταγγείλει. (εξειδικευμένη ταριφολογία για προχωρημένους).

  2. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. (Ν. Καββαδίας, Μαραμπού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κόλπο», δόλιο τέχνασμα, τερτίπι, βρομοδουλειά, κατεργαριά, απατεωνιά, μπαμπεσιά, μπαγαποντιά, παπατζιλίκι, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ανέντιμη ή παράνομη δραστηριότητα για προσπορισμό κέρδους, αισχροκέρδεια, «εκμετάλλευση», νοθεία, «μαγείρεμα» με την κακή την έννοια (λογαριασμών, αποτελεσμάτων κ.λπ.), «μηχανή».

(Bαθιά ανάσα - συνεχίζουμε:).

Αναφέρεται κυρίως σε οικονομικές δραστηριότητες, παίζει όμως και σε ποδοσφαιρικά γήπεδα με την μορφή του τεχνάσματος παραπλάνησης του αντιπάλου και του διαιτητή ενδεχομένως, αν είναι πολύ πετυχημένη (π.χ. πάει ο άλλος να βαρέσει το φάουλ και πηδάει πάνω από την μπαλίτσα χωρίς να την αγγίξει και σκάει από το πουθενά ο δεύτερος που το βαράει κανονικά και τους αφήνει όλους κάγκελα, γιατί δεν το περιμένανε δεν τον περιμένανε α- α, γκολ).

«Κομπιναδόρος» είναι αυτός που κάνει την κομπίνα. «e-κομπίνα» είναι η κομπίνα που γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω διαδικτύου κ.λπ. «Κομπίνα από μέσα» (το λεγόμενον inside job) είναι μια κομπίνα με συνεργασία ανθρώπων του περιβάλλοντος του θύματος.

Ο όρος «κομπινεζόν» χλωμό να έχει ετυμολογική σχέση, αλλά πάλι δεν είναι να παίρνει και όρκο κανείς (μεταγενέστερη διόρθωση: έχει, έχει σχέση, το λέει ο χάνκυ στα σχόλια, το κομπινεζόν είναι βρακί και σουτιέν μαζί και αυτό από μόνο του είναι μια κομπίνα ως συνδυασμός). Σίγουρα έχει εννοιολογική σχέση όταν το κομπινεζόν κρύβει την κοιλάρα ή το πεσμένο βυζί εντέχνως, όσο να 'ναι είναι κι αυτό μια κομπίνα, αλλά είναι θεμιτή γιατί στον πόλεμο και στον έρωτα όλα επιτρέπονται.

Ο όρος κομπίνα εμφανίζεται και στην τέχνη, εφόσον άσμα ηρωικό και πένθιμο του Γιώργου Ζαμπέτα φέρει στίχο «Ελληνας χωρίς κομπίνα, πεθαμένος από την πείνα» κι αυτό αν το καλοσκεφτεί κανείς είναι πολύ τραγικό για την φυλή μας, αφού δείχνει πόσο κομπιναδόροι είμαστε. Και καλά να είσαι εσύ αυτό που τα τρως από τους άλλους - αν είσαι αυτός που στα τρώνε έχουμε θέμα. Έχουμε θύμα. Έχουμε πίκρα.

Από σχόλιο της ιρονίκ (16/6) εδώ:
Με την έκφραση αυτή κορόιδευε ο Κλυν αυτούς που το παίζανε ακόμα λαντέρνα φτώχεια και φιλότιμο ενώ ήταν πια μεσ' στην κομπίνα και απολαμβάνανε ακριβά υλικά αγαθά και γενικά έναν τρόπο ζωής που σαφώς δεν ανήκε στα λαϊκά πρότυπα που πρέσβευε, υποτίθεται, το πασοκ.

Από το μπλογκσυσλαγκιστή:
Αν θέλουν λιγότερη αθλιότητα στο χρηματιστήριο [...] Να βάλουν επιτέλους στην φυλακή τους υπεύθυνους της μεγάλης κομπίνας. Κι άμα δεν τους χωράνε οι φυλακές να σκοτώσουν και μερικούς από αυτούς τους ξεκωλιάρηδες.

Από το e-αρχείο της εφημερίδος:
«Το κάνουμε πάντα στην προπόνηση. Είναι κομπίνα!» έλεγε μετά το παιχνίδι ο Λουτσιάνο για να δικαιολογήσει το διαιτητή, αλλά στην ουσία προκάλεσε τη νοημοσύνη μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ποδοσφαιρικό όρο ο οποίος μετακύλησε και στην χρηματιστηριακή ορολογία και υποδηλώνει μετοχές ιδιαίτερα άθλιων εταιρειών, όπως τα αλήστου μνήμης χαρτιά Ιντερσατ, Χαλυβδόφυλλα, Γκάλης, Ippotour, κλπ, τα οποία με την χειραγώγηση των λεγόμενων «λόμπι» έφεραν τρελά αλλά πρόσκαιρα κέρδη στους αλογομούρηδες το 1999. Στη τελευταία ανάλυση, η απονενοημένη επιλογή τους οδήγησαν στην μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου (προς το χειρότερο) στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.

«...η Finansbank ! το σαπάκι των 800 εκ που αγοράστηκε 3,5 δις και τώρα ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ την ΕΤΕ...» (από Blog)

«Πάντα στο νου σου νάχεις τα γερά χαρτιά...μην βασιστείς ποτέ σου στα »σαπάκια«.»(από Blog)

«τι εγινε κυριε καραμανλη. τα ζομπυ αρχισαν παλι παιγνιδι στην σοφοκλεους. ολες οι σκατοφυλλαδες αρχισαν να διαφημιζουν τα περιφεριακα χαρτια της πλακας και να καλουν τον λαο να συμμετασχει στο παρτυ...καμμια εκατοστη σαπακια αρχισαν το χορο.υπαρχει εισαγγελεας;» επιτροπη κεφαλαιαγορας;« (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μετοχή μιας εταιρείας, στην χρηματοοικονομική διάλεκτο των αλογομούρηδων της Σοφοκλέους.

Τα «βαριά χαρτιά» (πχ μεγάλες τράπεζες, ΟΤΕ κλπ) υποτίθεται προσδίδουν σταθερότητα σε ένα χαρτοφυλάκιο (γράφε: πίτσες μπλε!) ενώ τα χαρτιά-σαπάκια ενέχουν υψηλότερο ρίσκο αλλά υπόσχονται καλύτερες αποδόσεις (γράφε: σε στέλνουν στο φτωχοκομείο μια ώρα αρχύτερα).

«Ασήμωσε να σε πω τα καλά χαρτιά» (Ρετρό άρθρο του ΒΗΜΑτος, 23 Ιανουαρίου 2000)

« Η οικονομική ευδαιμονία που έφερνε η αύξηση των μετοχών, τους έκανε να ξεχνούν ότι στην πράξη τα χαρτιά που είχαν στα χέρια τους είχαν αξία μόνο αν μετατρέπονταν σε πραγματικό χρήμα. Αλλά για ποιο λόγο να κάνουν κάτι τέτοιο όταν με αυτά τα χαρτιά κέρδιζαν τόσα – εικονικά – χρήματα σε λίγες ημέρες, που η πραγματική τους εργασία δεν μπορούσε να τους τα αποφέρει σε πολύ μεγαλύτερο διάστημα;» (Το ΠΟΝΤΙΚΙ)

Got a better definition? Add it!

Published